Jump to content

Καλώς ήλθατε στο ComicStreet

Γίνετε μέλη της κοινότητας. Η εγγραφή είναι γρήγορη και εύκολη.

Search the Community

Showing results for tags 'Vertigo'.

  • Search By Tags

    Type tags separated by commas.
  • Search By Author

Content Type


Forums

  • ΥΠΟΔΟΧΗ
    • Κανόνες
    • Νέα / Ανακοινώσεις
    • Απορίες / Βοήθεια
    • Γενική Συζήτηση
  • ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ / ΑΡΘΡΑ
    • ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ
    • ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ
  • ΕΚΔΟΣΕΙΣ
    • ΞΕΝΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ
    • ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ
    • WEBCOMICS
  • ΚΟΜΙΚΣ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΤΕΧΝΕΣ
    • Κινηματογράφος/TV και Κόμικς
    • Animation
    • Βιβλία
  • ΚΑΤΑΣΤΗΜΑΤΑ - ΔΙΑΔΙΚΤΥΟ
    • Καταστήματα
    • Πηγές - Ενημέρωση

Find results in...

Find results that contain...


Date Created

  • Start

    End


Last Updated

  • Start

    End


Filter by number of...

Joined

  • Start

    End


Group


About Me

  1. Το Large Mouth είναι μια μικρή αμερικανική πόλη, που για τους κατοίκους της επιφυλάσσει κυρίως πλήξη. Η έφηβη Vickie ζει με τον πατέρα της και τον βοηθά στην οικογενειακή επιχείρηση. Όταν, όμως, καταφτάνει στην πόλη ο John Griffen, ένας μυστηριώδης, μοναχικός άντρας τυλιγμένος με επιδέσμους, μπαίνουν σε λειτουργία τα γρανάζια μιας παράξενης, δραματικής ιστορίας. Το The Nobody κυκλοφόρησε τον Ιούλιο του 2009 από τη συγχωρημένη τη Vertigo. Ο Lemire είχε ήδη τραβήξει το ενδιαφέρον των αναγνωστών με το Essex County, αλλά αυτό ήταν το πρώτο του εγχείρημα για μια τόσο μεγάλη εκδοτική και προσωπικά θα την χαρακτήριζα ως μια πρόβα τζενεράλε για την επόμενη δουλειά του για την Vertigo, τη σειρά Sweet Tooth. Εδώ, λοιπόν, ο Lemire εμπνέεται από το κλασικό μυθιστόρημα του H.G. Wells Ο Αόρατος Άνθρωπος. Δεν κάνει μια πιστή μεταφορά, αλλά «μεταγράφει» την ιστορία στην αμερικανική επαρχία των αρχών των 90’s. Γνωρίζοντας εκ των προτέρων το μυστικό του Griffen (ο τίτλος του πρωτότυπου τα λέει όλα εξάλλου), η ιστορία χάνει κάτι από τη δυναμική της. Το κενό αυτό, ωστόσο, έρχεται να καλύψει η αφηγηματική δεινότητα του Lemire. Το σχέδιο, για όποιον δεν έχει επαφή με τον δημιουργό, μοιάζει κακό ή άτεχνο, αλλά αξίζει μια δεύτερη ευκαιρία. Για όσους τον ξέρουν, είναι ευχάριστα απλό και ξεκούραστο στο μάτι. Μπορεί να μην είναι αριστούργημα και σίγουρα «χάνεται» μέσα στην εξαιρετική εργογραφία του Lemire. Διαβάζεται, ωστόσο, ευχάριστα και αποτελεί μια μικρή απόδειξη του μεγάλου ταλέντου του Καναδού.
  2. Ιρακ. 2013. Μετά τον τελευταίο πόλεμο του Κόλπου και την πτώση του Σαντάμ Χουσεϊν. Μια χώρα ερειπωμένη, μια χώρα διαλυμένη. Όταν σκοτώνεται ένας εκπαιδευόμενος αστυνομικός, κανείς δεν ασχολείται. Ο μόνος που μπαίνει στην διαδικασία να διερευνήσει τον φόνο, είναι ο Αμερικανός εκπαιδευτής του. Στην πορεία των ερευνών του, αποκαλύπτεται η διαφθορά του προηγούμενου καθεστώτος, η μεγαλύτερη διαφθορά του τωρινού καθεστώτος και η ερώτηση : Άλλαξε τελικά τίποτα και αν ναι, προς το καλύτερο; Πραγματικά εντυπωσιάστηκα. Και από το σενάριο, και από το σχέδιο. Από τον συγγραφέα Tom King είχα διαβάσει μόνο μερικά τεύχη από το Vision, το οποίο δεν μου είχε κάνει ιδιαίτερη εντύπωση. Εδώ δίνει πραγματικά ρέστα, ίσως γιατί γνωρίζει το θέμα πολύ καλά καθώς είναι πρώην στέλεχος της CIA που είχε πάει στο Ιρακ. Άλλοτε δυναμικά, άλλοτε ωμά, άλλοτε με ευαισθησία, μας παρουσιάζει μια ρημαγμένη χώρα, στο κουφάρι της οποίας ασελγούν παλιοί καθεστωτικοί, Αμερικανοί "απελευθερωτές" και λοιποί αυτόκλητοι σωτήρες. Δίνει απλόχερα, αυτό το οποίο μου αρέσει υπερβολικά όποτε το πετυχαίνω, τον σεβασμό του προς τον αναγνώστη και την νοημοσύνη του. Δεν στα δίνει, δηλαδή, όλα μασημένα. Δεν σου αφηγείται αυτά που βλέπεις, δεν σου περιγράφει τι σκέφτεται ο κάθε χαρακτήρας. Δεν σε θεωρεί χαζό, σε αφήνει να μπεις στην ιστορία, να μπεις στο βιβλίο, να προβληματιστείς και εν τέλει, να βγάλεις τα δικά σου συμπεράσματα. Σε σέβεται και για αυτό τον σέβομαι. Ο σχεδιαστής Mitch Gerads κάνει πολύ καλή δουλειά, ειδικά στις εκφράσεις των προσώπων, αλλά και τα μεγάλα καρέ. Ειδικά το δισέλιδο με τα σπαθιά, χαρακτηριστικό landmark της Βαγδάτης, είναι καταπληκτικό. Με τη χρήση μικρών καρέ εν μέσω μονοσέλιδων ή/και δισέλιδων splash pages, προωθεί γρήγορα την ιστορία χωρίς να "ξοδεύει" σελίδες χωρίς λόγο. Στο Activity της image δεν μου είχε κάνει ιδιαίτερη εντύπωση, ίσως έφταιγε και το μετριο, για εμένα, σενάριο. Εδώ πάντως με κέρδισε, και θα ψάξω υπόλοιπες δουλειές του. Χρησιμοποιεί γήινα χρώματα, καφέ και μουντά μπλε, άριστα δεμένα με το "σκοτεινό" περιεχόμενο της ιστορίας. Αν δεν το καταλάβετε, μου άρεσε πολύ, το "κατάπια" άμεσα (12 τεύχη/2 Trade Paperbacks), και το συνιστώ χωρίς φόβο και χωρίς πάθος. Σίγουρα στις 10 καλύτερες σειρές που διάβασα τελευταία.
  3. Μιας και έχουμε συζητήσει αρκετά στο φόρουμ για τον συγκεκριμένο τίτλο, ήταν κρίμα να μην υπάρχει μια γωνία αφιερωμένη στο έπος του Neil Gaiman . Το θέμα το ανοίγω κυρίως για να έχουμε ένα μέρος να κουβεντιάζουμε για τα νέα και τiς ανακοινώσεις της μεταφρασμένης σειράς της Anubis, αλλά και να πούμε δυο σύντομα λογάκια για το περίφημο Sandman και το τι το κάνει τόσο ξεχωριστό. Ήρθα για πρώτη φορά σε επαφή με το ονειρικό σύμπαν του Neil Gaiman πριν από μια δεκαετία περίπου, ίσως και παραπάνω, όταν απαγκιστρώθηκα οριστικά από τα κόμικς που γνώριζα για χρόνια και άρχισα να ανακαλύπτω νέους κομιξοπροορισμούς. Δεν θυμάμαι πως ακριβώς κατέληξα να διαβάζω τις περιπέτειες του Μορφέα, θυμάμαι όμως πως ο συγκεκριμένος τίτλος δεν είχε την καθολική φήμη/αποδοχή που είχαν άλλα μεγαθήρια του είδους όπως το Watchmen, το Dark Knight Returns και το V for Vendetta και τον ανακάλυψα πολύ αργότερα. Είχα διαβάσει διστακτικά το πρώτο τεύχος που μου είχε αφήσει ανάμεικτες εντυπώσεις και δεν ήμουν σίγουρος αν ήθελα να συνεχίσω τη σειρά. Αυτή η αβεβαιότητα κράτησε 5-6 τεύχη και, ενώ πολλές φορές ήθελα να παρατήσω το Sandman, κατά κάποιο μυστικιστικό τρόπο, το έργο του Gaiman με καλούσε και πάλι κοντά του μέχρι που με γράπωσε και δεν με άφησε μέχρι και το τελευταίο μπαλονάκι της σειράς. Ολόκληρη η σειρά είναι μαγική, ονειρική. Ξεφεύγει από οτιδήποτε έχουμε διαβάσει και θα διαβάσουμε και αποκτάει μια δική της ταυτότητα που δεν μπορεί να προσδιοριστεί. Χρησιμοποιώντας διάφορα γεγονότα, πρόσωπα και πλάσματα της παγκόσμιας μυθολογίας ο Gaiman κάνει μια μαεστρική συρραφή και μας προσφέρει απλόχερα ένα αποτέλεσμα που συμπλέει ταυτόχρονα σε διάφορα μονοπάτια της τέχνης. Γινόμαστε μάρτυρες ιστοριών πλαισιωμένων από θλίψη ή ευτυχία, ενώ παράλληλα αισθανόμαστε μικροσκοπικοί μπροστά στον πανίσχυρο Μορφέα και τους Αιώνιους. Αφήνουμε τον Gaiman να μας πάρει από το χέρι και σαν ένας άλλος Πήτερ Πάν μας οδηγεί σε άγνωστα μονοπάτια, που κατακλύζονται από φαντασία και μαγεία. Οι εικόνες που βλέπουμε σε αυτό το ταξίδι, πολλές φορές σουρεαλιστικές και περίεργες, παίρνουν σάρκα και οστά από μια ομάδα ταλαντούχων σχεδιαστών που μοιάζουν να έχουν κατανοήσει πλήρως τον δευτερεύοντα ρόλο τους. Μας δίνουν ένα δείγμα του κόσμου που έχουν πλάσει μαζί με τον Gaiman και τα υπόλοιπα τα αφήνουν σε εμάς. Πραγματικά, βλέποντας το ατελείωτο σύμπαν και το βασίλειο των Αιώνιων έφτανε στα αυτιά μου ένα ακατανόητο βουητό που θα μπορούσε κάλλιστα να έχει συνθέσει ο Vangelis για το Blade Runner του 1982. Όταν ήμουν στην Μεσαιωνική Αγγλία και έβλεπα τον Σαίξπηρ, άκουγα την οχλοβοή του κόσμου στους λασπωμένους δρόμους, τους τροβαδούρους και το κελάηδισμα των πουλιών. Και όλα αυτά τα βίωνα χωρίς να μου τα λέει μέσα από ηχητικά εφέ ο Gaiman και η ομάδα του. Είναι τέτοια η δύναμη αυτού του κόμικ που σε ρουφάει μέσα του και ζεις κι εσύ μέσα από τις σελίδες του. Οξύνει τις αισθήσεις και την αντίληψη σου, σε σημείο που δεν καταλαβαίνεις καν πως διαβάζεις. Ζεις. Αν λοιπόν κάποιος θέλει να διαβάσει το Sandman, καλύτερα να μην ξέρει τίποτα απολύτως για αυτό. Η χαρά της ανακάλυψης αυτού του αριστουργήματος δεν συγκρίνεται με τίποτα και η πρώτη ανάγνωση του χαράζεται βαθιά στην ψυχή σου, μαζί με όλες τις υπόλοιπες πρώτες φορές της ζωής σου, χαρούμενες και άσχημες. Τι είναι λοιπόν το Sandman; Ένα αριστούργημα; Ένα έπος; Κάτι περισσότερο; Κάτι λιγότερο; Καλό είναι να το ανακαλύψετε μόνοι σας. Ο πρώτος τόμος του Sandman είναι διαθέσιμος στα βιβλιοπωλεία από την Anubis ενώ έχει ήδη ανακοινωθεί και ο δεύτερος τόμος που θα εκδοθεί την ερχόμενη άνοιξη.
  4. Το Μάρτιο του 2006, βγήκε στους κινηματογράφους (το 2005 έκανε πρεμιέρα στα φεστιβάλ) μία από τις πιο εμβληματικές μεταφορές comics ever. Τα αδέρφια Wachowskis έγραψαν το screenplay ενός από τα πιο βαρβάτα δυστοπικά comics ever made και η DC ανέθεσε αυτή τη μεταφορά, ενός comic που ήξεραν μέχρι τότε κυρίως οι ψαγμένοι, σε έναν Αυστραλό σκηνοθέτη, ονόματι James McTeigue, για να κάνει το παρθενικό ντεμπούτο του και τη μόνη καλή του ταινία. Βρισκόμαστε σε μία εναλλακτική δυστοπική δεκαετία του '90. Το Ηνωμένο Βασίλειο ζει κάτω από νεοναζιστική δικτατορία, μετά από έναν καταστρεπτικό πυρηνικό πόλεμο που συνέβη στα '80s. Μία μυστηριώδη φιγούρα, αψηφά τη χούντα και φορώντας μια μάσκα βασισμένη στον Guy Fawkes, προσπαθεί να εμπνεύσει τον κόσμο προκειμένου να τη ρίξουν, ενώ παράλληλα θέλει να εκδικηθεί τους δεσμώτες του. Ο V είναι ένας γκρίζος χαρακτήρας. Ένας πληγωμένος, λυρικός και μοναδικός άνθρωπος, που αγανάκτισε και θέλει πλέον να κυριαρχήσει παντού απόλυτη αναρχία μέσα από τρομοκρατικές επιθέσεις. Το comic έβγαινε αρχικά, το 1982 με 1985, σε ασπρόμαυρο στο ανθολογικό Warrior στο UK, όμως ολοκληρωμένο κυκλοφόρησε σε 10 τεύχη, το 1988 με 1989, από τη DC / Vertigo, σε σενάριο Alan Moore και σχέδιο David Lloyd. Στην Ελλάδα βγήκε από την Anubis, με αφορμή την ταινία, σε μετάφραση Ηλία Κατιρτζιγιανόγλου και έκτοτε έχει επανεκδοθεί. Το V For Vendetta φιγουράρει σε πολλά top ως ένα από τα πιο σημαντικά comics ever, και όχι μονάχα ως post-apocalyptic, αλλά είναι ένα πανέξυπνο και εξαιρετικά σκεπτόμενο κόμικ, ένα πραγματικό διαμάντι της Βρετανικής σκηνής! Πλέον αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της geek (και όχι μόνο) κουλτούρας, ενώ η μάσκα του έχει υιοθετηθεί από τους παγκόσμιους ακτιβιστές hackers Anonymous. Στην ταινία, τον V υποδύεται ο θεούλης Hugo Weaving, ενώ την Evey Hammond η (πολύ μέτρια) Natalie Portman. Ωραία σκοτεινή σκηνοθεσία, που θυμίζει αρκετά post-apocalyptic ταινίες των '80s, ταιριαστό soundtrack, καλές ερμηνείες. Σαφώς το comic είναι ανώτερο, όμως και η ταινία είναι τουλάχιστον αξιοπρεπέστατη, με αξιομνημόνευτες σκηνές. Το πιο τρελό legacy που άφησε όμως, είναι πως o τωρινός 3ος κύκλος της σειράς Pennyworth, αποτελεί "prequel" του V!
  5. Αν σας προσέγγιζε κάποιος, σας έδινε ένα όπλο και 100 σφαίρες, και σας εγγυόταν ότι όποιον και να σκοτώνατε, δεν θα σας αναζητούσαν οι αρχές, τι θα κάνατε; Αυτό είναι το κεντρικό αφηγηματικό εργαλείο της συγκεκριμένης μεγαλειώδους σειράς, η οποία κράτησε μια δεκαετία και 100 τεύχη, και καθιέρωσε τους δημιουργούς της στην πρώτη κατηγορία της βιομηχανίας. Και επειδή τη διάβασα πάνω από 10 χρόνια αφού τελείωσε, και 20 χρόνια αφού ξεκίνησε, πιστεύω ακράδαντα ότι αν την διάβαζε ο 20χρονος Γιάννης, θα του είχε ανατινάξει τον εγκέφαλο και θα έψαχνε όλα τα κομιξοσαϊτ για της βάλει 11 στα 10. Επειδή όμως ο Γιάννης πλέον δεν είναι 20, αλλά 42, πέρασε καλά, λάτρεψε σχέδιο, εκτίμησε λόγο αλλά και ένιωσε όμως ότι τραβήχτηκε και λίγο από τα μαλλιά χωρίς λόγο. O Agent Graves είναι αυτός που προσφέρει τη βαλίτσα με το όπλο και τις σφαίρες σε διάφορους χαρακτήρες, οι οποίοι συνήθως είναι σε άσχημη στιγμή στη ζωή τους. Στην πορεία, ανακαλύπτουμε ότι παλιότερα δούλευε για μια μυστική σέκτα αιώνων μασονικού τύπου, με το όνομα The Trust, στην οποία συμμετέχουν οι πιο ισχυρές οικογένειες παγκοσμίως, και από την οποία τον έχουν διώξει. Και μαθαίνουμε ποιος ακριβώς ήταν ο (ρυθμιστικός) ρόλος του σε αυτή τη σέκτα, ποιοι ήταν οι βοηθοί του και πως και με ποια κριτήρια ακριβώς επιλέγει τα άτομα στα οποία προσφέρει τις βαλίτσες. Και όλα αυτά είναι αριστουργηματικά δοσμένα από τον Brian Azzarello, με ελάχιστο exposition και κοφτούς, στακάτους διαλόγους, οι οποίοι μυρίζουν "δρόμο". Και ίσως αυτή είναι η μεγαλύτερη επιτυχία του Azzarello, το ότι κατορθώνει δηλαδή να ακούγονται οι διάλογοι του τόσο αυθεντικοί έτσι ώστε να πηδάνε οι χαρακτήρες του από το χαρτί και να νομίζεις ότι είναι δίπλα σου, να αισθάνεσαι τον πόνο τους και την οργή τους. Κυρίως την οργή τους. Γιατί ουσιαστικά έχουμε να κάνουμε με φιγούρες, κατά βάση περιθωριακές, έως και γραφικές, οι οποίες βρίσκονται συνήθως στο τελευταίο σκαλοπάτι της ζωής τους ως μέλη του κοινωνικού συνόλου. Και αν κάποιοι είναι ανθρώπινοι, "σιγανοί" και εσωτερικοί, άλλοι κινούνται στο όριο του γκροτέσκου, σαν να μας ήρθαν από κόμικ του Garth Ennis. Είναι όμως στρατηγικά τοποθετημένοι στην πλοκή, και η ίδια τους η τραγωδία δεν τους αφήνει να γίνουν καρικατούρες. Και παρόλο που κάποια στιγμή εισάγονται συνεχώς ολοένα και καινούριοι χαρακτήρες, σε σημείο στο οποίο να μπερδεύουν την άναγνωση και την κατανόηση, στο τέλος θα μείνουμε με τους κεντρικούς, αυτούς που μας έκαναν παρέα για τόσα τεύχη. 100 στον αριθμό, σίγουρα παραπάνω από ότι χρειάζονταν, πράγμα που γίνεται κατανοητό και μόνο από το ότι κάποια στιγμή το σεναριακό εργαλείο της βαλίτσας εγκαταλείπεται, όσο καίριο και ουσιώδες ήταν για το στήσιμο της ιστορίας. Ίσως ήθελαν να φτάσουν τα 100, όσα και ο τίτλος της σειράς, ίσως πούλαγε τόσο πολύ που αρμέχθηκε από δημιουργούς και εκδοτική. Το σίγουρο είναι ότι ξεχείλωσε λίγο, με καλογραμμένα μεν arcs 1-2-3 τευχών, τα οποία λίγα όμως προσφεραν στην κεντρική ιστορία, παρά μία άνευ λόγου καθυστέρηση στην ολοκλήρωση της. Λίγα κόμικ του Eduardo Risso είχα διαβάσει, αλλά εδώ με άφησε πραγματικά με το στόμα ανοιχτό. Όχι λόγω των πλούσιων καρέ του, που δεν είναι πλούσια. Όχι λόγω του απίστευτα όμορφου και καλοδουλεμένου σχεδίου του, το οποίο κινείται στον μέσο όρο. Αυτό όμως που με κέρδισε πάνω από όλα είναι η τρομερή σκηνοθεσία του, η τοποθέτηση της κάμερας του και η τρομερή αίσθηση χρήσης των splash σε συνδυασμό πάντα με την προώθηση της δράσης. Πίσω και πάνω από τον ομιλούντα, κάτω από το επίπεδο της μέσης, ζουμαρισμένο στα δάχτυλα, στη σκανδάλη, στο ποτήρι, στη σφαίρα, ότι μπορείτε να φανταστείτε το έχει κάνει. Κατά κανόνα λιτός, χωρίς πολλά καρέ, χωρίς ιδιαίτερο background, με σπάνια εστίαση στα πρόσωπα, αλλά εμμέσως, στις καταστάσεις, πρέπει να είναι το πιο απόλυτα λειτουργικό σχέδιο που έχω δει. Προφανώς έδεσαν με τον Azzarello, γιατί σενάριο και σχέδιο μαζί κεντάνε, σε σημείο που απορώ πως το αποτέλεσμα είναι από δύο και όχι έναν άνθρωπο. Είναι το σχέδιο που δεν σε εντυπωσιάζει ξεφυλλίζοντας, αλλά σε αρπάζει από τα $#@^$ όσο διαβάζεις, και διαβάζεις, και διαβάζεις.... 100 τεύχη, 13 trades, 5 πιο χοντρά trades, 5 Deluxe Editions, 2 Omnibus από τα οποία το ένα κυκλοφορεί και το άλλο αναμένεται το καλοκαίρι του επομένου χρόνου. Κρίμα που δεν το διάβαζα τη δεκαετία του 2000, πλέον έχουμε πολλά (και πολύ καλά) στο είδος του crime, και ίσως δεν με εντυπωσιάζει όσο θα με εντυπωσίαζε τότε. Τότε θα του έβαζα ένα 9,5/10 και θα περίμενα κάθε μήνα με ανυπομονησία. Τώρα του βάζω ένα τίμιο και αξιοπρεπέστατο 8/10, το οποίο δεν βάζω και πολύ συχνά, με ότι πόντους χαμένους λόγω περιττού πλατειάσματος. Αξίζει πάντως να είναι στη βιβλιοθήκη όλων των κομιξάδων. Trust Me
  6. Μια Lucienne δεν φέρνει την άνοιξη Γιάννης Κουκουλάς Επιμέλεια: Λουίζα Καραγεωργίου Το ιδανικό θα ήταν να μη χρειάζεται, να μην υπάρχει καν ως σκέψη, η αναγκαιότητα κι ακόμα περισσότερο η υποχρέωση λήψης συμπεριληπτικών αποφάσεων, καθώς η ίδια η ζωή θα είχε λύσει το πρόβλημα του αποκλεισμού ομάδων πληθυσμού από την κοινωνική, οικονομική, πολιτιστική, πολιτική, καλλιτεχνική ζωή. Η υποεκπροσώπηση, αναμφισβήτητα πραγματική, αυτών των ομάδων μπορεί να πάψει να υφίσταται μόνο με αγώνες και η αλλαγή συνειδήσεων που αυτοί οι αγώνες θα φέρουν θα καταργήσει εκ των πραγμάτων τις «ποσοστώσεις» και τις «κανονιστικού τύπου» παρεμβάσεις που (υποτίθεται πως) λύνουν ένα πρόβλημα, ενώ στην ουσία θεσμοποιούν τις διακρίσεις αντί να τις αίρουν. Ως τότε όμως τι κάνουμε; Εδώ αρχίζουν οι προβληματισμοί και οι αμήχανες, ίσως βεβιασμένες αποφάσεις. Βεβιασμένες όχι υπό την έννοια της άνωθεν επιβολής αλλά μιας οιονεί, αντίστροφης αυτολογοκρισίας. Όταν δε, αυτή η τακτική εφαρμόζεται αναδρομικά, σε μια προσπάθεια ανατροπής και επανεγγραφής του παρελθόντος και όχι βελτίωσης του μέλλοντος τα αποτελέσματα προκαλούν ακόμα περισσότερη αμηχανία. Μπορεί ο Στάλιν να διέγραφε άγαρμπα τους πολιτικούς του αντιπάλους από τις φωτογραφίες, σε μια προσπάθεια ρετουσαρίσματος του παρελθόντος και εξάλειψης των ιχνών του, μπορεί το τσιγάρο στα χείλη του Λούκι Λουκ να έγινε στάχυ, μπορεί ο Herge να ξανάγραψε τις πρώτες ιστορίες του για να εξιλεωθεί για τις ακραία ρατσιστικές και αντικομμουνιστικές νεανικές του αντιλήψεις, μπορεί οι πίνακες και τα μουσικά έργα που είχαν τη λέξη «ρωσικό» στον τίτλο τους να αποσύρονται από μουσεία και προγράμματα συναυλιών, μπορεί ακόμα και η ρώσικη σαλάτα να μην περιλαμβάνεται πια στα μενού των «πολιτικά ορθών» εστιατορίων, αλλά αυτό δε σημαίνει ότι αίφνης βελτιώθηκε το παρόν και απελευθερωμένοι από τα βαρίδια του παρελθόντος βαδίζουμε προς ένα ανθόσπαρτο μέλλον. Πιο χρήσιμη ίσως θα ήταν η κριτική αποτίμηση του παρελθόντος χωρίς τη βίαιη απομάκρυνση των αποτυπωμάτων του και ιδιαίτερα των καλλιτεχνικών έργων του, που αποτελούν πάντοτε άλλωστε τον πιο πιστό χάρτη της Ιστορίας. Ποιο το παράδειγμα και ποια η αφορμή για όλα αυτά; Μα η σειρά «Sandman» της οποίας την τηλεοπτική προσαρμογή είχαν την ευκαιρία να παρακολουθήσουν τις τελευταίες μέρες οι συνδρομητές του Netflix. Δεν θα μπω καθόλου στη συζήτηση περί πιστότητας σε σχέση με το ομώνυμο κόμικς∙ όταν ένα έργο μεταφέρεται από ένα σημειωτικό σύστημα σε ένα άλλο, είναι βέβαιο πως θα υπάρξουν αποκλίσεις και παρεκβάσεις από το πρωτότυπο. Αλλά ποτέ δεν κατάλαβα γιατί ο επικεφαλής της Bιβλιοθήκης, ο λευκός Lucien με τα πεταχτά μαλλιά, γνωστός χαρακτήρας των κόμικς της DC από τη δεκαετία του 1970, έπρεπε να γίνει μαύρη γυναίκα με ξυρισμένο κεφάλι και να μετονομαστεί στο ομόηχο Lucienne. Αν έτσι επιτυγχάνουμε τη συμπερίληψη και τη νύχτα σβήνουμε το φως με τη συνείδησή μας ήσυχη, το δέχομαι. Αμφιβάλλω... Πηγή
  7. Το Fables είναι μία πολύ δημοφιλής σειρά της Vertigo (η οποία πλέον έχει «κλείσει» και όλα τα κόμικς της εκδίδονται από τη μητρική εταιρεία, DC), η οποία διήρκεσε 150 (!) τεύχη, χωρίς να συνυπολογίζονται τα διάφορα one-shots και crossovers (π.χ. με τον Batman) που έχουν βγει κατά καιρούς. Το πρώτο τεύχος κυκλοφόρησε το 2002, ενώ το τελευταίο, σχετικά πρόσφατα θα έλεγε κανείς, το 2015. Δεν υπάρχει εύκολος τρόπος για να περιγράψει κανείς τη βασική πλοκή της σειράς, καθώς η ιστορία είναι μεγαλειώδης και διαθέτει πολλούς χαρακτήρες. Στην ουσία όμως, όλοι οι ήρωες που ξέρουμε από τα λαϊκά παραμυθία, όπως είναι ο Κακός ο Λύκος, η Σταχτοπούτα ή ο Πινόκιο, ζούσαν ειρηνικά στις κοιλάδες τους, μέχρι που κάποια μέρα ένας εχθρός, ο «Adversary», ήρθε και κατέκτησε τα σπίτια τους. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα, οι παραμυθένιοι ήρωες να εκδιωχθούν από το δικό τους φανταστικό κόσμο και να έρθουν να ζήσουν στο δικό μας. Προφανώς, οι ίδιοι δε θέλουν να φανερώσουν την αληθινή τους φύση στους ανθρώπους, τους οποίους αποκαλούν περιπαιχτικά «mundys» (<mundane: βαρετούς, συνηθισμένους), και για αυτό όσοι από τους ήρωες έχουν ανθρώπινη μορφή ζουν σε ένα ξενοδοχείο στην οδό Bullfinch, ενώ όσοι δε διαθέτουν ανθρώπινη μορφή (π.χ. είναι παραμύθια από το ζωικό βασίλειο) ζουν σε ένα άλλο μέρος του ανθρώπινου κόσμου, σε μία φάρμα. Το πρώτο arc πραγματεύεται τη δολοφονία (;) της Rose Red, αδερφή της Xιονάτης, και την εξερεύνηση των συνθηκών κάτω από τις οποίες επήλθε ο θάνατος της. Αυτός που αναλαμβάνει να ερευνήσει την υπόθεση είναι ο Bigby Wolf, ένας εκ των (πολλών) πρωταγωνιστών του κόμικ. Δράση, μυστήριο (π.χ. ποια είναι η αληθινή ταυτότητα του Adversary και γιατί εκδίωξε τους παραμυθένιους ήρωες;), δράμα, αλλά και πολύ (ενήλικο ενίοτε) χιούμορ συνθέτουν ένα πολύ δυνατό κοκτέιλ που απευθύνεται σε αναγνώστες που επιζητούν κάτι που να ξεφεύγει από τα συνηθισμένα. (Άλλωστε εμείς δεν είμαστε mundane, σωστά; ) Η σειρά σε απορροφά από τη πρώτη σελίδα κιόλας και χωρίς να το καταλάβεις, έχεις τελειώσει το πρώτο trade και ψάχνεις να βρεις να διαβάσεις το επόμενο. Το (πυκνό) γράψιμο του Bill Willingham σε κάνει να ανυπομονείς εναγωνίως να δεις τι θα συμβεί στη πορεία. Ανέφερα ότι η σειρά έχει πολλές ανατροπές, έτσι; Αν όχι, τότε να είστε προετοιμασμένοι για πολλές από δαύτες. Στο καλλιτεχνικό κομμάτι, ο Mark Buckingham (ο κύριος σχεδιαστής από τους πολλούς) κάνει αξιοπρεπέστατη δουλειά. Το σχέδιο του θα έλεγα ότι διαθέτει μία απλότητα (τύπου σαν της Pia Guerra από το Y the Last Man), αλλά έχει μια γοητεία & ταιριάζει στη παραμυθένια ατμόσφαιρα της ιστορίας. (no pun intended) Αν μου αρέσει η σειρά; Τη θεωρώ μία εκ των πιο απολαυστικών που έχω διαβάσει. Τελεία. Όμως, η αλήθεια είναι ότι κάπου στο τεύχος 80 και ύστερα αρχίζει και πέφτει η ποιότητα. Όχι ότι δεν είναι καλή η σειρά από εκεί και τούδε, αλλά δεν είναι σαν τα πρώτα 75 goat τεύχη της σειράς. Τώρα, πώς μπορείτε να τη συλλέξετε; Εντάξει, νομίζω πως οι περισσότεροι είστε εξοικειωμένοι με το κόμικ. Όμως, αν παρόλα αυτά είστε από αυτούς τους mundane λίγους που δεν έχουν τσεκάρει ακόμα τη σειρά, θα σας πρότεινα τα πολύ οικονομικά και ποιοτικά compendiums. 4 στο σύνολο, που περιέχουν όλο το υλικό. (150 τεύχη και τα διάφορα one-shots) Τσεκάρετε και το box set. Μάλιστα, του χρόνου η σειρά αναμένεται να συνεχιστεί. Συγκεκριμένα, τον Μάη του 2022 το κόμικ επιστρέφει δριμύτερο με 12 νέα, σπαρταριστά τεύχη. Από τους ίδιους συντελεστές. Εννοείται πως κέρδισε και πολλά Eisner βραβεία. 14 στο σύνολο.
  8. Μεταξύ ζωής και θανάτου Περικλής Κουλιφέτης Ποιητικό, ρεαλιστικό και ονειρικό, το Daytripper των Fábio Moon και Gabriel Bá είναι ένα από τα καλύτερα σύγχρονα κόμικς που κυκλοφορεί και στα ελληνικά. Η Νότια Αμερική έχει μακρά παράδοση στην 9η Τέχνη. Μέχρι και σήμερα, τα κόμικς παραμένουν ένα φτηνό και ευχάριστο μέσο ψυχαγωγίας για τους Λατινοαμερικάνους των συνεχών οικονομικών κρίσεων. Ακόμα και Λατινοαμερικάνοι δημιουργοί, όπως o Quino, o José Muñoz, ο Alberto Breccia και κόμικς όπως η Μαφάλντα, το Eternauta και ο Alack Sinner έχουν μεγάλη σημασία και επιρροή στα παγκόσμια κόμικς. Δυο άξιοι νέοι συνεχιστές αυτής της παράδοσης είναι και τα δίδυμα αδέλφια Fábio Moon και Gabriel Bá. Οι δυο Βραζιλιάνοι δημιουργοί έχουν δουλέψει για τις αμερικάνικες DC και Image Comics και έχουν συνεργαστεί πολλές φορές σε κοινά πρότζεκτ, με πιο γνωστό και αριστοτεχνικό το κόμικ Daytripper. Κυκλοφόρησε, αρχικά, στη Βραζιλία σε 10 μηνιαία τεύχη το 2010 και ύστερα σε έναν συλλογικό τόμο στις ΗΠΑ από την Vertigo (πλέον DC Black Label). Αμέσως, το βιβλίο κέρδισε την αγάπη του κοινού, διθυραμβικά σχόλια από κριτικούς και δημιουργούς κόμικς αλλά και διακρίσεις, με πιο λαμπρή το βραβείο Eisner καλύτερης σύντομης σειράς το 2011. Από πέρυσι τον Ιούνιο κυκλοφορεί και στα ελληνικά από τις εκδόσεις ΟΞΥ σε μετάφραση του Σάββα Αργυρού. Το Daytripper αρχίζει με μια μέρα στη ζωή του Μπρας ντε Ολιβα Ντομίνγκος, ενός 32χρονου στο Σάο Πάολο που φιλοδοξεί να γίνει μεγάλος συγγραφέας αλλά βιοπορίζεται γράφοντας νεκρολογίες σε εφημερίδα. Ο Μπρας επιθυμεί να γράψει για τη ζωή κι όμως είναι προσκολλημένος στο να γράφει για τον θάνατο. Και το γεγονός πως ο πατέρας του είναι ο μεγαλύτερος εν ζωή μυθιστοριογράφος της χώρας τον βαραίνει ακόμα περισσότερο, νιώθοντας πως βρίσκεται στη σκιά του. Και για να γίνει ακόμα καλύτερο, στο τέλος του 1ου κεφαλαίου, μετά από μια συμπλοκή, ο πρωταγωνιστής καταλήγει νεκρός! Το βιβλίο συνεχίζεται με διαφορετικά κεφάλαια από τη ζωή του Μπρας σε διαφορετικές ηλικίες (πριν αλλά και μετά από τα 32) στο τέλος των οποίων ο Μπρας πάντα βρίσκει απροσδόκητο θάνατο, κλείνοντας με μια νεκρολογία. Εύκολα μπορεί να έρθει στον νου του Έλληνα αναγνώστη το τραγούδι «Εκείνη» του Φοίβου Δεληβοριά -συνειρμό που κατά πάσα πιθανότητα δεν επιδίωκαν οι Βραζιλιάνοι δημιουργοί! Στην πορεία της ανάγνωσης, γίνεται κατανοητό πως το ένα κεφάλαιο επηρεάζει το άλλο, κάνοντας την ιστορία της ζωής του Μπρας συνεκτική και τους διαρκείς του θανάτους μη υπαρκτούς, ένα αφηγηματικό κόλπο των συγγραφέων. Κατά τη διάρκεια της ζωής του, ο ήρωας θα αποκτήσει ό,τι επιθυμούσε: λογοτεχνική φήμη, τη γυναίκα της ζωής του, έναν μονάκριβο γιο. Στο τελευταίο κεφάλαιο, ο 76χρονος πια Μπρας θα αποκτήσει και κάτι τελευταίο: τη συμφιλίωση με τη θνητότητα, ώστε να νιώσει πια απελευθερωμένος και να έχει έναν γαλήνιο θάνατο. Οριστικό πια. Όλο αυτό το ρομαντικό μη γραμμικό ταξίδι αναμετριέται με τα μεγάλα υπαρξιακά ερωτήματα καταλήγοντας στην απόλαυση των μικρών και των μεγάλων στιγμών της ζωής. Δεν γίνεται όμως με τον κλισέ τρόπο του «ζήσε τη στιγμή, ταξίδευε και αγάπα» που προωθείται συχνά σε αντίστοιχα έργα. Όσο μακάβριο κι αν ίσως ακούγεται, οι στιγμές της ζωής στο Daytripper παίρνουν αξία από το συνεχές ενδεχόμενο του θανάτου. Κάθε κεφάλαιο αντιπροσωπεύει και μια σημαντική στιγμή στη ζωή του Μπρας και ο θάνατος του ήρωα στο τέλος κάθε κεφαλαίου δείχνει το πόσο αναπάντεχος και πιθανός είναι. Συνήθως ο Μπρας πεθαίνει σε έντονες συναισθηματικές στιγμές, σε στιγμές που νιώθει πιο πολύ ζωντανός από ποτέ. Έτσι, στο Daytripper η ζωή και ο θάνατος πηγαίνουν χέρι-χέρι και στα λόγια του πατέρα του Μπρας προς τον γιο του: «Μόνο όταν αποδεχθείς ότι μια μέρα θα πεθάνεις, μπορείς να αφεθείς και να κάνεις ό,τι καλύτερο μπορείς με τη ζωή σου. Κι αυτό είναι το μεγάλο μυστικό». Σημαντικό θέμα, επίσης, του Daytripper είναι η οικογένεια. Η ζωή του ήρωα είναι συνυφασμένη με την οικογένειά του και, μέσω των σχέσεων του πρωταγωνιστή με τον πατέρα, τη μητέρα, τη γυναίκα και τον γιο του, η ζωή του γεμίζει και παίρνει αξία. Η Βραζιλία, επίσης, έχει τον δικό της ρόλο στην ιστορία, καθώς αποτελεί το σκηνικό που ξετυλίγεται όλη η ζωή του Μπρας. Από το αστικό Σάο Πάολο έως το γραφικό Σαλβαδόρ, με τα ήθη, τα έθιμα, τους ανθρώπους της, τα επαναλαμβανόμενα μοτίβα των azulejos (παραδοσιακά διακοσμητικά πλακάκια της χώρας) μέσα στο κόμικ, το Daytripper γίνεται κι ένα έργο-εθνικός πλούτος για τη χώρα του. Και φυσικά όλα αυτά προβάλλονται μέσα από ένα ονειρικό, μαγικό σχέδιο. O Bá και ο Moon (οι οποίοι υπογράφουν από κοινού σενάριο και σχέδιο) και ο Dave Stewart στα χρώματα πλάθουν έναν κόσμο αληθοφανή και πραγματικό, γεμάτο αστικά τοπία, διαμερίσματα και μπόλικα φλιτζάνια καφέ, μα συνάμα μαγικό γεμάτο γαλήνιες χρωματικές παλέτες, ηλιοβασιλέματα και ταξιδιάρικες θάλασσες. «Κάθε αναφορά, κάθε φωτογραφία, κάθε χρώμα και κάθε χαρακτήρας, όλα έγιναν στην προσπάθειά μας να αναπαράγουμε συναισθήματα» γράφει ο Fabio Moon. «Ενα συναίσθημα ότι ήσασταν ζωντανοί, χαρούμενοι, φοβισμένοι, ερωτευμένοι ή όταν νιώθατε μοναξιά». Ο μαγικός ρεαλισμός του κόμικ επιτυγχάνεται χρησιμοποιώντας με μαεστρία το στήσιμο εικόνων και γραμμάτων, κάνοντάς τη μια ιστορία που μόνο ως κόμικ θα μπορούσε να ειπωθεί έτσι. Βέβαια, θα μπορούσε να πει κάποιος πως η ζωή παραείναι μαγική και όμορφη στο Daytripper. Αναμφίβολα, ο Μπρας δεν είναι κανένας κατατρεγμένος της κοινωνίας ή έστω κάποιος που κερδίζει με αγώνα τη ζωή του. Γιος διάσημου συγγραφέα και με ψηλό κοινωνικό στάτους, είναι ένας αρκετά προνομιούχος Βραζιλιάνος (ένας gringo, όπως τον αποκαλούν στο 2ο κεφάλαιο, από τον «πλανήτη των λευκών»). Μια ευτυχισμένη ζωή με δεδομένη ευημερία, προνόμια και άνεση που, ακόμα και για τα δεδομένα του 2010 που γράφτηκε, μοιάζει εκτός τόπου και χρόνου. Αυτό όμως δεν κάνει τις ανησυχίες και τους προβληματισμούς του κόμικ εκτός πραγματικότητας. Οι δημιουργοί εστιάζουν στην ιστορία ενός ρομαντικού συγγραφέα, σαν βγαλμένη από μεγάλο λογοτεχνικό έργο, ακριβώς για να εξετάσουν από την πορεία του τα μεγάλα ερωτήματα, χωρίς να λείπει το άγχος, η απώλεια και οι δυσκολίες από τη ζωή του Μπρας. Το Daytripper κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις ΟΞΥ σε μετάφραση Σάββα Αργυρού «Daytrippers» στα αγγλικά αποκαλούν τους ημερήσιους ταξιδιώτες, εκείνους που κάνουν μικρές ημερήσιες εξορμήσεις. Ενας daytripper γίνεται και ο αναγνώστης του ομώνυμου κόμικ, διαβάζοντας τις μεγάλες και τις μικρές στιγμές του πρωταγωνιστή, τα όνειρα, τους στόχους του, τις νίκες και τις ήττες, τη ζωή και τον θάνατο του Μπρας ντε Ολιβα Ντομίνγκος. Αναμφίβολα, το Daytripper αποτελεί ένα ιδανικό ανάγνωσμα για το καλοκαίρι και ένα απαραίτητο έργο για τη βιβλιοθήκη κάθε αναγνώστη. Πηγή
  9. Ανοίξτε το ντουλάπι της κουζίνας και κατεβάστε ένα μεγάλο μπωλ. Βάλτε μέσα μια γερή δόση Chuck Palahniuk, προσθέστε άφοβα λίγο πρώιμο Ταραντίνο. Ρίξτε στο μείγμα αρκετό Natural Born Killers και μια ιδέα Trainspotting. Ανακατέψτε και σερβίρετε σε μικρά μπωλάκια του παγωτού. Μετά πετάξτε τα στον τοίχο και βάλτε φωτιά στο σπίτι σας. Αυτή, κυρίες και κύριοι, είναι η συνταγή για το Kill Your Boyfriend. Γραμμένο το μακρινό 1995, είναι μια δημιουργία των Grant Morrison και Philip Bond. Μας περιγράφει τη βασανιστικά βαρετή ζωή μιας έφηβης κοπέλας στην Αγγλία που ασφυκτιά μέσα στη μικροαστική της ζωή και στο σχεδόν προδιαγεγραμμένο μέλλον της. Αναπάντεχα, θα συναντήσει έναν νεαρό που θα της αλλάξει τον τρόπο που βλέπει τη ζωή και μαζί θα επιδοθούν σε ένα κρεσέντο βίας, ληστειών, σεξ, βανδαλισμών και αρκετών ακόμα νοσηρών και αξιόποινων πράξεων, ψάχνοντας να διασκεδάσουν την πλήξη τους, τρέχοντας να ξεφύγουν από τους δαίμονες τους και φυσικά από την αστυνομία. Προκλητικό, βίαιο, επίκαιρο, προβοκατόρικο, διεστραμμένο, ωμό, αστείο, γροθιά στο στομάχι. Όπως όλα τα αντίστοιχα αριστουργήματα (American Psycho, Trainspotting, Natural Born Killers, Fight Club και τόσα άλλα) είχαν την τύχη να γραφτούν σε μια εποχή που οι δημιουργοί δεν (αυτό)λογοκρίνονταν, τολμούσαν, είχαν έμπνευση, (ή απλά έπαιρναν καλύτερα ναρκωτικά, δεν μπορώ να είμαι σίγουρος). Εν μέρει εφηβική επανάσταση, λίγο road trip, δεν αφήνει τίποτα όρθιο. Φτύνει στα μούτρα τη μιζέρια της μικροαστικής ζωής, ισοπεδώνει οικογένεια, πολιτικούς, αστυνομία, καλλιτέχνες, nerds, αναρχικούς και επαναστάτες, με μια χαρακτηριστική άνεση που κάποιος μόνο ανώνυμα θα μπορούσε να κάνει σήμερα. Τον Grant Morrison τον ήξερα από το Nameless και εκεί ήταν τραγικός. Δεν ξέρω τι άλλαξε στο μεταξύ, αλλά εδώ, πολλά χρόνια νωρίτερα, δίνει ρέστα. Η ιστορία σε πιάνει από τα μούτρα και δεν σε αφήνει να πάρεις ανάσα. Οι διάλογοι αληθινοί, στρωτοί, αστείοι, λακωνικοί εκεί που χρειάζεται, τραβάνε λίγο εκεί που τους παίρνει. Ο τέταρτος τοίχος πάει κι εδώ περίπατο. Το μέγεθος της ιστορίας τόσο όσο, δένεσαι με τους χαρακτήρες χωρίς να χρειάζεται να ξέρεις τα πάντα γι αυτούς. Το φινάλε ισοπεδωτικό, φέρνει στο μυαλό κάτι από (ψιλοspoiler) Το σχέδιο τώρα, ενώ είναι απλό και εν μέρει χοντροκομμένο, λειτουργεί. Και ο λόγος είναι γιατί ο Bond τα καταφέρνει μια χαρά με τα πρόσωπα, που είναι ξεχωριστά και αξιομνημόνευτα μέσα στην απλοϊκότητα τους. Οι εκφράσεις είναι πιστευτές. Γενικά συχνά άδεια backgrounds αλλά δεν με πειράζει και τόσο εδώ. Ίσως χρωματικά να του ταίριαζε μια σκοτεινότερη παλέτα, αλλά το πολύχρωμο τελικά του πάει και είναι οκ. Μόνη αντίρρηση ίσως, νομίζω πως το σχέδιο είναι φειδωλό όσο αφορά την προκλητικότητα, σε σχέση πάντα με το σενάριο, προσπαθώντας ίσως να κρατηθεί έτσι μια σχετική ισορροπία. Αν τα παραπάνω σας προσβάλλουν, προσπεράστε και μη κοιτάξτε καν. Αν όχι, ετοιμαστείτε για μια σύντομη, ταραχώδη αλλά αξέχαστη βόλτα.
  10. «The Sandman»: Το κόμικ που τα άλλαξε όλα «Πρελούδια και Νυχτωδίες», «Το Κουκλόσπιτο»: οι δύο τόμοι του «Sandman» (Εκδόσεις Anubis) που έγινε σειρά στο Netflix και θα κάνει πρεμιέρα στις 5 Αυγούστου Κυριάκος Αθανασιάδης Η σειρά κόμικς του Neil Gaiman, «The Sandman», μία από τις σημαντικότερες και πιο επιδραστικές που κυκλοφόρησαν ποτέ, γίνεται σειρά στο Netflix. Στις 5 Αυγούστου θα κάνει πρεμιέρα στο Netflix μία σειρά που περιμένουν πολλά-πολλά χρόνια τώρα οι ανά τον κόσμο φαν του «Sandman», της «καλύτερης σειράς κόμικς όλων των εποχών». Για την ακρίβεια, οι περισσότεροι πίστευαν πως τα κόμικς αυτά, το σύμπαν τους, ήταν αδύνατον να μεταφερθούν στην τηλεόραση για μία σειρά από λόγους. Είναι τόσο πλούσια, τόσο βαθιά, τόσο επαναστατικά και πολυδιάστατα, που μία τηλεοπτική τους απόδοση θα ωχριούσε μπροστά στην αφηγηματικά και «ψυχολογική» πολυπλοκότητά τους. Όμως ίσως πλέον η τεχνολογία αφενός, και το γεγονός ότι στη βιομηχανία του θεάματος δουλεύει μία στρατιά από geeks, να είναι η αναγκαία και ικανή συνθήκη για να δούμε κάτι πολύ περισσότερο από «ενδιαφέρον». Όμως πάντα έχουμε στα χέρια μας τα κόμικς, κι αυτό είναι πολύ σημαντικό από μόνο του. Και οι δύο πρώτοι τόμοι (το υλικό, ακριβώς, πάνω στο οποίο βασίζεται ο πρώτος κύκλος της σειράς) κυκλοφορούν σε εξαιρετικά επιμελημένες εκδόσεις και στα ελληνικά. Είναι όμως πράγματι το «Sandman» του Neil Gaiman η καλύτερη σειρά κόμικς όλων των εποχών; Μπορεί. Πάντως, πολλοί (λάθος: ΠΑΡΑ πολλοί) το πιστεύουν. Και οπωσδήποτε είναι στο Top-10 των κόμικς που ΠΡΕΠΕΙ να διαβάσει κανείς για να ξέρει για τι πράγμα μιλάμε όταν μιλάμε για την 9η Τέχνη. Σε κάθε περίπτωση, το 1988 είναι έτος-ορόσημο για την ιστορία —και την ψυχή— του μέσου, καθώς κυκλοφορεί για πρώτη φορά κάτι εντελώς επαναστατικό, κάτι ακατάτακτο, κάτι που δεν υπήρχε ποτέ πριν. Και κάτι που δεν μπορούσε να υπάρξει. Μέχρι τις αρχές του 1990, ΟΛΑ έχουν αλλάξει πια. Γιατί δεν μιλάμε για ένα «απλό» κόμικς. Μιλάμε για μία από τις πιο κορυφαίες στιγμές της καλλιτεχνικής δημιουργίας μίας ούτως ή άλλως τρομερά παραγωγικής και επιδραστικής δεκαετίας. Πετώντας από πάνω του σαν να μην υπήρχαν όλα όσα χαρακτήριζαν μέχρι τότε τα «συνηθισμένα» κόμικς (και εξαιρετικά, πολλά από αυτά βέβαια), και χαράσσοντας έναν δικό του δρόμο (ή καλύτερα: πολλούς δικούς του δρόμους), το «Sandman» είναι ο ορισμός της πρωτοπορίας. Αφού μας συστήσει το σύμπαν του και (κάποιους από) τους πρωταγωνιστές του, αρχίζει σιγά-σιγά και παρεμβάλλει στη μεγάλη, ενιαία αφήγηση εμβόλιμες ιστορίες, νέους ήρωες, καινούργια στοιχεία, σαν ξεχωριστά αστέρια σε έναν επιβλητικό αστερισμό που εμφανίζεται αργά-αργά στο στερέωμα. Ο Neil Gaiman, φτιαγμένος οπωσδήποτε από το υλικό των ονείρων, οργιάζει. Και, όσο περνά ο καιρός, όσο μαθαίνει και ο ίδιος τον κόσμο που δημιουργεί, οργιάζει στο τετράγωνο. Και ο κόσμος μαγεύεται. Όχι αμέσως, αλλά με σταθερούς ρυθμούς. Μέχρι που τα πολλά-πολλά ρυάκια των αναγνωστών γίνονται ένας πελώριος ποταμός. Η επιτυχία είναι κολοσσιαία. Καλλιτεχνική και εμπορική. Το cult, σχεδόν στιγμιαίο — και πλέον μόνιμο. Η επίδραση στις τέχνες; Δεν μπορεί να αποτιμηθεί σε όλες της τις διαστάσεις. Μιλάμε για ένα φαινόμενο που δεν είχε προηγούμενο και δεν γίνεται να έχει επόμενο. Το «Sandman» γεννά άπειρα κόμικς, ντύνει ροκ μπάντες, φτιάχνει σχολή, γίνεται μια λογοτεχνική-εικαστική οντότητα που εισχωρεί παντού. «Η Τέχνη, κατά την προσωπική μου άποψη, είναι ένα αγαθό, ούτε περισσότερο ούτε λιγότερο σημαντικό από τα υπόλοιπα. Και ο καλλιτέχνης; Ένας ακόμα εργαζόμενος. Δεν είναι μάντης. Δεν υπάρχει καμία μαγεία. Εκτός από… αυτό το βιβλίο. Και αυτόν τον σεναριογράφο. […] Στο SANDMAN βρήκα ένα βάλσαμο για μια πληγή που δεν θυμόμουν πως είχα. Κι όμως. Νιώθω καλύτερα τώρα. Έτσι απλά. Ως διά μαγείας. Κι έτσι, σου δίνω αυτή την ευλογία: μπες σε αυτές τις σελίδες σαν να πρόκειται για όνειρο. Θα ανακαλύψεις αυτό που χρειάζεσαι. Ο Μορφέας δημιούργησε το μέρος αυτό για σένα, και στο βασίλειό του τα πάντα είναι δυνατά. Κούνα πάνω-κάτω τα χέρια σου. Θα πετάξεις» - Kelly Sue De Connick («The Sandman», τόμος 2: «Το Κουκλόσπιτο», απόσπασμα από την Εισαγωγή). Και βέβαια τα εξώφυλλα. Ο Dave McKean, που θα τα σχεδιάσει από το πρώτο μέχρι το τελευταίο τεύχος, αλλάζει άρδην ΟΛΟ το σκηνικό. Μια ματιά από μακριά, αρκεί για να καταλάβεις πως αυτό το φωτογραφικό-γραφιστικό-ζωγραφικό κολάζ ΕΙΝΑΙ McKean. Και πως είναι «Sandman». Το «Sandman» είναι το σκοτεινό, ή υποφωτισμένο, βασίλειο της Φαντασίας. Παρά ταύτα, με κάποιον σχεδόν ανεξήγητο τρόπο είναι πιο ρεαλιστικό από τα περισσότερα «ρεαλιστικά» κόμικς. Μπορεί ο Μορφέας, ο Βασιλιάς των Ονείρων, να είναι ένα πρόσωπο της Άλλης Πλευράς, μπορεί ο Τρόμος να είναι (σχεδόν) πανταχού παρών, μπορεί να πρωταγωνιστούν αρχαίοι θεοί, άγγελοι, νεράιδες και μάγισσες —αλλά και ο Σέξπιρ!—, μπορεί ο Gaiman να αντλεί το υλικό του από τη μυθολογία (και την κλασική λογοτεχνία) και να ταξιδεύει με άνεση στον χρόνο και στις εποχές επειδή έτσι πρέπει και έτσι μάς αρέσει, αλλά τα θέματα με τα οποία καταπιάνεται αγγίζουν τους πάντες. Και οι ήρωές του ΕΙΝΑΙ οι πάντες. «Το SANDMAN διεύρυνε τους ορίζοντές μου. Υπάρχουν ομοφυλόφιλοι χαρακτήρες. Τρανς χαρακτήρες. Κουίρ χαρακτήρες. Και, στις περισσότερες περιστάσεις, δεν ήταν κάτι το φοβερό για τους πρωταγωνιστές της ιστορίας. Κανείς δεν έδινε ιδιαίτερη σημασία. Για ένα παιδί από το Γουισκόνσιν, αυτό ήταν σημαντικό τη δεκαετία του ’90. Δεν είχα τέτοια ερεθίσματα στη ζωή μου και έγινα καλύτερος άνθρωπος με την έκθεσή μου σε κάτι τέτοιο. Ξαναδιάβασα όλη τη σειρά πριν από περίπου τέσσερα χρόνια και μου έκανε εντύπωση πόσο πολλά θυμόμουν και πόσο πολλά είχα ξεχάσει. Με έκανε να κλάψω. Πάντα με κάνει να κλαίω». -Patrick Rothfuss («The Sandman», τόμος 1: «Πρελούδια και Νυχτωδίες», απόσπασμα από την Εισαγωγή). «Η απήχηση του “Sandman”», γράφει η ιδρύτρια της Vertigo, της πιο ενήλικης, θυγατρικής εκδοτικής εταιρίας της DC, που γεννήθηκε χάρη ακριβώς στην τεράστια επιτυχία του κομίζοντας έναν νέο αέρα στον χώρο, «ξεπερνά τα στενά όρια της παραδοσιακής αγοράς των κόμικς». Πράγματι, εδώ συναντιούνται άνθρωποι με τελείως διαφορετικές πολιτιστικές καταβολές και ποικίλα λογοτεχνικά γούστα. Ακόμη περισσότερο: το «Sandman» έχει ένα από τα υψηλότερα ποσοστά γυναικών αναγνωστών ανάμεσα στους φαν του. Ας μην ξεχνάμε ότι τα κόμικς, με τις υπερηρωικές καταβολές, υπήρξαν (και εν πολλοίς εξακολουθούν να είναι)ένας τυπικά ανδροκρατούμενος χώρος. Από τις κλασικές σελίδες του πέρασαν μερικοί από τους σημαντικότερους σχεδιαστές κόμικς. Μάλιστα, όσο προχωρά η σειρά, τόσο πιο Sandman γίνεται και το σχέδιο, ενώ όλα αυτά τα διαφορετικά χέρια, όχι απλώς δεν ξενίζουν τον μαγεμένο αναγνώστη, αλλά του ανοίγουν περισσότερο την όρεξη — και διευρύνουν τους εικαστικούς του ορίζοντες. Σάμπως τα όνειρά μας μοιάζουν μεταξύ τους; Συνολικά από τον Ιανουάριο του 1989 (όπως αναγράφεται στο εξώφυλλο, αν και το τεύχος κυκλοφόρησε στις 29 Νοεμβρίου του 1988) μέχρι τον Μάρτιο του 1996 κυκλοφόρησαν 75 τεύχη της σειράς (DC/Vertigo). Το 1999 κυκλοφόρησε η μίνι σειρά «The Sandman: The Dream Hunters», με 4 επιπλέον τεύχη, ενώ από τον Οκτώβριο του 2013 μέχρι τον Νοέμβριο του 2015 κυκλοφόρησαν τα 6 τεύχη τής επίσης μίνι σειράς «The Sandman: Overture». Έχουν κυκλοφορήσει και διάφορα spin-off: κάθε Αιώνιος θα δει τη δική του ιστορία να ζωντανεύει — με πρώτο τον Θάνατο στο «Τίμημα της Ζωής» (στα ελληνικά, επίσης από τις Εκδόσεις Anubis). Ο 1ος συγκεντρωτικός τόμος του «Sandman» που κρατάμε στα χέρια μας, με τίτλο «Πρελούδια και Νυχτωδίες», συγκεντρώνει τα τεύχη #1-#8 της σειράς και εισάγει τους αναγνώστες στον σκοτεινό και μαγευτικό κόσμο των ονείρων και των εφιαλτών: στη χώρα του Μορφέα, του Βασιλιά των Ονείρων, και της οικογένειάς του, των Αιώνιων. Ο 2ος τόμος, που επίσης κυκλοφορεί, με τίτλο «Το Κουκλόσπιτο», περιλαμβάνει τα τεύχη #9-#16 της σειράς και ακολουθεί μια νεαρή κοπέλα, τη Ρόουζ Γουόκερ, καθώς ανακαλύπτει το εκπληκτικό μυστικό της ταυτότητάς της — συνοδοιπόρος στο ταξίδι της είναι βέβαια ο Βασιλιάς των Ονείρων, για τον οποίο η ύπαρξή της αποτελεί ταυτόχρονα ένα σαγηνευτικό μυστήριο αλλά και μια τεράστια απειλή. Η ελληνική αυτή έκδοση από τη σειρά των Graphic Novels που διατηρούν οι Εκδόσεις Anubis, οριστική και καλά επιμελημένη από κάθε άποψη, είναι εξαίσια. Μια εκρηκτική απόλαυση, ένα όνειρο που βλέπουμε εν εγρηγόρσει, ένα μελαγχολικό έπος των καιρών μας, φρέσκο και επαναστατικό, πάντα έτοιμο να σαγηνεύσει και να γεμίσει το κεφάλι και την καρδιά μας με μαγεία. Παραδοθείτε στη μαγεία του, είναι βάλσαμο. «The Sandman». Σενάριο: Neil Gaiman. Εικονογράφηση εξωφύλλων: Dave McKean. Εικονογράφηση 1ου τόμου: Sam Kieth, Mike Dringenberg, Malcolm JonesIII. Εικονογράφηση 2ου τόμου: Mike Dringenberg, Malcolm Jones III, Chris Bachalo, Michael Zulli, Steve Parkhouse. Μετάφραση: Ηλίας Τσιάρας. Διαστάσεις: 17 x 26 εκ. Σελίδες: 240 + 232, Τιμή: 27,70 € + 29,40 € Πηγή
  11. Ο άρχοντας των ονείρων Γιάννης Κουκουλάς Οι δύο πρώτοι τόμοι του πολυβραβευμένου Sandman κυκλοφόρησαν στα ελληνικά. Ονειρα, εφιάλτες και θάνατος γίνονται ένα στην ελεγειακή dark fantasy του Neil Gaiman. Τέτοιες μέρες πριν από ακριβώς 26 χρόνια κυκλοφόρησε το 75ο και τελευταίο τεύχος του Sandman του Neil Gaiman, ενός από τους σημαντικότερους και επιδραστικότερους σύγχρονους σεναριογράφους κόμικς. Η σειρά είχε ξεκινήσει το 1989 και ακόμα θεωρείται αξεπέραστη στο είδος της. Ο Άγγλος συγγραφέας καθ’ όλα τα χρόνια της κυκλοφορίας της είχε την τύχη να συνεργαστεί με μια πλειάδα καλλιτεχνών (Sam Kieth, Mike Dringenberg, Malcolm Jones, Chris Bachalo, Michale Zulli, Steve Parkhouse κ.ά.) που έδωσαν σχήμα και μορφή στα σκοτεινά του σενάρια αλλά και με τον φίλο του, κορυφαίο σχεδιαστή Dave McKean, που φιλοτέχνησε με το ιδιαίτερο στιλ του και τα 75 εξώφυλλα των τευχών, τα περισσότερα σαν κολάζ αποτελούμενα από τα υλικά από τα οποία «είναι φτιαγμένα τα όνειρα». Είχε όμως και την πλήρη ελευθερία από την DC για να υλοποιήσει το όραμά του όπως ακριβώς το ήθελε, να δημιουργήσει ένα αφηγηματικό πλαίσιο πολυεπίπεδο, μακάβριο, γεμάτο αναφορές στη λογοτεχνία, την ιστορία και τη μυθολογία, την τέχνη, τα κόμικς. Και διάσπαρτο από εγκιβωτισμένες αφηγήσεις, διακειμενικές και διεικονικές συσχετίσεις, ιστορίες μέσα στις ιστορίες και σχέδια μέσα στα σχέδια. Από το 1993, μάλιστα, η κυκλοφορία του Sandman εντάχθηκε στην Vertigo, θυγατρική εταιρεία της DC, η οποία εξέδιδε τίτλους που απευθύνονταν σε μεγαλύτερες ηλικίες με την επισήμανση «Για ώριμους αναγνώστες». Τα πρώτα τεύχη του Sandman είχαν μεταφραστεί και κυκλοφορήσει στην Ελλάδα στα τέλη της δεκαετίας του 1990 από τις εκδόσεις Modern Times, αλλά η σειρά διακόπηκε χωρίς να ολοκληρωθεί. Το πρόβλημα «διορθώνει» η πρωτοβουλία της Anubis (μετάφραση: Ηλίας Τσιάρας) να κυκλοφορήσει ολόκληρη τη σειρά, όχι όμως με τη μορφή μεμονωμένων τευχών αλλά με τη μορφή πολυσέλιδων πολυτελών τόμων που συγκεντρώνουν ο καθένας μια ξεχωριστή ενότητα ιστοριών, τα πρωτότυπα εξώφυλλα, καθώς και κείμενα των συντελεστών της σειράς και προσωπικοτήτων του χώρου των κόμικς. Ο πρώτος τόμος με τίτλο «Πρελούδια και Νυχτωδίες» (Preludes & Nocturnes) περιλαμβάνει τα οκτώ πρώτα τεύχη της σειράς ενώ ο δεύτερος με τίτλο «Το Κουκλόσπιτο» (The Doll's House) τα οκτώ επόμενα. Κεντρικό ρόλο στη σειρά έχει ένας λιγομίλητος, σκυθρωπός, μαυροφορεμένος και αινιγματικός χαρακτήρας με χλομό πρόσωπο, ο Μορφέας, ο Αρχοντας των Ονείρων. Δεν είναι όμως ο πρωταγωνιστής αλλά ο θλιμμένος παρατηρητής των αποφάσεων των ανθρώπων, αυτός που περιπλανιέται αιώνια και απορεί με τη βία, τη ματαιοδοξία, τις προκαταλήψεις, τις προβλέψιμες αλλά μη αναστρέψιμες πράξεις τους. Ο Μορφέας ή αλλιώς γνωστός ως Ονειρο (Dream) είναι ο ένας από τους επτά αιώνιους (Endless), τις ανθρωπομορφικά αποδοσμένες οντότητες που ρυθμίζουν τα των ανθρώπων, όταν δεν αδιαφορούν παντελώς για τη ζωή στη Γη. Οι άλλοι έξι είναι οι Destiny, Death, Desire, Despair, Delirium και Destruction, μια παράξενη «οικογένεια» που οι φιλοδοξίες, οι διαθέσεις, τα παιχνίδια, τα πάθη και τα λάθη των μελών της συχνά έχουν ολέθριες συνέπειες στις ζωές των θνητών. Χωρίς σταθερούς πρωταγωνιστές παρά μόνο τις σποραδικές εμφανίσεις των Αιωνίων και άλλων προσώπων από το σύμπαν της DC, οι ιστορίες του Gaiman είναι άλλοτε σαρκαστικές και τραγικές, άλλοτε πνιγμένες σε μαύρο χιούμορ, άλλοτε τρομακτικές και ανατριχιαστικές, πάντα όμως συναρπαστικές. Από τα πρώτα τεύχη της στις αρχές της δεκαετίας του 1990 δημιούργησε αίσθηση με το μεταμυθοπλαστικό της περιεχόμενο, με το επινοημένο μυθολογικό της σύμπαν που εισβάλλει στην πραγματική ζωή. Η επιτυχία της ήταν εξαρχής μεγάλη, οι κριτικοί την αποθέωσαν, ενώ οι βραβεύσεις διαδέχονταν η μια την άλλη (σε διάφορες κατηγορίες το Sandman έχει κερδίσει 26 βραβεία Eisner, αλλά και βραβείο σεναρίου στην Ανγκουλέμ, καθώς και δύο βραβεία Hugo). Προλογίζοντας το «Πρελούδια και Νυχτωδίες» η επιμελήτρια της σειράς καθώς και ιδρύτρια της Vertigo μεταξύ άλλων αναφέρει: «Ο πρώτος τόμος της σειράς Sandman είναι ένα έργο στο στάδιο της εξέλιξης –είναι η προσπάθεια ενός ταλαντούχου δημιουργού που τελικά ακόνισε και τελειοποίησε τις ικανότητές του και σταδιακά υλοποίησε την αρχική του ιδέα– μια σειρά σχετική με τα όνειρα: προσωπική, σκοτεινή και σουρεαλιστική, που την εξέλιξε με τρόπους που έδωσαν μορφή σε ορισμένες από τις πλέον χαρακτηριστικές και αξέχαστες ιστορίες [...] Όπως και στις προηγούμενες ιστορικές σειρές –The Dark Knight Returns, Watchmen και V for Vendetta– έτσι και η απήχηση του Sandman ξεπερνά τα στενά όρια της παραδοσιακής αγοράς των κόμικς. Και υπάρχει λογική εξήγηση γι’ αυτό. Ο Neil Gaiman λατρεύει να αφηγείται ιστορίες και οι ιστορίες που γράφει είναι διαχρονικές, αξιομνημόνευτες και παγκόσμιες. Η δουλειά του στο Sandman αρέσει σε ανθρώπους με εντελώς διαφορετικές καταβολές, προσκαλώντας ένα συνονθύλευμα αναγνωστών που συνήθως δεν μοιράζονται τα ίδια λογοτεχνικά γούστα. Το Sandman επίσης έχει ένα δυσανάλογα μεγάλο αριθμό γυναικών ανάμεσα στους αναγνώστες του, πιθανότατα μεγαλύτερο από τα περισσότερα τυπικά κόμικς. Για ένα μέσο που ακόμη θεωρείται ανδροκρατούμενο, αυτό και μόνο αποτελεί ένα σπουδαίο επίτευγμα». Στις ιστορίες του Gaiman, που συμπληρώνονται ιδανικά από τα σχέδια των συνεργατών του, συχνά κυριαρχεί η βία και η σκληρότητα, η μοίρα φαίνεται προδιαγεγραμμένη τόσο από την επαναλαμβανόμενη ανθρώπινη συμπεριφορά όσο και από τις βουλές των Αιωνίων. Άλλες φορές όμως οι ίδιες ιστορίες ξεχειλίζουν από τρυφερότητα και αγάπη, από την καλοσύνη και την καλή προαίρεση που κινούν και κινητοποιούν τον κόσμο. Πότε εξελίσσονται στην εποχή μας και πότε στο βαθύ παρελθόν, πότε στις μητροπόλεις των ΗΠΑ και πότε στα πέρατα της Γης. Κοινός παρονομαστής όμως είναι το όνειρο και ο θάνατος. Κοινά για όλους τους ανθρώπους. Όπως γράφει η Kelly Sue DeConnick στον πρόλογο του «Κουκλόσπιτου»: «Δεν γνωρίζουμε γιατί ονειρεύονται οι άνθρωποι. Η εξήγηση του φαινομένου αυτού μας διαφεύγει (μόλις συνειδητοποίησα πως η επιστήμη, μέχρι να κατανοηθεί, πολύ συχνά εξηγείται ως μαγεία). Παρ’ όλα αυτά, υπάρχουν θεωρίες και μία από αυτές προτείνει πως τα όνειρα είναι ο τρόπος με τον οποίο επεξεργαζόμαστε τις εμπειρίες μας. Αναμειγνύουμε εντυπώσεις και ιδέες για να καταλάβουμε και να ανακαλύψουμε τη σύνδεση, να εφεύρουμε. Αποκομμένο από τους νόμους της Φυσικής (και του γραμμικού χρόνου!) μέσα στο χάος των ονείρων το μυαλό μας βρίσκει την τάξη και έναν τρόπο να εξελιχθεί». Έτσι ακριβώς δομείται, διαβάζεται και βιώνεται το «Sandman». Δεν ερμηνεύεται απλά και μονοσήμαντα. Δεν είναι εύκολο. Ολες μαζί οι ιστορίες του, ωστόσο, αποτελούν μια σπάνια εμπειρία στην οποία ο αναγνώστης θέλει να επιστρέφει ξανά και ξανά. Το ίδιο δεν συμβαίνει άλλωστε και με τα όμορφα όνειρα; Δυστυχώς, όμως, και με τους εφιάλτες. Πηγή
  12. Στην μικρή πόλη Annvile στο νότιο Τέξας, ένα ακόμα ξεχασμένο σκατό στο οποίο δεν πέθανε ποτέ το πνεύμα του Αμερικανού Νότου με τις βαμβακοφυτείες και τα μαστίγια, ιερουργεί ο κήρυκας Jesse Custer. Μόνο που αυτή τη φορά, ένα βράδυ πριν την εβδομαδιαία κυριακάτικη λειτουργία, κάτι μέσα του σπάει. Καταλήγει να ντροπιάζει όλο του το ποίμνιο μέσα στο μπαρ και να καταλήγει στον δρόμο με σπασμένα μούτρα. Την επόμενη μέρα έχοντας πλέον παραδώσει τα όπλα, σέρνει την ντροπή του στην εκκλησία για να πει πράγματα που σταμάτησε καιρό να πιστεύει, αν τα πίστεψε και ποτέ. Εκείνη τη στιγμή κάτι τον χτυπάει σαν φορτηγό, μπαίνει μέσα του και εκρήγνυται, με την εκκλησία και τους 200+ παρευρισκόμενους να γίνονται φλαμπέ. Ο Custer πλέον είναι ξενιστής της Γενέσεως, ενός όντος παιδί δαίμονα και αγγέλου που κατέχει την απόλυτη δύναμη και χρειάζεται έναν άνθρωπο με ισχυρή θέληση να το καθοδηγήσει. Άγγελοι στέλνουν Αγίους με ματωμένο παρελθόν για να φέρουν το Gennesis πίσω, μυστικές θρησκευτικές οργανώσεις θέλουν τον Custer για όργανο σε σχέδια Αποκάλυψης, ο ίδιος ο Θεός εγκατέλειψε τον παράδεισο πιθανά από φόβο και ο Custer τελείως τυχαία, αποπροσανατολισμένος και με δυνάμεις που ακόμα δεν έχει ιδέα τι επεκτάσεις έχουν, συναντά στον δρόμο τον έρωτα της ζωής του μετά από χρόνια και έναν βρικόλακα. Ο ιεροκήρυκας πλέον έχει τον Λόγο, μπορεί δηλαδή να μιλήσει ως Θεός (ή και κάτι παραπάνω) και να αναγκάσει τους πάντες να κάνουν το θέλημά του. Καιρός να ξεκινήσει να βρει τον Θεό και να φέρει υπόλογο τον δημιουργό μπροστά στην δημιουργία του. Ο κακός χαμός με λίγα λόγια. Το πόνημα του Garth Ennis με οδηγό στο σχέδιο τον Steve Dillon ήταν ένα ακόμα από τα ορόσημα των κόμικ των '90s και ένας από τους τίτλους που έκαναν την vertigo θρύλο. Φαντάζομαι πως μέρος του infamy του οφείλεται σε διάφορες ριζοσπαστικές απόψεις περί θεού και θρησκείας οι οποίες αν και αρκετά δομημένες -στο πλαίσιο πάντα ενός supernatural κόμικ- σίγουρα θα στράβωσαν πολλά στόματα πριν 25 χρόνια. Έτρεξε για 66 τεύχη συν κάτι ψιλά σε spin-off και origins στην εξαετία 1995-2000. Κλασικά έχουν βγει trades, hc, collected εκδόσεις ανάλογα με τις ορέξεις του καθενός και έχει γίνει και μια σειρά την οποία είχα ξεκινήσει όταν είχε βγει και είχα παρατήσει στα 4-5 επεισόδια - τώρα που το διάβασα, θα την παρατούσα από το 2ο. Το σχέδιο του Dillon αν και δεν έχει κάποια ιδιαίτερη αρτιστική αξία ούτε κάποιο φοβερά προσωπικό στιλ, είναι λειτουργικό και φροντίζει να γεμίζει τίμια την ιστορία. Βέβαια όταν ο Ezquerra κάνει ένα fill-in για ένα τεύχος, η διαφορά μου φάνηκε έντονα και δεν μπορούσα να μην αναρωτηθώ πόσο θα ανέβαινε αν την σχεδίαζε άλλος. Παρόλα αυτά κάποια μονοσέλιδα του Dillon (πιθανά γιατί και ο ίδιος ασχολούνταν παραπάνω) είναι πολύ δυνατά. Αν κάτι θα μου μείνει πολύ καιρό αφού το διαβάσω, είναι τα ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΑ εξώφυλλα του Glen Fabry, τα οποία θέλουν ένα thread από μόνα τους γιατί είναι όλα γάμησε τα, για κάδρα. Τώρα σαν ιστορία λέει αρκετά. Όπως έγραψα πριν, κύρια θεματική πέρα από το σφαξίδι, τις γκόμενες και τους τύπους με στραπατσαρισμένες μούρες (τον Arseface ήξερα ότι θα τον γουστάρω από παλιά που είχα πετύχει την φάτσα του σε ένα άρθρο που διάβασα για το συμβάν με τους Judas Priest που αποτέλεσε και έμπνευση για την δημιουργία του) είναι η οργανωμένη θρησκεία. Ο Ennis σκιαγραφεί έναν Θεό εγωκεντρικό που θέλει η ύπαρξη να τον αγαπάει παθολογικά, σε βαθμό που καταλήγει να την βλάπτει παρά να την ευλογεί, και θέλει να δει τον πλανήτη να υπάρχει σε ένα άθεο σύμπαν. Άθεο όχι με την έννοια του δεν υπάρχει Θεός αλλά με αυτήν του δεν υπάρχει πλέον Θεός. Σε μια κουβέντα εδώ, ειπώθηκε ότι η ιστορία πήρε την κατιούσα από τα μισά και μετά. Αν και σίγουρα δεν πάει τόσο τραίνο μετά το τεύχος 40 και χάνει το νεύρο της, δεν είναι πια ότι χάλασε και πολύ. Δεν είχε πολλά plot-lines οπότε τα μάζεψε σχετικά καλά με ένα φινάλε που ήταν καλούτσικο. Ήταν λίγο "εύκολο" αλλά σίγουρα όχι κακό. Γενικά είναι μια σειρά που θα μνημονεύω ως στάνταρ πρόταση σε όσους γουστάρουν supernatural και την θεωρώ καλή, σίγουρα όμως δεν θα μου μείνει στο μυαλό ως πια η σειράρα που άκουγα κατά καιρούς. Πιθανά να έχτισε τον μύθο της στο shock factor που λέμε στο άλλο θέμα, και αυτός με τα χρόνια να μειώθηκε επειδή και η σειρά μείωσε ταχύτητα (κατ'εμέ λογικό).
  13. To Sloth αποτελεί μια εξαιρετική σουρεαλιστική ιστορία από τον γνωστό συνδημιουργό του Love and Rockets, Gilbert Hernandez. Sloth(βραδύπους) είναι το παρατσούκλι του πρωταγωνιστή Miguel Serra και ταυτόχρονα το όνομα της μπάντας του. Ο νεαρός Miguel, ένας έφηβος βυθισμένος στην κατάθλιψη και την απόγνωση της καθημερινότητας, κατάφερε να ξεπεράσει τα προβλήματα που τον απασχολούσαν, εξαναγκάζοντας τον εαυτό του να πέσει σε κόμα. Ένα χρόνο αργότερα και χωρίς καμία ιατρική εξήγηση, καταφέρνει να ξυπνήσει και να έρθει και πάλι στην ενεργητική ζωή. Αυτό που παρακολουθούμε στη συνέχεια, είναι οι αλλαγές που επέφερε η μονοετής "απουσία" του, αναφορικά με τις κοινωνικές σχέσεις του, την κοπέλα του, την μπάντα του αλλά και τον ίδιο του τον εαυτό... Παράλληλα, ο Miguel βασανίζεται από περιέργα-συμβολικά όνειρα, ενώ σταδιακά ξετυλίγεται το μυστήριο και η προιστορία της οικογένειας του. Η γραμμή της αφήγησης είναι αρκετά περίπλοκη και δε μου επιτρέπει να μπω σε περαιτέρω λεπτομέρειες, καθώς ενδέχεται να αποκαλύψω πράγματα που θα καταστρέψουν την εξέλιξης της ιστορίας. Παρότι η ιστορία αρχικά θυμίζει οικογενειακό-κοινωνικό δράμα, η εξέλιξη των πραγμάτων θα σας αφήσει άφωνους. Πρόκειται για μια άκρως ενδιαφέρουσα ιστορία που περιλαμβάνει υπερφυσικές καταστάσεις, ονειρική λογική και πολλά άλλα. Εαν θα μπορούσα να το χαρακτηρίσω με μία φράση, θα το ονόμαζα θρίλερ ταυτότητας. Ο Hernandez συχνά ονομάζεται ο David Lynch των κόμικς, κάτι που κατά τη γνώμη μου τον αδικεί, υπό την έννοια οτι ο σουρεαλισμός που κάνει είναι εντελώς διαφορετικός από αυτον του Lynch. Όπως και στον κινηματογράφο, τα είδη του σουρεαλισμού ποικίλλουν και προφανώς ο Lynch δεν τον εφηύρε:) Ο σουρεαλισμός του Gilbert, παρότι αφορμάται από την καθημερινή συνθήκη και το τετριμμένο και το κιτς, αναπτύσσεται σε επίπεδα σεξουαλικότητας, ηθογραφίας και ταυτότητας φύλου. Πρόκειται για μία πολλή ωραία ιστορία, ιδιαίτερα καλοσχεδιασμένη με το απλό και λιτό ύφος του Hernandez που θα προκαλέσει τον αναγνώστη να ξαναδιαβάσει το κόμικ αμέσως μόλις το τελιώσει. Το προτείνω ανεπιφύλακτα σε όποιον αναζητά κάτι διαφορετικό και προκλητικό. ΥΓ: Οι διαστάσεις είναι 17.78 x 1.27 x 23.5 cm σε μαλακό εξώφυλλο και ασπρόμαυρο εκτός του εξωφύλλου. ΥΓ2: Όλες οι εικόνες είναι από το διαδίκτυο.
  14. Τα genre crossover κόμικς είναι πάντα hit or miss στο μυαλό μου, μιας και εύκολα μπορούν να καταλήξουν μεγάλες φόλες αν ο δημιουργός δεν κάνει σωστή επιλογή ειδών προσπαθώντας να πιάσει διαφορετικούς αναγνώστες ταυτόχρονα. Το Scalped των Jason Aaron (σενάριο) και R.M. Guera (σχέδιο) είναι μια από αυτές τις περιπτώσεις που καταφέρνουν να ξεπεράσουν τον σκόπελο και να βγάλουν ένα πολύ ενδιαφέρον υβρίδιο, στην προκειμένη Ινδιάνους και οργανωμένο έγκλημα. Βγήκε από την Image των '00s και εκδοτική της καρδιάς πολλών παλιών αναγνωστών, την Vertigo. Έτρεξε για 60 τεύχη, γλιτώνοντας οριακά την αναμενόμενη κοιλία, στο διάστημα Μάρτιος 2007 με Αύγουστος 2012. Η ιστορία αντλεί το ινδιάνικο κομμάτι της από την φυλή των Oglala Lakota, μια από τις εφτά "υποφυλές" των Lakota. Κέντρο είναι το fictional reservation Prairie Rose στην Νότια Ντακότα και η ιστορία εξελίσσεται σε δύο χρόνους και δύο γενιές - από την μία έχουμε το παρόν και τον Dashiell Bad Horse, έναν κακότροπο Ινδιάνο που στα ~30 του επιστρέφει στην πόλη μετά από 15 χρόνια απουσίας και από την άλλη έχουμε μια ομάδα σκληροπυρηνικών Ινδιάνων που στα μέσα των 70s ήταν υπεύθυνοι για ληστείες, επιθέσεις σε λευκούς και τον φόνο δύο πρακτόρων του FBI. Ο συνδετικός κρίκος; Η μάνα του Dashiell άνηκε στην εν λόγω ομάδα. Γυρνάει λοιπόν το απολωλός πρόβατο στον καταυλισμό για να αντικρίσει το Lincoln Red Crow, έτερο μέλος των αναρχοϊνδιάνων στα νιάτα του, να είναι πρόεδρος της φυλής, σερίφης, σύντομα ιδιοκτήτης του πρώτου καζίνο ινδιάνικων συμφερόντων και ταυτόχρονα πίσω από κάθε εγκληματική ενέργεια στον καταυλισμό και γύρω από αυτόν - εμπόριο λευκής σαρκός, όπλα αλλά κυρίως ναρκωτικά. Η πλοκή μπλέκει σαν σβολιασμένη μπεσαμέλ όταν στο πρώτο τεύχος μαθαίνουμε ότι ο αλητάκος Dashiell που γυρνά με την ουρά στα σκέλια, είναι στην πραγματικότητα μυστικός του FBI που στάλθηκε εκεί για να ξεσκεπάσει τον Lincoln και να στοιχειοθετήσει υπόθεση εναντίον του. Την σκακιέρα των shady χαρακτήρων συμπληρώνει ο Baylis Earl Nitz, ένας σκατόψυχος βετεράνος πράκτορας του FBI που στέλνει τον Dashiell εκεί (τον έβγαλε από την φυλακή με την προϋπόθεση να γίνει μυστικός και να γυρίσει στην φυλή του) και του τα έχει φυλαγμένα του Lincoln από παλιά γιατί πιστεύει ότι αυτός τράβηξε την σκανδάλη στους ομοσπονδιακούς που έτυχε να είναι και φίλοι του. Ο κακός χαμός γενικότερα. Παίζουν ερωτικά τρίγωνα, παίζει μυστικισμός/σαμανισμός, παίζει σεξ, παίζουν πολλά ναρκωτικά και ακόμα περισσότερη βία. Ο Άρον δεν σκαλώνει σε τίποτα, τα δείχνει όπως τα σκέφτεται και όπως πιθανά να ήταν και στην πραγματικότητα ως ένα σημείο - οι Ινδιάνοι αποξενωμένοι από το σύστημα, μαντρωμένοι σε ξερότοπους μπας και κάποια στιγμή πεθάνουν και εξαφανιστεί το κακό σπυρί από την πλάτη του great american nation. Μόνο που αυτοί επιβιώνουν με νύχια και με δόντια, είτε αυτό γίνεται λερώνοντας τα χέρια τους είτε μένοντας εμμονικά πιστοί στην κουλτούρα τους για να πάρουν δύναμη. Οι χαρακτήρες είναι αξιοπρεπέστατα σκιαγραφημένοι, ρεαλιστικά βρώμικοι και με ανθρώπινα πάθη όπως προστάζουν οι επιταγές της ιστορίας που θέλουν οι δημιουργοί να πουν. Δεν λείπουν οι σεναριακές ευκολίες όπως παντού και κάποια λογικά πηδήματα όταν πάει να σκαλώσει η πλοκή, αλλά δεν ενοχλούν. Το σχέδιο είναι πιο vertigo πεθαίνεις. Βρώμικο και ατμοσφαιρικό, μερικές φορές σχεδόν το μυρίζεις - την εξαθλίωση, την σκουπιδίλα, τα κατεστραμμένα όνειρα ανθρώπων ενός κράτους που αργοπεθαίνει. Χρώματα κυρίως μπουκωμένα και βουβά, πολύ γκρι, πολύ μαύρο, λίγο κόκκινο εκεί που χρειάζεται. Αν και οριακά, μεταξύ των δύο το σχέδιο τερματίζει πρώτο ποιοτικά. Γενικά είναι ένας πολύ δυνατός τίτλος που χαίρομαι που τον διάβασα, αν και ειλικρινά μετά από 2 μήνες δυσκολεύομαι να θυμηθώ πως τελειώνει ακριβώς, τουλάχιστον το κάθε plotline. Η κεντρική ιστορία σου μένει και αφήνει μια επίγευση που σε στέλνει στο ίντερνετ για περαιτέρω ψάξιμο. Και κάπου εδώ να κλείσουμε με το trivia πως ο Άρον εμπνεύστηκε μέρος της πλοκής από την πραγματική ιστορία του Leonard Peltier, ενός Αμερικάνου ιθαγενούς ακτιβιστή που κατηγορήθηκε και δικάστηκε για τον φόνο δύο πρακτόρων του FBI σε ένα πιστολίδι το 1975. Υ.Γ. Πολλά εξώφυλλα είναι εξαιρετικά, όπως επίσης εξαιρετική είναι και η deluxe πεντάτομη έκδοση που είχε βγάλει η Vertigo.
  15. Το Sweet Tooth ήταν η δεύτερη δουλειά του Jeff Lemire για την Vertigo και ανήκει στην πρώτη φουρνιά creator-owned κόμικς του, τα οποία έγραψε και σχεδίασε ο ίδιος. Ολοκληρώθηκε στα 40 τεύχη, που κυκλοφόρησαν από το 2009 έως το 2013 (συλλέχθηκαν σε 6 trade και πιο μετά σε 3 deluxe). Σύμφωνα με τον Lemire, προέκυψε από την επιθυμία του να διηγηθεί μια περιπετειώδη, μετα-αποκαλυπτική ιστορία, με στοιχεία τρόμου και μυθολογίας. Έκανε εξαρχής καλή εντύπωση, όπως αποδεικνύουν οι υποψηφιότητες για Eisner και Harvey Award for Best New Series (και τα δύο πήγαν στο Chew ). Ο μικρός Gus, με κέρατα και άλλα ελαφίσια χαρακτηριστικά, ζει σε ένα ξύλινο σπίτι στα δάση της Nebaska. Ο πατέρας του είναι ο μοναδικός άνθρωπος που έχει ποτέ γνωρίσει και απ' αυτόν έχει μάθει τα πάντα για τον κόσμο τους: πώς ο Θεός αποφάσισε να ρίξει μια φονική ασθένεια στην ανθρωπότητα και να χαρίσει στα παιδιά ουρές, τρίχωμα ή κέρατα. Τον έχει προειδοποιήσει πολλάκις ότι δεν πρέπει ποτέ, μα ποτέ, να βγει από τα δέντρα, γιατί πέρα απ' αυτά υψώνονται φωτιές και ελλοχεύουν μύρια κακά. Τελικά, η θεόσταλτη αρρώστια παίρνει και τον ίδιο και ο Gus μένει μόνος του. Πριν περάσει καιρός, γνωρίζει τον Μεγάλο Άντρα, τον οποίο έβλεπε συχνά στα όνειρά του. Θα τον εμπιστευτεί και θα αφεθεί να τον οδηγήσει σε ένα καταφύγιο, όπου υπάρχουν κι άλλα παιδιά-υβρίδια σαν αυτόν... Αρχικά, η ιστορία παρέχει ελάχιστα στοιχεία στον αναγνώστη για το «πώς», εξάπτοντας έτσι την φαντασία του. Όσο προχωράει η πλοκή, δένεσαι με τους χαρακτήρες, γιατί ακόμη και μέσα από τις άτεχνες γραμμές του Lemire, νιώθεις τον πόνο και την αγωνία τους. Η εξήγηση που δίνεται, λίγο πριν το τέλος, για την προέλευση της ασθένειας και τη σύνδεσή της με τα υβρίδια, κακοφάνηκε σε αρκετούς αναγνώστες, μεταξύ των οποίων κι εγώ. Ωστόσο το δυνατό φινάλε προσθέτει μερικά ακόμη κομμάτια στο παζλ, δημιουργώντας τελικά μια πολύ όμορφη, συγκινητική ιστορία. Ο Lemire έχει πει ότι αυτό που τον ενδιέφερε κατά βάση είναι να γράψει μια ιστορία που θα χρησιμεύσει ως το όχημα για αυτά που θέλει να πει. Κι αυτά που θέλει να πει, έχουν ενδιαφέρον. Το Sweet Tooth είναι ένα προσωπικό κόμικ. Τα χιονισμένα τοπία και το χόκεϊ (ως γνήσιος Καναδός, ο Lemire λατρεύει το άθλημα) φαίνεται πως είναι χαραγμένα στον ψυχισμό του Lemire, ειδικά αν αναλογιστεί κανείς πόσο μεγάλο ρόλο παίζουν στο Essex County. Κυρίως, όμως, ο Lemire προβάλλει τους προβληματισμούς του για τη σχέση του ανθρώπου με τη φύση, την ευθύνη του επιστήμονα και τη θρησκεία. Ο ίδιος μεγάλωσε σε μια καθολική οικογένεια κι ενώ δεν είναι θρήσκος, δηλώνει «ότι αυτό δε σημαίνει ότι δεν είμαι πνευματικό άτομο». Σύμφωνα με τα λεγόμενά του, προσπάθησε να αναδείξει τον σεβασμό προς τη φύση ως έναν πόλο συσπείρωσης των ανθρώπων διαφορετικών δογμάτων. Για να περάσω, τώρα, σε «τεχνικά» θέματα, η πλοκή είναι γραμμένη με τέτοιο τρόπο ώστε προσφέρεται για πολλαπλές αναγνώσεις. Ο Lemire κάνει ξανά το θαύμα του στο κομμάτι της αφήγησης. Το κόμικ διαβάζεται νεράκι, ακόμη κι αν σταματάς κάθε τόσο να θαυμάσεις τον τρόπο με τον οποίο κατακερματίζει τη σελίδα και στήνει τα καρέ του. Όπως έχει κάνει και σε πολλά άλλα κόμικς του, διαφοροποιεί το σχέδιο στα flashback και στα όνειρα. Εδώ, «αναθέτει» τις διάσπαρτες παρελθοντικές σεκάνς στους Matt Kindt, Nate Powell, Emi Lenox και Nathan Powell, ενώ ο ίδιος αλλάζει το σχέδιό του στα όνειρα-οράματα που βλέπει ο Gus. Αξιοσημείωτα είναι επίσης πολλά από τα εξώφυλλα των τευχών, τα περισσότερα εκ των οποίων φιλοτέχνησε ο Lemire μαζί με τον José Villarrubia, βασικό του κολορίστα (και imho έναν από τους καλύτερους κολορίστες αυτή τη στιγμή). Παρότι ο Lemire είχε ήδη προσελκύσει το ενδιαφέρον του κοινού με το Essex County, θεωρώ ότι το Sweet Tooth ήταν το σημείο καμπής στην πορεία του, υπό την έννοια ότι του άνοιξε τις πόρτες των υπερηρωικών εκδόσεων. Απέδειξε ότι μπορεί να ταιριάξει το φανταστικό με το καθημερινό, ενώ παράλληλα έπεισε πολύ κόσμο ότι οι πειραματισμοί με τα καρέ και την αφήγηση έχουν θέση σε μια ιστορία δράσης ή επιστημονικής φαντασίας και κατ' επέκταση στο υπερηρωικό είδος. Εξ ου και το αποκλειστικό συμβόλαιο που του προσέφερε η DC to 2010, προτού δηλαδή τελειώσει το Sweet Tooth. Δε συνηθίζω τόσα πολλά λόγια στις παρουσιάσεις μου, αλλά ήθελα να «φροντίσω» ιδιαίτερα ένα τόσο καλό κόμικ ενός τόσο αγαπημένου μου δημιουργού. Για όσους το διαβάσετε, έχετε στο νου ότι το Sweet Tooth απευθύνεται κυρίως στο συναίσθημα και λιγότερο στη λογική.
  16. Daytripper: Fábio Moon, Gabriel Bá και ένα σούπερ graphic novel Γιάννης X. Παπαδόπουλος Daytripper: Τα δίδυμα αδέλφια Fábio Moon και Gabriel Bá, οι Βραζιλιάνοι δημιουργοί του πολυβραβευμένου graphic novel (εκδ. Οξύ), μιλούν στην Athens Voice. Ο Μπρας ντε Όλιβα Ντομίνγκος είναι ένας νεαρός Βραζιλιάνος που εργάζεται ως δημοσιογράφος σε εφημερίδα. Δουλειά του στην εφημερίδα είναι να γράφει νεκρολογίες και σύντομα κείμενα - «περιλήψεις» της ζωής όσων έχουν πεθάνει. Βγάζει εν ολίγοις τα προς το ζην γράφοντας για τον θάνατο. Γιος πασίγνωστου συγγραφέα, έχει και ο ίδιος όνειρο να γίνει μια μέρα συγγραφέας και να διηγείται ιστορίες για τη ζωή. Όπως του λέει, βέβαια, ο φίλος του ο Χόρχε, και ο θάνατος μέρος της ζωής είναι. Ο Μπρας είναι ο κεντρικός ήρωας του πολυβραβευμένου graphic novel «Daytripper» δημιούργημα δύο δίδυμων αδελφών από τη Βραζιλία, του Fabio Moon και του Gabriel Ba. Το εν λόγω έργο κυκλοφόρησε ως μηνιαίο κόμικς το 2010 στη Βραζιλία, κατόπιν ως ενιαίο βιβλίο την επόμενη χρονιά στις ΗΠΑ, για να υμνηθεί δεόντως από την κριτική και το αναγνωστικό κοινό και να αποσπάσει την πιο ζηλευτή διάκριση της βιομηχανίας των κόμικς, το βραβείο Eisner στην κατηγορία «Καλύτερη σύντομη σειρά». Οι δύο συνδημιουργοί και δίδυμα αδέλφια, έχοντας αποσπάσει πληθώρα βραβείων και σημαντικών διακρίσεων και έχοντας καθιερωθεί ως δύο πολύ σημαντικοί κομίστες του 21ου αιώνα, δέχτηκαν να συνομιλήσουν με την Athens Voice επ’ αφορμής της ελληνικής έκδοσης του κόμικς τους, τον περασμένο Ιούνιο, από τις εκδόσεις Οξύ, σε μετάφραση Σάββα Αργυρού. «Επιθυμούσαμε ο κεντρικός χαρακτήρας της ιστορίας μας να είναι ένας συγγραφέας-δημοσιογράφος, καθώς οι δημοσιογράφοι και γενικότερα οι άνθρωποι της γραφής είναι αυτοί που θέτουν ερωτήματα. Εμείς ξέραμε πως θέλουμε να τίθενται αυτά τα ερωτήματα στον αναγνώστη καθόσον η ιστορία ξετυλίγεται, οπότε δημιουργήσαμε τον Μπρας, ο οποίος θα κυνηγούσε τα θέματα που μας ενδιαφέρουν και θα ρωτούσε τις “μεγάλες” ερωτήσεις. Οι νεκρολογίες με τις οποίες είναι επιφορτισμένος δουλεύοντας στην εφημερίδα, ήταν μια μεταφορά για την ιστορία – μια ιστορία για τη ζωή, όταν την αντικρίζεις μέσω του θανάτου». Το «Daytripper», ένα συναρπαστικό μα συγχρόνως λυρικό και εξόχως εικονογραφημένο κόμικς (μια μίξη ρεαλιστικής και καρτουνίστικης γραμμής της αμερικανικής σχολής), είναι ένα αφήγημα κεντρικό θέμα του οποίου είναι ο θάνατος. Αναφορικά με το από πού αντλούν έμπνευση, οι δύο δημιουργοί επισημαίνουν στην A.V. πως το οτιδήποτε μπορεί να αποτελέσει έμπνευση. Κάτι που βίωσαν οι ίδιοι, κάποιο φιλικό τους πρόσωπο, κάτι που διάβασαν ή άκουσαν. Εν προκειμένω τους ενδιαφέρει να βρουν μια ενδιαφέρουσα ιδέα που να μην έχει αναπτυχθεί σε μορφή κόμικς ξανά, μια ιστορία που να μην έχει ειπωθεί με αυτόν τον τρόπο. Σε ερώτησή μας αναφορικά με τους λόγους που επέλεξαν να αφηγηθούν μια ιστορία για τον θάνατο, απαντούν κυνικά και αφοπλιστικά: «Όλοι πεθαίνουμε». Η αφήγηση του κόμικς εξελίσσεται σπονδυλωτά και χωρίζεται σε δέκα κεφάλαια. Κάθε κεφάλαιο αφηγείται μια διαφορετική ηλικία της ζωής του Μπρας, με την εξής πρωτοτυπία (και μικρό σπόιλερ για την πλοκή): στο τέλος κάθε κεφαλαίου ο Μπρας πεθαίνει, στην ηλικία που τον βλέπουμε – πρώτα στα 32, κατόπιν στα 21, στην πορεία στα 11, στα 76 και πάει λέγοντας. Κάθε κεφάλαιο λοιπόν τελειώνει με τη νεκρολογία του Μπρας, αλλά, βάζοντας στη σειρά τα κεφάλαια της ακανόνιστης αφηγηματικά ζωής του, διαπιστώνεις πως όσα αφηγούνται έχουν όντως συμβεί, καθώς χαρακτήρες και γεγονότα συνδέονται μέσα στα διαφορετικά κεφάλαια. Στην ουσία του, το «Daytripper» με τους πολλούς και διαφορετικούς θανάτους του ίδιου ανθρώπου είναι μια ωδή στη ζωή και στα πράγματα με τα οποία είναι γεμάτη: ομορφιά, περιπέτεια, μυστήριο, μαγεία. Θαύματα συμβαίνουν καθημερινά, μα η αδυναμία όλων είναι πως ένα τυχαίο γεγονός μπορεί να στοιχίσει την ύπαρξή μας, κι αυτό είναι που κάνει τόσο σημαντικά όλα τα παραπάνω. «Μια μέρα (πρέπει να ήταν το 2000 ή το 2002) έκανα ντους στο διαμέρισμά μου στο Σάο Πάολο. Κοιτώντας έξω από το παράθυρο του ντους είδα μια φαβέλα και αναρωτήθηκα τι θα γινόταν αν μια αδέσποτη σφαίρα πέρναγε από το τζάμι του παραθύρου και με σκότωνε στη στιγμή. Τι θα σήμαινε η –ως τότε– ύπαρξή μου; Τι θα σήμαινε ο θάνατός μου; Συνειδητοποίησα –και ήταν μια σοκαριστική συνειδητοποίηση– πως μπορούμε να πεθάνουμε μέσα σε μια στιγμή. Έτσι άρχισα να σκέφτομαι τη ζωή αυτού του τύπου, του Μπρας, που πεθαίνει ξανά και ξανά», μας λέει ο Fabio, ένας εκ των δημιουργών. Αυτή η συνειδητοποίηση της θνητότητάς μας ήταν κρίσιμη για την έμπνευση και εξέλιξη της ιδέας του «Daytripper». Που, όπως μας λένε οι δύο δημιουργοί, κατέστη ακόμα πιο έντονη με τη συνθήκη της πανδημίας της COVID-19, όταν όλοι συνειδητοποιήσαμε με σκληρό τρόπο τη φθαρτότητά μας και επανιεραρχήσαμε προτεραιότητες και ανάγκες για να δώσουμε, στο τέλος, σημασία στα όντως σημαντικά πράγματα της ζωής. Το κόμικ αυτό, συμπληρώνουν, δεν θα υπήρχε, αν δεν ήταν δίδυμα αδέλφια. Η αρμονία σεναρίου και εικονογράφησης, σε σημείο που είναι αδύνατο στον αναγνώστη να αντιληφθεί ποιος από τους δύο κρύβεται πίσω από ποιο κομμάτι του σεναρίου, από ποια σελίδα και ποιο κεφάλαιο, δεν θα μπορούσε να επιτευχθεί αν δεν ήταν δίδυμοι. Αναφορικά με τις δυσκολίες του να επεξεργάζονται και να δουλεύουν από κοινού το ίδιο πρότζεκτ δύο αδέλφια, μας λένε περιπαικτικά ότι πιο δύσκολο τους φαίνεται να δουλεύουν σε ξεχωριστά πράγματα. Το αφηγηματικό τρικ του «Daytripper» με τους πολλούς, διαφορετικούς και επαναλαμβανόμενους θανάτους του κεντρικού πρωταγωνιστή, μας θύμισε το αφηγηματικό τρικ του ΜακΓκρέγκορ στο μυθιστόρημα «Τόσοι και τόσοι τρόποι για να γίνει μια αρχή» (Άγρα 2008, μετάφραση: Αθηνά Δημητριάδου), αλλά από την ανάποδη. Και πραγματικά ως ολότητα το έργο αυτό δεν έχει να ζηλέψει τίποτα από ένα καλό λογοτέχνημα. Αναφορικά με την επιλογή του μέσου των κόμικς για την αφήγηση οι δίδυμοι συνδημιουργοί λένε στην A.V.: «Η ένωση λέξεων και εικόνων που συνεργάζονται για να πουν μια ιστορία κάνει τα κόμικς ένα πολύ ιδιαίτερο μέσο. Μπορείς να κάνεις πράγματα στα κόμικς που δεν μπορείς να κάνεις στις ταινίες και στα βιβλία. Και δεσμεύεσαι μόνο από τη φαντασία σου, ώστε να μπορείς να κάνεις την πιο συναρπαστική ιστορία μόνος σου, στο τραπέζι σχεδίασης ή στον υπολογιστή σου». Κλείνοντας τη συζήτηση, οι πολυβραβευμένοι Βραζιλιάνοι κομίστες μας εκμυστηρεύτηκαν πως ετοιμάζουν ένα νέο κόμικς που γράφουν και σχεδιάζουν από κοινού. Πηγή
  17. O Bras de Oliva Domingos , γιος διασημου συγγραφεα , αν και παντα ηθελε να γινει δημοσιογραφος και συγγραφεας η δουλεια του στην εφημεριδα ειναι να γραφει τους επικηδειους. Σημερα ειναι τα γενεθλια του . Ειναι ομως και η μεγαλη μερα του πατερα του καθως βραβευεται για την προσφορα του στη λογοτεχνια . Ο Bras ειναι απογοητευμενος καθως ηλπιζε οτι ο πατερας του θα ακυρωνε την εκδηλωση για να βρεθει στα γενεθλια του γιου του. Λαθος. Ο Bras de Oliva Domingos μολις αποφοιτησε και μαζι με τον καλυτερο του φιλο Jorge κανουν ταξιδι στο El Salvador οπου ο Bras θα γνωρισει την πρωτη του αγαπη , την Olinda μεσα σε μια βαρκα. Λαθος ξανα. Ο Bras de Oliva Domingos ζει μαζι με την Olinda 7 χρονια τωρα και ηρθε η ωρα να χωρισουν και να ξαναξεκινησει την ζωη του . Ενα χρονο μετα θα γνωρισει την γυναικα με την οποια θα παραμεινει στην υπολοιπη ζωη του. Λαθος παλι. Ο Bras de Oliva Domingos ειναι ετοιμος να γινει πατερας , οταν ο δικος του πατερας παθαινει καρδιακη προσβολη. Λαθος , λαθος , λαθος. Ο Bras de Oliva Domingos ειναι μικρο παιδι , ειναι μεσηλικας επιτυχημενος πια συγγραφεας , ειναι αυτος που θα αναζητησει τον φιλο του στην αλλη ακρη της Βραζιλιας , ειναι γερος και ετοιμοθανατος. Εξαιρετικο το κομικ που δημιουργησαν τα διδυμα αδερφια απο την Βραζιλια. Πραγματευεται το ποιες ειναι οι πιο σημαντικες στιγμες στην ζωη ενος ανθρωπου. Πολυ καλο slice of life που σιγουρα αξιζε την βραβευση του με Eisner Award για Best Limited Series . Διαβαζεται πολυ ευχαριστα , πολυ καλη η ροη των διαλογων . Επισης το σχεδιο , λιτο και καρτουνιστικο , μου θυμισε λιγο κατι απο Goran Parlov. Κυκλοφορει απο την Vertigo σε trade paperback και εχει 256 σελιδες. Μετα το τελος της ιστοριας υπαρχουν μερικες εξτρα σελιδες με καποια αρχικα σχεδια των πρωταγωνιστων. Ενα κομικ που εχει κατι να πει. Προτεινεται. kwtsoκλιμακα 9/10
  18. Πρόσφατα διάβασα μία σειρά της Vertigo από έναν αγαπημένο μου συγγραφέα, τον Brian K. Vaughan, που ονομάζεται Y : The Last Man. Το κόμικ αυτό κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το 2002 και μέχρι σήμερα θεωρείται ένα από τα καλύτερα post-apocalyptic κόμικς. Η πλοκή είναι πολύ ενδιαφέρουσα: Το 2002 ένας ιός ξαφνικά εξαπλώνεται σε όλο τον πλανήτη σκοτώνοντας όλα τα αρσενικά είδη: ανθρώπους, ζώα και γενικά όλους τους οργανισμούς που φέρουν το Υ χρωμόσωμα. Πλέον ο κόσμος έχει μειωθεί στο 50% και οι γυναίκες μένουν πίσω προσπαθώντας να αποτρέψουν τη πλήρη κατάρρευση του πλανήτη. Ωστόσο όμως, για έναν άγνωστο λόγο, ένας νεαρός ο οποίος είναι και πρωταγωνιστής της ιστορίας, Υorick Βrown, μαζί με την αρσενική του μαϊμού, Ampersand, κατάφεραν να επιβιώσουν. Ξαφνικά ο Yorick γίνεται ο πιο σημαντικός άνθρωπος στο κόσμο και αποτελεί ίσως το «κλειδί» για να λυθεί το μυστήριο σχετικά με την εξαφάνιση των ανδρών στη Γη. Ο Vaughan έχει κατασκευάσει μία εξαιρετική ιστορία, η οποία κυλάει πολύ γρήγορα, κυρίως επειδή ο Yorick είναι ένας αξιαγάπητος και αστείος χαρακτήρας, ο οποίος μάλιστα έχει στη πορεία τεράστιο character development. Επίσης, βρήκα ξεκαρδιστικές σε πολλές περιπτώσεις τις αναφορές του στην ευρύτερη pop κουλτούρα, αλλά και από τις διάφορες αναφορές σε προηγούμενες εμπειρίες της ζωής του. Να προσθέσω ότι πέρα από τον Yorick και την γλυκιά του μαϊμού,Ampersand, εμφανίζονται φυσικά και άλλοι κύριοι ή δευτερεύοντες χαρακτήρες, με πιο ξεχωριστές τη πράκτορα 355 και τη ιατρό Allisson Mann. Όσον αφορά τη 355, θα ήθελα να πω πώς είναι κατά τη γνώμη μου, μία από τις καλύτερες γυναικείες φιγούρες που έχω διαβάσει ποτέ σε κόμικ. Η 355 είναι έξυπνη, δυναμική και γενικά badass, η οποία αντιμετωπίζει όμως και τις δικές της δυσκολίες. Η τριάδα αυτή αποκτά μεγάλη χημεία κατά την εξέλιξη της αποστολής τους. Σκετσάκι της 355 - Pia Guerra Το σχέδιο της Pia Guerra είναι πολύ απλό, λιτό και όμορφο και ταιριάζει στην ατμόσφαιρα της πλοκής που αφηγείται ο Vaghaun. Τα χρώματα, επιπλέον, δεν είναι ούτε πολύ φωτεινά αλλά ούτε και σκοτεινά. Υπάρχει γενικά μία «ισορροπία», η οποία συμβάλλει στο να κάνει το σχέδιο πιο «εύκολο» στο μάτι κατά την ανάγνωση. Θα το πω απλά: το κόμικ είναι ξεχωριστό και θεωρώ πώς όλοι πρέπει να το διαβάσουν, αναγνώστες των κόμικς και μη! Η σειρά κέρδισε 3 βραβεία Eisner και ο Stephen King το χαρακτηρίζει ως «το καλύτερο graphic novel που έχει διαβάσει ποτέ». -Y-
  19. Enigma To Enigma ή The Enigma, όπως εκδόθηκε, κυκλοφόρησε το 1993 και αποτέλεσε έναν από τους αρχικούς τίτλους που εξέδωσε η Vertigo που ιδρύθηκε την ίδια χρονιά. Πέρα από τη συνέχεια κλασσικών σειρών που έτρεχαν εκείνη τη περίοδο όπως το Hellblazer, η εταιρεία επιθυμούσε να εισαγάγει στους τίτλους της και αυτόνομους τίτλους και ένας από αυτούς ήταν το Enigma. Η ιστορία κυκλοφόρησε σε 8 τεύχη από τον Μάρτιο έως και τον Οκτώβριο του 1993. Το σενάριο ανέλαβε ο (προσωπικός αγαπημένος) Peter Milligan και το σχέδιο ο Duncan Fegredo. Το Εnigma μας συστήνει τον Michael Smith, έναν τεχνικό τηλεφώνων ο οποίος ζει μια αρκετά βαρετή και πειθαρχημένη (σε βαθμό ασφυξίας!) ζωή στην Pacific City της Καλιφόρνιας. Η μητέρα του τον είχε παρατήσει όταν ήταν μόλις 9 χρονών, ενώ ο πατέρας του είχε πεθάνει σε ένα σεισμό. Σύντομα ο Michael θα γνωρίσει τον Titus Bird, έναν συγγραφέα κόμικ που έχει δημιουργήσει έναν σούπερ ήρωα που λέγεται Enigma και ο Michael θαύμαζε για χρόνια. Ο Enigma όμως δεν είναι ο τυπικός υπερήρωας, καθώς τα όρια μεταξύ του θεμιτού και του αθέμιτου είναι γκρίζα για εκείνον και πολλές φορές τα υπερβαίνει. Και το θέμα είναι πως αυτός ο χαρακτήρας έχει έρθει στη ζωή και κυκλοφορεί στους δρόμους της πόλης! Trivia! Μια χαρακτήρας η Envelope Girl εμφανίστηκε μερικά χρόνια αργότερα όταν ο Milligan ανέλαβε το Animal Man! Αρχικά η ιστορία επρόκειτο να εκδοθεί από την Touchmark Comics που σχεδιαζόταν να λειτουργήσει σαν θυγατρική της Disney Comics και για αυτή το προόριζαν οι δημιουργοί του. Όταν όμως η Τouchmark δεν προχώρησε, η ιστορία αγοράστηκε από την Vertigo της DC. Μια έκδοση που συγκεντρώνει όλα τα τεύχη της ιστορίας βγήκε το 2015, ενώ μια ακόμα σκληρόδετη ήταν στα σκαριά από την Berger Books της Dark Horse Comics για το Φθινόπωρο του 2020. Η σκληρόδετη έκδοση τελικά αναβλήθηκε και θα κυκλοφορήσει τελικά τον Φθινόπωρο του 2021. To εξώφυλλο του τεύχους 1
  20. “Is it truly better to die free than to live life in captivity ?” Το παραπάνω αποτελεί ένα ερώτημα το οποίο θίγει ο πολυβραβευμένος Brian K. Vaughan στο graphic novel «Pride of Baghdad» που κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το 2006. Όταν οι Αμερικανικές Δυνάμεις βομβάρδισαν το Ιράκ το 2003, τέσσερα λιοντάρια δραπέτευσαν από το ζωολογικό κήπο της Βαγδάτης. Τα λιοντάρια αυτά επιτέλους ελεύθερα, τριγυρνούν απεγνωσμένα στους δρόμους της Βαγδάτης προκειμένου να επιβιώσουν. Ο συγγραφέας εμπνέεται από τα αληθινά γεγονόντα προκειμένου να δημιουργήσει μία ιστορία που θίγει πολλά ερωτήματα για τη φύση του πολέμου. Σε αυτό το κόμικ, πρωταγωνιστές είναι τα ίδια τα λιοντάρια: ο Zill, η σύντροφος του, Noor, o Alli (το παιδί τους) και η Safa, μία άλλη λιονταρίνα. Κάθε ένα από αυτά τα λιοντάρια ενσαρκώνει μία διαφορετική οπτική γωνία για τον πόλεμο στο Ιράκ. Το κόμικ αυτό περνάει πολλά μηνύματα στον αναγνώστη, ενώ διαθέτει συμβολισμούς και παραλληλισμούς. Ως εκ τούτου, την ιστορία αυτή μπορεί να την απολαύσει ο αναγνώστης σε πολλαπλά επίπεδα. Ο Vaughan χρησιμοποιεί λίγους διαλόγους, αλλά ενίοτε με βαθύ νόημα. Γενικά αποτελεί ένα κόμικ που διαβάζεται σχετικά γρήγορα και επιδέχεται πολλαπλές αναγνώσεις, καθώς σου δίνει την ευκαιρία να ανακαλύψεις καινούργια πράγματα κάθε φορά. Μπορεί να σου τη χαρίσει την ελευθερία κάποιος; Ή την κερδίζεις με αποφασιστικότητα και θυσίες; Το κόμικ αυτό είναι σχεδιασμένο από τον Niko Henrichon. Το σχέδιο του είναι λεπτομερές, διαθέτει όμορφες οπτικές γωνίες, ελκυστική αποτύπωση του περιβάλλοντος και εκπληκτική καταγραφή των εκφράσεων των ζώων. Παράλληλα, η παλέτα του έχει τόσο θερμά, όσο και πιο φωτεινά χρώματα, με ιδιαίτερη έμφαση στο κόκκινο, κίτρινο και το πορτοκαλί. Το σχέδιο του Henrichon δε κουράζει στο μάτι και το βρήκα ελκυστικό. Το graphic novel μού δημιουργεί πολλά συναισθήματα, έχει στοιχεία που με συγκίνησαν και μεταδίδει στοχευμένα τη ψυχική κατάσταση των ζώων που έχουν βρεθεί στη μέση ενός πολύ βίαιου και καταστροφικού, ανθρώπινου πολέμου. Τo IGN το χαρακτηρίζει ως το καλύτερο graphic novel που κυκλοφόρησε το 2006 και «modern classic». Το κόμικ το προτείνω σε όσους έχουν διάθεση να διαβάσουν μία δυνατή ιστορία που καλλιεργεί πολλούς προβληματισμούς, καθώς εννοείται και στους φανατικούς του Brian K. Vaughan. Το κόμικ αυτό έχει βγει και σε ελληνική έκδοση, από την Anubis. “There's an old saying, Zill. Freedom can't be given, only earned.”
  21. Hellblazer To πρώτο τεύχος HellBlazer Στα γενικά To 1988 έμελλε να είναι μια πολύ σημαντική χρονιά για τα κόμικς και συγκεκριμένα για τα κόμικ φαντασίας και τρόμου. Έχοντας κλέψει τις εντυπώσεις τρία χρόνια πριν στο τεύχος Swamp Thing #37 του Άλαν Μουρ, ο χαρακτήρας John Constantine επρόκειτο να αποκτήσει την δική του σειρά κόμικ ή οποία αρχικά είχε τον τίτλο Hellraiser. Στην πορεία αυτό το όνομα εγκαταλείφθηκε προκειμένου να αποφευχθούν συγκρίσεις με το ομώνυμο φιλμ (ναι αυτό με τον τύπο που μοιάζει με άσπρο μαξιλαράκι για βελόνες), επομένως το περιοδικό πήρε τον τίτλο Hellblazer, που καθιέρωσε έναν από τους πιο ενδιαφέροντες και προσεκτικά ψυχογραφημένος χαρακτήρες που έχουμε δει ποτέ. Αν και η δημιουργία του χαρακτήρα πιστώνεται στον Άλαν Μουρ τα άτομα που λάξευσαν την προσωπικότητα του ήταν μια πληθώρα καλλιτεχνών, όπως οι Ennis, Milligan, Azzarello, Gaiman, Morrison και πολλοί πολλοί άλλοι. Ένας μάγος αλλιώτικος από τους άλλους Το Hellblazer είναι ένα κόμικ σκοτεινής μαγείας και υπερφυσικού τρόμου, που κατά κύριο λόγο λαμβάνει χώρα στο ομιχλώδες και μουντό Λίβερπουλ. Ο πρωταγωνιστής μας, ο John Constantine είναι ένας χαρακτήρας με σκοτεινό παρελθόν, που νοιάζεται μόνο για τον εαυτό του και δεν διστάζει να θυσιάσει ακόμα και τους καλύτερους του φίλους για να πάρει αυτό που θέλει. Στην καθισιά του καπνίζει τουλάχιστον 30 τσιγάρα τη μέρα κάτι που τον έχει βάλει και σε κάτι μικροπροβληματάκια ενώ θεωρείται και ένας από τους ισχυρότερους ζωντανούς μάγους του κόσμου μας. Υπάρχουν κάποιες guest εμφανίσεις άλλων χαρακτήρων της DC όπως η Zatanna και το Swamp Thing, αλλά η πλοκή των ιστοριών βασίζεται κυρίως στους εσωτερικούς δαίμονες του χαρακτήρα και στις εξωφρενικές περιπέτειες που μπλέκει. Αν και κατέχει αρκετές αποκρυφιστικές δυνάμεις, αυτό που κάνει τον Constantine ξεχωριστό είναι η ικανότητα του να χρησιμοποιεί περίτεχνα το μυαλό του, χειρίζοντας ανθρώπους και δαίμονες σαν να είναι πιόνια σε μια σκακιέρα. Πολλές φορές, η έκβαση των ιστοριών δεν είναι χαρούμενη, ούτε για τον ίδιο τον πρωταγωνιστή αλλά ούτε και για τα άτομα του κύκλου του. Η εξωτερική εμφάνιση του είναι εμπνευσμένη από τον τραγουδιστή Sing, ενώ ο Constantine προσδιορίζεται σαν bisexual. Η δημοτικότητα του χαρακτήρα ήταν τέτοια, που κατάφερε να μεταπηδήσει στο επίσημο σύμπαν της DC το 2011 μέσω των σελίδων του περιοδικού Justice League Dark, που είχε αναλάβει ο Jeff Lemire με τον Mikel Janin. To πρώτο τεύχος Justice League Dark που έκανε την επίσημη μετάβαση του Constantine στο σύμπαν της DC Τα πρώτα χρόνια από τον Jamie Delano Ο πρώτος από τους ταλαντούχος συγγραφείς που ανέλαβε να εξιστορήσει τις προσωπικές περιπέτειες του Constantine ήταν ο Jamie Delano. Ο Delano μας εισήγαγε τους βασικούς χαρακτήρες στον κόσμο του Constantine, όπως τον πιστό του φίλο τον ταξιτζή Chas ενώ σκάλισε λίγο και το παρελθόν του, αποκαλύπτοντας τραυματικές καταστάσεις που στοίχειωναν τον χαρακτήρα, όπως το μοιραίο περιστατικό στο Newcastle, με έναν εξορκισμό που ο νεαρός John δεν κατάφερε να φέρει εις πέρας. Ο Delano μέσα από τις σελίδες του δεν παρέλειψε να αγγίξει κάποια πολιτικά θέματα που ταλάνιζαν την Αγγλία εκείνη την περίοδο, ενώ κατάφερε να παραδώσει ένα αρκετά προσγειωμένο run, στο οποίο προσέδωσε μια γήινη προσέγγιση στα ζητήματα που ανέλυε, χωρίς να μεταβάλλεται η ουσία μόνο στην υπερφυσική περιπέτεια. Επιπλέον, οι πανκ επιρροές της καθημερινότητας του αλλά και η πολιτική αστάθεια με την Μάργκαρετ Θάτσες είναι έκδηλες στις ιστορίες του. Κάποιες από τις σημαντικότερες ιστορίες του είναι: Original Sins The Devil You Know O Garth Ennis O Preacher πριν τον Preacher Μετά τον Delano, τα ηνία της σειράς ανέλαβε ο Garth Ennis, που κατά τη γνώμη μου έκανε και το καλύτερο run σε ολόκληρο το Hellblazer. O Ennis έβαλε στο μικροσκόπιο τις σχέσεις του Constantine με τα άτομα που βρίσκονταν γύρω του, ενώ ασχολήθηκε περισσότερο με τα θρησκευτικά ζητήματα που ο Delano είχε επιλέξει να αφήσει λίγο σε μια απόσταση. Γενικότερα, μέσω των ιστοριών του Ennis αποδήμησε τον χαρακτήρα και έφτασε πολλές φορές στο σημείο να τον κάνει να υποφέρει τόσο σωματικά, αλλά και ψυχολογικά. Επιπλέον, ο Ennis δεν δίστασε να θίξει ζητήματα ρατσισμού και θρησκευτικού φανατισμού. Κάποιες από τις σημαντικότερες ιστορίες του είναι οι: Dangerous Habits Fear and Loathing Damnation's Flame To Dangerous Habits, είναι για πολλούς η καλύτερη ιστορία του Hellblazer O Ellis, o Azzarello και οι ομοφοβικές αντιδράσεις Μετά από ένα τίμιο, αλλά συγκριτικά αρκετά πιο αδύναμο run από τον Paul Jenkins, o Warren Ellis ανέλαβε το 1999 να συνεχίσει να μας εξιστορείται τις περιπέτειες του παμπόνηρου μάγου. Ωστόσο, ο Ellis δεν έμελλε να μείνει πολύ στη θέση του writer, καθώς η DC αρνήθηκε να δημοσιεύσει την ιστορία του με τίτλο "Shoot", που πραγματευόταν ένα μαζικό φονικό σε ένα σχολείο. Πάντως, το σύντομο run του που ξεκίνησε με την ιστορία "Haunted", έδειχνε πολλά υποσχόμενο μιας και προσπάθησε να τονίσει την φύση του ντετέκτιβ του χαρακτήρα, που αναλάμβανε να ερευνήσει μια δολοφονία. Μετά την αποχώρηση του Ellis, την σκυτάλη ανέλαβε ο Azzarello για 30 περίπου τεύχη μέχρι το 2002. Το run του, αν και επίσης ικανοποιητικό, δεν πρόσφερε τις μεγάλες στιγμές που είχαμε δει από μεγάλους συγγραφείς, ενώ υπήρξε μια σχετική δυσαρέσκεια για την επιλογή να παρουσιαστεί η ομοφυλοφική πλευρά του χαρακτήρα. Η απεικόνιση του νεοναζισμού και του φαινόμενου του βιασμού στις φυλακές, ξεσήκωσε επίσης αντιδράσεις. Η νεότερη περίοδος: 2002-2011 Στη διάρκεια των επόμενων χρόνων υπήρξαν αρκετοί ακόμα writers που ανέλαβαν τη συγγραφή του Hellblazer. Ο Mike Carey επιχείρησε να επιστρέψει τον χαρακτήρα στις ρίζες του, με τις περισσότερες ιστορίες να διαδραματίζονται και πάλι στην Αγγλία και συγκεκριμένα στο Λίβερπουλ. O Carey ήταν ο πρώτος συγγραφέας από το Liverpool που έγραφε για έναν χαρακτήρα που επίσης προερχόταν από το Liverpool. Η χρήση της μαγείας είναι πιο έντονη στις ιστορίες του. Έπειτα, τον τίτλο συνέχισαν να γράφουν οι Dina, Diggle, Milligan με τον τελευταίο να αναλαμβάνει και το τελευταίο τεύχος της σειράς που εκδόθηκε το 2011. O Keanu Reeves σαν John Constantine Κληρονομία Αν και το Hellblazer δεν έκανε ποτέ τις υψηλές πωλήσεις άλλων τίτλων, η πορεία του χαρακτηρίστηκε ως σταθερή. Τα 300 τεύχη του Hellblazer θα αφήσουν για πάντα το στίγμα τους στην ιστορία του σύγχρονου κομικ, ενώ ο χαρακτήρας John Constantine ήταν τόσο πετυχημένος που κατάφερε να σπάσει τα όρια της ένατης τέχνης και να αποδοθεί από τον Keanu Reeves στην ταινία Constantine αλλά και στην ομώνυμη σειρά με τον Matt Ryan στο ρόλο. Έκτοτε, έχουν γίνει πολλές εμφανίσεις του και σε βιντεοπαιχνίδια αλλά και ταινίες/σειρές κινουμένων σχεδίων.
  22. Ενα μυστηριώδες σήμα εκπέμπεται από τα βάθη των ωκεανών και σε λιγότερο από ένα μήνα, το μεγαλύτερο κομμάτι του πλανήτη θα καλυφθεί από νερό, ως αποτέλεσμα τεραστίων τσουνάμι. Σε δυο διαφορετικές χρονικές περιόδους, σε απόσταση 200 ετών μεταξύ τους, 2 διαφορετικές γυναίκες, με διαφορετικά κίνητρα και διαφορετικές επιδιώξεις, θα προσπαθήσουν να λύσουν το μυστήριο της προέλευσης αυτού του μυστηριώδους ηχητικού σήματος. Και αν για την Lee Archer, η αγωνία της πηγάζει από την αφιέρωση της ζωής της στην προστασία της θαλάσσιας ζωής και από την μυστηριώδη της επαφή με μία γοργόνα στην παιδική της ηλικία, για την Leeward, 2 αιώνες μετά, και ζώντας σε έναν τελείως διαφορετικό και πλημμυρισμένο κόσμο,τα πάντα προέρχονται από την ανάγκη της να γνωρίσει τους ανθρώπους που έζησαν πριν από την καταστροφή και την αιτία αυτής. Και ο δύο, σε διαφορετικούς χρόνους και τόπους, θα ανακαλύψουν ότι αυτό που ονομάζουν γοργόνες είναι στην πραγματικότητα κάτι διαφορετικό, κάτι καταστρεπτικό, κάτι εφιαλτικό για το ανθρώπινο είδος. Ή μήπως τα πάντα είναι ανάποδα; Μήπως όλη η ιστορία, όπως την γνωρίζουμε, είναι ανάποδα; O Scott Snyder έχει γίνει γνωστός κυρίως για το μεγάλο του run στο Batman αλλά και για το American Vampire. Για το Wake όμως πήρε βραβείο Eisner, ως Best Limited Series, οπότε θεώρησα καλό να δω τι γίνεται. Και ναι πρόκειται για ένα αρκετά καλό κόμικ, με τις ατέλειες του βέβαια, αλλά αρκετά στιβαρό και καλογραμμένο. Αρκετά κινηματογραφικό θα έλεγα, σίγουρα επηρρεασμένο από ταινίες όπως το Abyss και το Waterworld, ουσιαστικά παρουσιάζει ένα οικολογικό θρίλερ το οποίο εξελίσσεται σε sci-fi/supernatural περιπέτεια. Χτίζει αργά τόσο τις ίδιες τις ηρωίδες του αλλά και το ίδιο το μυστήριο, αρκετά οργανικά στα πρώτα 5 τεύχη, λίγο βιαστικά και "μπουκωμένα" στα τελευταία 5. Το πρώτο μισό με κράτησε το σχέδιο του αγαπημένου Sean Murphy, στο δεύτερο η κορύφωση του μυστηρίου και της περιπέτειας. Αρκετά καλά δουλεμένο σεναριακά, με κλισέ βέβαια χαρακτήρες και συγγραφικά εργαλεία, αλλά όλα με έξυπνο και όμορφο τρόπο, όπως πρέπει να είναι ένα καλό blockbuster. Δεν είναι κάτι τρομερά πρωτότυπο, και σίγουρα στο τελευταίο τεύχος είπε ΠΟΛΛΑ πράγματα που θα μπορούσε να τα σπάσει στα προηγούμενα, αλλά συνολικά μια ενδιαφέρουσα και άκρως διασκεδαστική περιπέτεια. Για τον Sean Murphy (Batman White Knight, Tokyo Ghost, Punk Rock Jesus κ.α.) δεν μπορώ να γράψω πολλά που δεν έχω ξαναγράψει σε αυτό το forum. Εντυπωσιακά τέρατα, εντυπωσιακές και κινηματογραφικές λήψεις και από τα πιο πιο όμορφα splash που υπάρχουν στο χώρο. Σαφώς και έχει τις αδυναμίες του, όπως την τάση να χρησιμοποιεί τα ίδια μοντέλα για τις ανθρώπινες φιγούρες του, να κάνει όλα τα πηγούνια μυτερά κλπ, αλλά πιστεύω ότι το σύνολο τον δικαιώνει απόλυτα και είναι από τους δημιουργούς, των οποίων δουλειά θα ήθελα να βλέπω πολύ πιο συχνά από ότι συμβαίνει. Όποια δουλειά του έχω δει/διαβάσει, πάντα "προσθέτει" στο σύνολο και στο σενάριο, και αυτό για εμένα είναι πάρα πολύ σημαντικό. Το military/sci-fi/postpunk σχεδιο το έχει πάρα πολύ, και το ντεκουπάζ του είναι πάντα πανέξυπνο και υποβοηθητικό για τον αναγνώστη. Από τους κορυφαίους, για εμένα, μοντέρνους σχεδιαστές. 10 τεύχη λοιπόν, τα οποία μαζεύτηκαν σε ένα trade, αλλά και σε ένα όμορφο, κανονικού μεγέθους, hardcover. Δεν πρόκειται για κάτι εξαιρετικά πρωτότυπο και δεν θα σας αλλάξει τον κόσμο, αλλά είναι εξαιρετικά διασκεδαστικό και θα το απολαύσετε μονορούφι. Προτιμήστε το!
  23. ...They won't go down without a fight..." To WE3 είναι μία από τις δημιουργίες του Grant Morrison που τις διαβάζεις και τις θυμάσαι για όλη σου τη ζωή (ΟΚ η άλλη είναι και το All Star Superman)... Παρά τη μικρή έκταση του κόμικ -μόλις 3 τεύχη- ο συγγραφέας θίγει κάποια ευαίσθητα και λεπτά θέματα (κακοποίηση ζώων, ανεξέλεγκτη στρατιωτική τεχνολογία και ανθρώπινη ασυδοσία) όσο δεν έχει κάνει σε πολύ μεγαλύτερες δουλειές του, και μάλιστα χωρίς την ακατάσχετη πολυλογία που τον διακρίνει (αλά Bendis) στις περισσότερες από αυτές.Το κόμικ κυκλοφόρησε από το Vertigo imprint της DC από τον Οκτώβριο του 2004 μέχρι και τον Μάρτιο του 2005. Βασισμένο στη νουβέλα της Σκοτσέζας συγγραφέως Sheila Burnford με τίτλο Τhe Incredible Journey toy 1961 (το ταξίδι τριών ζώων μίας γάτας και δύο σκύλων που ψάχνουν να βρουν τους ιδιοκτήτες τους) που έγινε και ταινία το 1963 και 1993 ως Homeward Bound:The Incredible Journey, το WE3 ουσιαστικά πρόκειται για την ιστορία τριών ζώων (μία γάτα,ένας σκύλος και ένα λαγουδάκι), όχι όμως στο άγριο τοπίο της Καναδικής φύσης,αλλά κατευθείαν στη κόλαση.... Τα ζώα απαγάγονται από τους ιδιοκτήτες τους, θα υποστούν απάνθρωπα πειράματα και θα μεταβληθούν σε δολοφονικές/πολεμικές μηχανές με κυβερνομεταλλικούς εξωσκελετούς, τα τέλεια στρατιωτικά όπλα που αναλαμβάνουν "βρώμικες" αποστολές σε διάφορα μέρη του κόσμου... Όταν η κυβέρνηση θεωρεί ότι "εκπλήρωσαν"την αποστολή τους πλέον, αποφασίζει ότι απλά τα όπλα αυτά πρέπει να τερματιστούν... Η γιατρός όμως που είχε δουλέψει από την αρχή στο πρόγραμμα δημιουργίας τους, βοηθά να ελευθερωθούν... Και ο αγώνας για την επιβίωση τους αρχίζει, μονάχα που θα είναι βουτηγμένος στην τραγικότητα και προπάντων, στο αίμα... Πραγματικά ότι πιο διαφορετικό και πρωτότυπο έχει γράψει ο Morrison(γνωστός άλλωστε για την ευαισθησία του στα θέματα βίας κατά των ζώων από την εποχή που έγραφε και το Animal Man) χωρίς να καταφεύγει στις γνωστές του τρελαμένες σεναριακές του υπερβολές. Απλός, χωρίς να φορτώνει την ιστορία με πολυλογίες και κουραστικές περιγραφές, ευαίσθητος αλλά συνάμα σκληρός, παρουσιάζει με συγκινητικό τρόπο τα συναισθήματα και το χαρακτήρα των τριών ζώων(ο σκύλος ισχυρός, δυνατός και ανεξάρτητος, η γάτα πονηρή γεμάτη κυνισμό, το κουνέλι ήρεμη δύναμη και πιστός σύντροφος), που προσπαθούν με οδηγό μόνο το ένστικτο τους, να επιβιώσουν σε ένα εχθρικό και ξένο πλέον προς αυτά περιβάλλον, χωρίς όμως να έχουν ξεχάσει την προέλευση τους, και χωρίς να έχουν χάσει την ταυτότητα τους, μολονότι έχουν μετατραπεί σε κάτι άλλο από αυτό που κάποτε ήταν... Και αυτά τα τρία ζώα φαίνεται ότι έχουν τελικά μεγαλύτερη ανθρωπιά μέσα τους ακόμα και από τους ίδιους τους ανθρώπους... Και ας τα θεωρούν εμφανισιακά φρικιά... Τα πραγματικά τέρατα είναι μέσα σε στρατιωτικές βάσεις και εργαστήρια και αυτοί έχουν χάσει όποια ανθρωπιά και αν είχαν εδώ και πολύ καιρό... Μολονότι η συναισθηματική τους αθωότητα έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τη καταστροφή που αφήνουν πίσω τους, στη προσπάθεια τους να κερδίσουν τη πραγματική ελευθερία... ...Και εδώ είναι που το σχεδιαστικό ταλέντο του Frank Quitely είναι που πραγματικά παίρνει φωτιά!! Μέσα σε μία φρενίτιδα πολλαπλών panel με απόλυτη λεπτομέρεια, γρήγορη δράση και σοκαριστική βία που φτάνει στα όρια του gore (αν νομίζατε ότι είχατε δει βίαιες σκηνές στο Jupiter's Legacy ξανασκεφτείτε το!!) χωρίς όμως να χαλάει τη ροή της ιστορίας ή να καταφεύγει στον εύκολο εντυπωσιασμό, ο Quitely παραδίδει μία από τις καλύτερες δουλειές του,με εντυπωσιακές splash pages και καλοσχεδιασμένα layouts, με καινοτομικές/διαφορετικές γωνίες και προοπτικές σε διαφορετικές αναλύσεις,απεικονίζοντας με το καλύτερο δυνατό τρόπο στο χαρτί το σενάριο του Morrison με τον οποίο πάντα συνεργάζεται άψογα και ουσιαστικά ο ένας συμπληρώνει τον άλλο (η μεγάλη των Lee/Kirby σχολή). Ένας συγγραφέας με τη πείρα του Morrison θα μπορούσε να γράψει μία συγκινητική και συνάμα σοκαριστική ιστορία σε τρία μόλις τεύχη ,και ένας σχεδιαστής με το ταλέντο του Quietly να απεικονίσει με το σωστό τρόπο το όραμα του συνεργάτη του. Τροποποιημένα από τους ανθρώπους για να σκοτώνουν άλλους ανθρώπους,τα τρία κατοικίδια μπορεί να έχουν μεταμορφωθεί σωματικά και εμφανισιακά σε κάτι άλλο, αλλά ποτέ δεν έχασαν τη ψυχή τους, τις αξίες τους και τη πίστη στα ιδανικά τους... Μία ιστορία με συγκίνηση, βία, προβληματισμό αλλά και καρδιά...Το δύσκολο,αιματηρό, γεμάτο πόνο και θυσία ταξίδι τριών κατοικιδίων για να ξαναβρούν ουσιαστικά το χαμένο τους σπίτι.. Απλά διαβάστε το!!
  24. “People think dreams aren't real just because they aren't made of matter, of particles. Dreams are real. But they are made of viewpoints, of images, of memories and puns and lost hopes.”― Neil Gaiman Στα τέλη της δεκαετίας του '80 ο περισσότερος κόσμος έβλεπε πλέον με διαφορετικό μάτι την παρουσία των κόμικς στη σύγχρονη κουλτούρα και αυτό είχε επιτευχθεί με δημιουργίες όπως το Watchmen του Alan Moore, Dark Knight Returns του Frank Miller και Μaus του Art Spiegelman κ.α. Δημιουργίες όπως αυτές έκαναν τους περισσότερους να αναθεωρήσουν τις απόψεις τους για το τι ακριβώς είναι τα κόμικς και σε ποιες ηλικίες απευθύνονται... Για πρώτη φορά τα κόμικς άρχισαν να αντιμετωπίζονται σαν μορφή τέχνης και όχι σαν παιδικά αναγνώσματα μόνο....Αυτό μπορούμε να πούμε ότι "άνοιξε την όρεξη" και άλλων σημαντικών δημιουργών-πολλών εκ των οποίων δεν είχαν δουλέψει μέχρι τότε στον χώρο των κόμικς-να βάλλουν και το δικό τους λιθαράκι στο να μεγαλώσει ακόμα περισσότερο το οικοδόμημα της 9ης τέχνης... Ένας από αυτούς τους δημιουργούς ήταν και ο Βρετανός συγγραφέας Νeil Gaiman.Ο Gaiman ουσιαστικά πήρε το βάπτισμα του πυρός στα κόμικς αναλαμβάνοντας το θρυλικό πιά Miracleman όταν ο φίλος του Alan Moore αποχώρησε από τον τίτλο..Μετά το κλείσιμο του τίτλου και της εταιρείας που το έβγαζε στην Αμερική(Εclipse)o Gaiman θα δουλέψει σε διάφορες ιστορίες με τον Dave Mckean(που θα συνεργαστούν και στο Sandman που θα δούμε παρακάτω)τραβώντας τη προσοχή των υπεύθυνων της DC comics που θα τον εντάξουν στο ενεργητικό της εταιρείας το 1987.Εκεί θα δουλέψει πρώτα στο Black Orchid μέχρι που η Karen Berger(η οποία θα γινόταν στο μέλλον υπέυθυνη για το πιό ενήλικο imprint της DC την Vertigo)αφού διάβασε τον τίτλο του ζητά να δημιουργήσει ιστορίες για έναν παλαιότερο χαρακτήρα της DC τον Sandman(της silver age εκδοχής του χαρακτήρα μιά δημιουργία των Kirby,Simon&Fleisher)ζητώντας του να βάλει τη δική του πινελιά.Ο Gaiman αποφασίζει να δημιουργήσει τον δικό του χαρακτήρα,μία εντελώς καινούργια προσέγγιση του χαρακτήρα... Ο νέος Sandman (αμμοάνθρωπος) γνωστός και ως Μορφέας (καθώς και με πολλά άλλα ονόματα ανα τους αιώνες όπως Όνειρος, Kai'ckul, Βασιλιάς των ονείρων κ.α.) ήταν ο άρχοντας των ονείρων,ένας από τους 7 Endless (οι υπόλοιποι είναι οι Πεπρωμένο, Θάνατος, Επιθυμία, Απελπισία, Καταστροφή,και η Μανία/Ντελίριο) ο οποίος αιχμαλωτίστηκε κάποια στιγμή πριν από 70 χρόνια από μία κρυφή τελετουργική οργάνωση. Όταν μετά δραπετεύει στη σημερινή εποχή, παίρνοντας την εκδίκηση του από αυτούς που τον φυλάκισαν, προσπαθεί να ανασυγκροτήσει το διαλυμένο του βασίλειο που ουσιαστικά κατέρρευσε στην 70χρονη απουσία του καθώς και να διορθώσει τα δικά του προσωπικά λάθη του παρελθόντος, καθώς και να βρει τα χαμένα του εργαλεία που διασκορπίστηκαν εδώ και εκεί (τη μάσκα του, το πουγκί με την άμμο που σκορπάει στα μάτια των θνητών για να κοιμηθούν,το μενταγιόν του κ.τ.λ.)... Η αλλαγή όμως δεν είναι και τόσο εύκολη υπόθεση για ένα αιώνιο πλάσμα.... Θα έρθει σε σύγκρουση όχι μόνο με μέλη της οικογένειας του που ο καθένας αντιδρά με το δικό του τρόπο στην επιστροφή του μετά από τόσα χρόνια αλλά και με τον εαυτό του... Ο Gaiman διαμόρφωσε το χαρακτήρα του στηριζόμενος στη δική του εμφάνιση καθώς και στις δικές του ενδυματολογικές προτιμήσεις... Συνεργάστηκε με ταλαντούχους δημιουργούς όπως ο Dave Mckean που ζωγράφισε όλα τα υπέροχα-πραγματικά έργα τέχνης-εξώφυλλα της σειράς, καθώς και τους Sam Kieth, Mike Dringenberg, Jill Thomson, Shawn McManus και πάρα πολλούς άλλους που πραγματικά δημιούργησαν ένα εικονογραφημένο ποίημα.... Ολόκληρη η σειρά ολοκληρώθηκε σε 75 τεύχη από τον Γενάρη του 1989 μέχρι τον Μάρτιο του 1996 (από το τεύχος #47 εκδίδεται από τη Vertigo - imprint της DC) μαζί με κάποια one shots και τελείωσε με την αποχώρηση του Gaiman όταν τελείωσε όσα ήθελε να γράψει στην ιστορία του. Όπως ο ίδιος περιέγραψε την απόφαση του να τελειώσει τη σειρά "Θα μπορούσα να γράψω άλλα 5 τεύχη του Sandman;; Σίγουρα.Θα μπορούσα όμως να κοιτάξω τον εαυτό μου στο καθρέπτη και να είμαι ικανοποιημένος;; Όχι. Έιναι ώρα να σταματήσω γιατί έφτασα στο τέλος και καλύτερα να φύγω όσο είμαι ακόμα ερωτευμένος (με τη σειρά)" Το κόμικ συνδυάζει πολλά και διαφορετικά genres (είδη) μεταξύ τους όπως horror, dark fantasy, urban & epic fantasy, με στοιχεία από κλασσική και σύγχρονη μυθολογία καθώς και μία τραγικότητα για τον χαρακτήρα που συναντάμε στις αρχαίες τραγωδίες.... Ο διάσημος συγγραφέας Norman Mailer χαρακτήρισε τη σειρά ως "ένα κόμικ για διανοούμενους" ενώ ο πολυγραφότατος Stephen King , θαυμαστής του έργου του Gaiman δηλώνει για τη σειρά ότι "Οι ιστορίες του Sandman συνδυάζουν την απλότητα του παραμυθιού με τις ανατρεπτικές τάσεις της σύγχρονης μυθοπλασίας"... Η σειρά αποτέλεσε μία μεγάλη επιτυχία για τη DC και προσέλκυσε ένα διαφορετικό κοινό από αυτό που συνήθως διάβαζε τα mainstream κόμικς της ίδιας εταιρείας και άλλων, καθώς για πρώτη φορά το κόμικ διαβάζονταν και από πολλές γυναίκες οι περισσότερες από τις οποίες δεν είχαν διαβάσει μέχρι τότε κάποιο άλλο εικονογραφημένο έντυπο..θεωρείται ως ο καλύτερος τίτλος που έβγαλε ποτέ η Vertigo και έχει κερδίσει πάρα πολλά βραβεία κατά τη διάρκεια της έκδοσης του ( World Fantasy Award, Eisner Awards, Ηugo & Bram Stoker awards, Angoulême International Comics Festival Prize κ.α.) Ένα από τα σημαντικότερα εικονογραφημένα αναγνώσματα όλων των εποχών έχει κυκλοφορήσει πάμπολλες φορές σε trades paperbacks (10 τον αριθμό) καθώς και σε absolute editions (με νέα βελτιωμένα χρώματα) Annotated editions και omnibus editions ενώ στα ελληνικά αρχικά σε τεύχη από τη Modern times και αργότερα σε trades απο την Anubis. Απλά δεν υπάρχει περίπτωση να λείπει από τη συλλογή κανενός λάτρη της 9ης τέχνης και όχι μόνο!!Τ ο κείμενο το βρίσκετε και ΕΔΩ
  25. Νέα Υόρκη, κάπου προς τα τέλη του 21ου αιώνα. Ένας τύπος που αποκαλείται S, έχει στην κατοχή του δύο πακέτα μιας αλλόκοτης, μεταλλικής ναρκωτικής ουσίας ονόματι heavy liquid. Σκοπός του, να τα παραδώσει σε μια γκαλερί στην Chinatown. Πολλοί δεν υποπτεύονται καν την ύπαρξή του heavy liquid, άλλοι πιστεύουν ότι είναι ένας αστικός μύθος. Όσοι, όμως, γνωρίζουν, θα σκότωναν για να αποκτήσουν έστω και μια μικρή ποσότητα. Έτσι, ο S πρέπει να φυλάγεται από τους τρεις άντρες με τις παράξενες μάσκες που τον κυνηγάνε... Το Heavy Liquid είναι μια μίνι σειρά πέντε τευχών που εμπνεύστηκε ο Paul Pope και κυκλοφόρησε από την Vertigo, από τον Οκτώβριο του 1999 ως τον Φεβρουάριο του 2000. Ίσως δεν συμπεριλαμβάνεται στους γνωστότερους τίτλους της Vertigo, αλλά στην εποχή του έκανε μια κάποια εντύπωση, όπως μαρτυρά η υποψηφιότητά του για Eisner Award for Best Limited Series (2000). Το κομμάτι αυτό, σε συνδυασμό με την αγάπη του Pope για τα manga, αποτέλεσε την έμπνευση για το Heavy Liquid Το Heavy Liquid είναι ένα κόμικ που ήθελα πολλά χρόνια να διαβάσω, αλλά μόλις πρόσφατα έπεσε στα χέρια μου η όμορφη, σκληρόδετη έκδοση. Η αλήθεια είναι πως το είχα «μυθοποιήσει» στο μυαλό μου, πρώτον λόγω της επιρροής του στους αγαπημένους Last Drive (ίσως ο κορυφαίος δίσκος τους!) και δεύτερον γιατί από την πρώτη μου επαφή με το artwork του Pope, σε κάποιο άλλο κόμικ του, με γοήτευσε η πανκ αισθητική του. Δυστυχώς, αυτό που διάβασα δεν δικαίωσε τα αναμενόμενα. Μην παρεξηγηθώ, δεν πρόκειται για κακό κόμικ. Απλώς περίμενα κάτι πιο εκρηκτικό, πιο άναρχο, πιο συναρπαστικό. Σίγουρα η κεντρική ιδέα είναι δυνατή και εξελίσσεται σε κάτι έξυπνο και πρωτότυπο. Όμως ο Pope αργεί να ανάψει το φιτίλι, με αποτέλεσμα να υπάρχουν αρκετές σελίδες, που κατ' εμέ είναι «διαδικαστικές» και χωρίς ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Θεωρώ δε πως, με διαφορετική διαχείριση της ιστορίας και του ρυθμού, θα μπορούσε να απλωθεί σε περισσότερα τεύχη και να προκαλέσει μεγαλύτερο ενδιαφέρον στον αναγνώστη. Αλλά ο Pope ήθελε ένα mini series και δεν μπορώ να τον κρίνω γι' αυτό. Όμως ένα cyberpunk πενταμερές κόμικ με παράξενα ντρόγκια και μυστηριώδεις λεφτάδες σε ένα δυστοπικό μέλλον οφείλει να είναι πιο σφιχτογραμμένο. Όσον αφορά το σχέδιο, έμεινα πολύ περισσότερο ικανοποιημένος. Η ρευστή γραμμή του Pope και τα άτακτα καδραρίσματα είναι απολύτως ταιριαστά στο setting. Επιπλέον, οι σκηνές όπου ο πρωταγωνιστής κάνει χρήση του heavy liquid είναι αρκετά έξυπνα σχεδιασμένες. Ιδιαίτερη μνεία αξίζει στον Lee Loughridge, ο οποίος μαζί με τον Pope, δημιούργησε μια πολύ περιορισμένη, αλλά εξαιρετικά ατμοσφαιρική χρωματική παλέτα. Τελικά, το Heavy Liquid θα μου μείνει ως ένα καλό ανάγνωσμα, που θα μπορούσε να είναι πολλά περισσότερα.
×
×
  • Create New...