Search the Community
Showing results for tags 'Χρώματα Πολέμου'.
-
Πολεμική Ζωγραφική Pinturas de guerra Ángel de la Calle Prólogo: Paco Ignacio Taibo II Reino de Cordelia, Madrid, 2017 | 304 Κρίτων Ηλιόπουλος Η ιστορία είναι απίστευτη αλλά αληθινή. Στη Χιλή του Πινοτσέτ, τα πρώτα χρόνια της δικτατορίας, σε μια βίλα στα περίχωρα του Σαντιάγο, η ποιήτρια Μαριάνα Καγέχας με τον Αμερικανό σύζυγό της Μάικλ Τάουνλι διοργανώνουν λογοτεχνικές βραδιές με μεγάλη επιτυχία και πολλούς καλεσμένους. Όπως αποκαλύπτεται αργότερα όμως, τα υπόγεια του αχανούς σπιτιού είναι ένα κέντρο βασανιστηρίων της δικτατορίας όπου συμβαίνουν οι πιο φρικτές κτηνωδίες που μπορεί να επινοήσει ο διεστραμμένος εγκέφαλος των βασανιστών. Επίσης είναι γεγονός και έχει αποδειχθεί και ενδίκως ότι το σπίτι είχε παραχωρηθεί στους ιδιοκτήτες από την DINA, την υπηρεσία πληροφοριών του Πινοτσέτ πράκτορες της οποίας ήταν το ζεύγος των διανοουμένων. Ο Τάουνλι και η Καγέχας σήμερα είναι καταδικασμένοι για δολοφονίες πολιτικών αντιπάλων της δικτατορίας μεταξύ των οποίων και του Ορλάντο Λετελιέ που τον ανατίναξαν με βόμβα στις ΗΠΑ. Η υπόθεση έχει περιγραφεί σε αρκετά βιβλία και αρκετές φορές έχει δώσει υλικό για μυθοπλασία, όπως στο «Τελευταία Νύχτα στη Χιλή» του Ρομπέρτο Μπολάνιο. Με την ιστορία αυτή ως πρώτη ύλη αρχίζει το μυθιστόρημα του Άνχελ δε λα Κάγιε, Πολεμική Ζωγραφική (Pinturas de Guerra). Εδώ οι καλεσμένοι της βίλας είναι ζωγράφοι και όχι ποιητές. Το έργο του Άνχελ δε λα Κάγιε (Angel de la Calle) είναι ένα graphic novel, ένα εικονογραφημένο μυθιστόρημα θα λέγαμε, παρότι ο όρος «εικονογραφημένο» ίσως να θυμίζει στους παλαιότερους εκείνα τα «κλασσικά εικονογραφημένα» τις περιλήψεις κλασικών έργων της λογοτεχνίας. Στην Ελλάδα ήδη κυκλοφορεί το προηγούμενο εικονογραφημένο του Άνχελ δε λα Κάγιε για την διάσημη Τίνα Μοδότι από τις εκδόσεις ΚΨΜ. Επίσης μιλά για το μεγαλειώδες φοιτητικό κίνημα του 1968 στο Μεξικό… Το Πολεμική Ζωγραφική επιχειρεί να αναμοχλεύσει πολλές «παλιές» ιστορίες από το πρόσφατο παρελθόν της Λατινικής Αμερικής οι οποίες παρότι εμπλέκουν τις ζωές αμέτρητων ανθρώπων συχνά μένουν έξω από τη «μεγάλη», την «επίσημη» ιστορία, αυτή που διδάσκεται στα σχολεία και αναπαράγεται από τα μαζικά μέσα ενημέρωσης. Αυτές οι άλλες ιστορίες στην Πολεμική Ζωγραφική μιλούν για την Ουρουγουάη και το κίνημα των Τουπαμάρος, για την Αργεντινή και τους Μοντονέρος και για τις αντίστοιχες δικτατορίες στις χώρες αυτές. Επίσης μιλά για το μεγαλειώδες φοιτητικό κίνημα του 1968 στο Μεξικό και τη φρικτή μαζική δολοφονία με την οποία το κατέστειλε ο στρατός της κυβέρνησης του Δίας Ορδάς μία εβδομάδα πριν αρχίσουν οι Ολυμπιακοί Αγώνες εκεί. Η αφήγηση των ιστορικών γεγονότων χρησιμεύει ως πρώτη ύλη για τη δημιουργία της πλοκής του έργου, η οποία με τη σειρά της χρησιμεύει για υπαινιγμούς, σχόλια και συλλογισμούς σχετικά με την Τέχνη και πιο συγκεκριμένα τη ζωγραφική. Ανασύροντας άλλη μια άγνωστη ή ξεχασμένη «μικρή» ιστορία, τη σύντομη δράση του κινήματος των Αυτορεαλιστών στο Παρίσι του ’80, στήνεται το σενάριο που θα δέσει τις χώρες της Λατινικής Αμερικής με την Ευρώπη, την επανάσταση με τη ζωγραφική και τη Nouvelle Vague στο γαλλικό κινηματογράφο. Όπως αναφέρει ο συγγραφέας, «Εκτός από το Γάλλο συγγραφέα Ζαν Φρανσουά Βιλάρ, πολύ αμυδρά στο μυθιστόρημά του «Το ταγκό της Βαστίλλης», κανένας άλλος δεν έχει καταγράψει πληροφορία ή μαρτυρία για τους Αυτορεαλιστές». Αυτοί ήταν λατινοαμερικάνοι εξόριστοι που γέμισαν πολλούς τοίχους του Παρισιού με αυτοπροσωπογραφίες σε αφίσες, για να καταγγείλουν τη φρίκη των βασανιστηρίων στις δικτατορίες της Λατινικής Αμερικής. Ο συγγραφέας στην τεράστια έρευνα που έκανε για τη συγγραφή του βιβλίου, εντόπισε έναν από την ομάδα, ο οποίος του έδωσε μια φωτοτυπία μιας αυτοπροσωπογραφίας του Αντονέν Αρτώ την οποία τοιχοκολλούσαν οι Αυτορεαλιστές μαζί με τις δικές τους. Οι πρωταγωνιστές του μυθιστορήματος είναι οι ζωγράφοι, οι λατινοαμερικάνοι εξόριστοι ζωγράφοι από τη Χιλή, την Ουρουγουάη, την Αργεντινή και το Μεξικό. Αλλά δεν είναι μόνο καλλιτέχνες, έχουν πάρει ενεργά μέρος σε κοινωνικούς αγώνες, οι τρεις μάλιστα έχουν και ένοπλη δράση. «Αυτοί που έκαναν κριτική στην κοινωνική στράτευση στις αρχές της δεκαετίας του εξήντα, γίνονται πολιτικοί καλλιτέχνες στο τέλος της ίδιας δεκαετίας». «Αλλά… Αλλά εσείς είστε καλλιτέχνες. Στο όνομα τίνος… Γιατί… σκοτώσατε ανθρώπους;» Στο Παρίσι τους γνωρίζει ο αφηγητής, ο οποίος βρίσκεται εκεί για να γράψει μια βιογραφία της Τζιν Σίμπεργκ (Jean Seberg), της θρυλικής Αμερικανίδας ηθοποιού με την περιπετειώδη ζωή και τις ανατρεπτικές ιδέες. Και τίθεται το ερώτημα «Αλλά… Αλλά εσείς είστε καλλιτέχνες. Στο όνομα τίνος… Γιατί… σκοτώσατε ανθρώπους;» Το ερώτημα θα απαντηθεί όχι μόνο από τα επιχειρήματα, αλλά και από την ίδια τη ζωή των ζωγράφων. Την ίδια περίοδο στο Παρίσι, σε μια «περίεργη» εποχή, (ο ιστορικός χρόνος δεν συμπίπτει με το μυθιστορηματικό) ο αφηγητής συναντά τον Γκυ Ντεμπόρ και τους Καταστασιακούς, παίρνει συνέντευξη από τον Ζαν Λυκ Γκοντάρ, κάνει φιλία με τον Χουάν Γκοϊτισόλο, διάσημο Ισπανό συγγραφέα εξόριστο από τη δικτατορία του Φράνκο, «αιρετικό» από πολλές απόψεις. Τότε ο βρόμικος πόλεμος των Γάλλων στην Αλγερία αναδύεται μέσα από τις λεπτομέρειες της υπόθεσης. Φυσικά από το Παρίσι με τους λατινοαμερικάνους εξόριστους δεν θα μπορούσε να λείπει ούτε ο Κορτάσαρ, ούτε το «Κουτσό» του. Λέει ο ίδιος ο συγγραφέας στις ευχαριστίες του επιλόγου της μεξικάνικης έκδοσης: «Στην πραγματικότητα, η δομή του βιβλίου είναι ένα “Παρουσιάστε όπλα”, μπροστά στον Κορτάσαρ. Σε κάθε αφηγηματική αρχιτεκτονική στα ισπανικά νομίζω ότι ο κανόνας μέτρησης είναι ο Κορτάσαρ. Ο σχεδιασμός του στο Κουτσό είναι μοναδικός και μεγαλειώδης, όμως ο Αργεντινός συγγραφέας έχει πολλά περισσότερα απ’ αυτό. Πολλά. Γι’ αυτό και αναζητώ την αντιπαράθεση μαζί του. Και ίσως γι’ αυτό ο αναγνώστης μπορεί ν’ αρχίσει το βιβλίο απ’ οποιοδήποτε κεφάλαιο, δεν έχει σημασία η σειρά, και πάντοτε θα διαβάζει την ίδια ιστορία (…) Η ιστορία δεν θα αλλάζει, θα είναι η ίδια ανάγνωση αλλά ωστόσο θα είναι μια άλλη, η δική του ιστορία.» Βασικό εργαλείο του Άνχελ δε λα Κάγιε είναι η εικόνα και, όπως λέει ο Πάκο Ιγνάσιο Τάιμπο ΙΙ στον πρόλογό του, ο Άνχελ «όταν αφηγείται επιτρέπει στον εαυτό του τα πάντα, όνειρα, παράπλευρες διαδρομές μέσα σε παράπλευρες διαδρομές, πηγαίνει από το ρεαλισμό στον μαγικό ρεαλισμό, όπως λχ. στις υπέροχες σελίδες της δραπέτευσης του Μπαραγάν από τη σφαγή του Τλατελόλκο με τον Βαν Πάαλεν, όπου έφτασα να πιστέψω ότι το αεροπλάνο που τον έπαιρνε από το Μεξικό το πιλοτάριζε ο Μαρλώ ή ο Σαιν-Εξυπερύ.» Ο κατά κάποιο τρόπο «δάσκαλος» του Άνχελ, Πάκο Ιγνάσιο Τάιμπο ΙΙ, δεν κρύβει τον ενθουσιασμό του: «Όσο προχωρώ στην ανάγνωση της Πολεμικής Ζωγραφικής, τόσο βυθίζομαι στην περιπλοκότητα μιας εποχής, ακούω τον απόηχο παλιών λογομαχιών, αρχίζω να βλέπω ξεχασμένα πρόσωπα και ξεχασμένες συζητήσεις. Και πρέπει να ευχαριστήσουμε τον Άνχελ για τα αστικά τοπία του, για τις συνεχείς αναπαραγωγές πινάκων ζωγραφικής, τις φωτογραφίες και τις τοιχογραφίες, για την αγάπη του για τις λεπτομέρειες, την ικανότητά του να συμπυκνώνει την ιστορία σ’ ένα χαμένο παπούτσι…» «Διαβάζω μόνο την πρώτη και την τελευταία σελίδα κάθε βιβλίου. Εκεί συγκεντρώνονται οι καλύτερες φράσεις των συγγραφέων …και αυτές βάζω τους ηθοποιούς να πουν» «Το σινεμά, η τέχνη των μαζών, θα γινόταν χρήσιμη, θα ήταν η υπέρβαση της αστικής τέχνης και των αντιφάσεών της. Και βλέπετε τώρα που κατέληξε, μια ατραξιόν για τα πανηγύρια, κατάντησε κάτι πολύ χειρότερο απ’ αυτό που προσπαθούσε να ξεπεράσει…» Πηγή (Δική μου σημείωση: το άρθρο είχε γραφτεί πριν από την έκδοση του κόμικ στα ελληνικά. Ο συγγραφέας του άρθρου είναι και ο μεταφραστής της ελληνικής έκδοσης)
-
- 6
-
-
- Angel de la Calle
- Χρώματα Πολέμου
-
(and 3 more)
Tagged with:
-
Τίτλος πρωτότυπου: Pinturas de guerra (Reino del Cordelia S.L., 2017) Βρισκόμαστε στη Χιλή, μετά το πραξικόπημα του Πινοτσέτ Μια σχετικά μεγάλη παρέα ευκατάστατων ανθρώπων έχει μαζευτεί σε ένα σπίτι και συζητούν περί τέχνης και άλλων ανώδυνων θεμάτων. Μια διακοπή ρεύματος οδηγεί ένα από τα μέλη της ομήγυρης στο υπόγειο του σπιτιού, όπου θα κάνει μια φρικτή ανακάλυψη. Αμέσως μετά, ξεκινά ένα καινούριο κεφάλαιο, όπου ένας νεαρός Ισπανός κομίστας, ονόματι Άνχελ Δε Λα Κάγιε πηγαίνει στο Παρίσι, για να γράψει ένα βιβλίο για την Αμερικανίδα ηθοποιό Τζιν Σίμπεργκ, η οποία σκοτώθηκε νέα σε ένα αυτοκινητιστικό δυστύχημα, που κάποιοι επέμεναν ότι ήταν στημένο. Εκεί, ο Δε Λα Κάγιε θα γνωρίσει πολλούς Γάλλους διανοούμενους, αλλά και Ισπανούς και κυρίως Λατινοαμερικανούς εξόριστους και θα εμπλακεί σε μια ιστορία, η οποία τον ξεπερνάει. Με συγχωρείτε, αλλά μου είναι αδύνατον να δώσω μια πιο λεπτομερή σύνοψη αυτού του απολύτως συναρπαστικού κόμικ, γιατί είναι τόσα πολλά τα πρόσωπα, που παρελαύνουν στις σελίδες του και τόσα πολλά τα θέματα, που θίγονται, τόσο πολυεπίπεδη και πολυπρόσωπη η αφήγηση, ώστε οτιδήποτε και να γράψω, θα αδικήσει το έργο. Αρκούμαι να σημειώσω, ότι πρόκειται για ένα απόσπασμα, ας το θέσω έτσι, από την ταραχώδη ιστορία της Λατινικής Αμερικής και από έναν πόλεμο, που διεξάγεται, όχι μόνο στο έδαφός της, αλλά ακόμη και στο εξωτερικό, όπου συγκρούονται οι διάφοροι αντιπρόσωποί της. Η πολιτική, η ιστορία, η τέχνη, αλλά και η προσωπική ιστορία συγκρούονται, αλλά και αλληλοσυμπληρώνονται μέσα στο αφηγηματικό παζλ του δημιουργού. Κατά τη γνώμη μου, το κόμικ είναι ένας θρίαμβος της αφήγησης, η οποία γίνεται μέσα από διάφορες οπτικές γωνίες και με διάφορους τρόπους, κάποιοι από τους οποίους δεν φαίνονται αρχικά να σχετίζονται μεταξύ τους. Για παράδειγμα, η ιστορία του πρώτου κεφαλαίου ξεχνιέται, αλλά θα τη βρούμε μπροστά μας κάπου στη συνέχεια, αλλά και στο πικρό, πάρα πολύ πικρό τέλος του κόμικ. Ο Δε Λα Κάγιε στο επίμετρο του κόμικ αναφέρει ως παντοτινή έμπνευσή του τον Αργεντινό συγγραφέα Χούλιο Κορτάσαρ (όσοι έχετε διαβάσει "Το Κουτσό", θα καταλάβετε γιατί), αλλά πιστεύω, ότι χρωστά πολλά και στο Χιλιανό Ρομπέρτο Μπολάνιο, τον οποίον επίσης αναφέρει, και το βιβλίο του οποίου "2666" με την κατακερματισμένη αφήγησή του ρίχνει τη σκιά του στο κόμικ. Και φυσικά, υπάρχει και ο Φίλιπ Κ. Ντικ, αφού ο Δε Λα Κάγιε του κόμικ διαβάζει συνεχώς τον "Άνθρωπο στο Ψηλό Κάστρο", αλλά και ο Γκι Ντεμπόρ και ο Αντονέν Αρτό και πάρα πολλοί άλλοι. Δεν θέλω να κοροϊδέψω κανέναν και καμία: δεν τρελάθηκα με το προηγούμενο κόμικ του Δε λα Κάγιε, το "Τίνα Μοντόττι", ούτε μου αρέσει ιδιαίτερα η σχεδιαστική τεχνική του. Βεβαίως, έχει ωραίες εμπνεύσεις και σε ορισμένα σημεία τα σχέδιά του είναι πολύ δυνατά και γενικά η σκηνοθεσία του επιτυχημένη. Ίσως όμως, να ήταν καλύτερα να είχε σχεδιάσει το κόμικ κάποιος άλλος. Μου φάνηκε όμως τόσο δυνατή και τόσο ενδιαφέρουσα η ιστορία, ώστε πραγματικά, δεν με ένοιαξε αυτό. Κατά την άποψή μου, ακόμη κι αν δεν σας άρεσε η "Τίνα Μοντόττι", σας προτρέπω να δώσετε μια ακόμη ευκαιρία στο Δε Λα Κάγιε και είμαι σίγουρος, ότι θα σας δώσει τροφή για πολύ σκέψη. Η έκδοση είναι πάρα πολύ ωραία και η μετάφραση του Κρίτωνα Ηλιόπουλου, ο οποίος έχει μεταφράσει πάρα πολλά έργα Ισπανών και ισπανόφωνων συγγραφέων, εξαιρετική με αρκετές σημειώσεις, που βοηθούν στην κατανόηση του κειμένου, αν και θεωρώ, ότι χρειαζόντουσαν και κάποιες ακόμη. Τα σκαναρίσματα του εξωφύλλου και του οπισθόφυλλου έγιναν από εμένα, οι εσωτερικές εικόνες είναι από το Ίντερνετ. Πηγές για περαιτέρω μελέτη: Συνέντευξη του Δε Λα Κάγιε στην Αγγελική Βασιλάκου για τη lifo Κριτική του Γιάννη Κουκουλά Άρθρο του μεταφραστή του κόμικ, Κρίτωνα Ηλιόπουλου, που γράφτηκε αρκετά πριν από την έκδοση του βιβλίου στα ελληνικά
- 1 reply
-
- 16
-
-
-
- Angel de la Calle
- Χρώματα Πολέμου
-
(and 3 more)
Tagged with:
-
Άνχελ δε λα Κάγιε: «Ζούμε στην εποχή του νεολιμπεραλισμού, αλλά θα τον αλλάξουμε» Το καταιγιστικό graphic novel «Χρώματα Πολέμου» του Ισπανού Άνχελ δε λα Κάγιε μόλις εκδόθηκε στα ελληνικά και ο δημιουργός του ήρθε στην Αθήνα για να το παρουσιάσει. Φωτ.: Πάρις Ταβιτιάν/LIFO Αγγελική Βασιλάκου Το καταιγιστικό graphic novel του Ισπανού Άνχελ δε λα Κάγιε (Άγγελος του Δρόμου) μας μεταφέρει στην Pont Neuf του Παρισιού του Κορτάσαρ και μας γεννάει την επιθυμία να ξαναδιαβάσουμε τον «Άνθρωπο στο ψηλό κάστρο» του Φίλιπ Ντικ, να ξαναδούμε το «Με κομμένη την ανάσα του Γκοντάρ» ή να αναρωτηθούμε πού κρύφτηκαν στη βιβλιοθήκη μας τα μανιφέστα του Γκι Ντεμπόρ. Βραβευμένο στη Βαρκελώνη (A’ βραβείο του Salón Internacional del Cómic), το βιβλίο μόλις εκδόθηκε στα ελληνικά και ο δημιουργός του ήρθε στην Αθήνα για να το παρουσιάσει. Ο Άνχελ δε λα Κάγιε κριτικός, δημιουργός κόμικ, συγγραφέας μονογραφιών για αγαπημένους του κομίστες, όπως ο Ούγκο Πρατ («Το χέρι του θεού»), δημοσίευσε δείγματα δουλειάς του το 1977 στα ισπανικά περιοδικά «Star», «Rambla», «Comix Internacional», «Zona 84», το σουηδικό «Tung Metal», το γαλλικό «Fantastik» και το αμερικανικό «Heavy Μetal». Είναι δημιουργός δύο graphic novels «TINA MODOTTI. Από την τέχνη στην επανάσταση» (εκδ. ΚΨΜ). Ο χαρακτήρας είναι ένας αδαής που βγαίνει από το καταπιεστικό καθεστώς του Φράνκο και τυφλωμένος από τη λάμψη της Αμερικανίδας μούσας της nouvelle vague, πέφτει κατευθείαν στα βαθιά. Κι όλους αυτούς γύρω του, καλλιτέχνες κυρίως, δεν τους καταλαβαίνει, ασκούν όμως μια περίεργη έλξη πάνω του. Γι’ αυτό θέτει το ερώτημα: «Αλλά… Αλλά εσείς είστε καλλιτέχνες. Στο όνομα τίνος… Γιατί… σκοτώσατε ανθρώπους;». Κοιτάζει γύρω του, ρουφώντας και την παραμικρή λεπτομέρεια, απολαμβάνοντας κρυφά νοήματα, πασχίζοντας να συνδέσει ιστορία με φρέσκιες πληροφορίες, κάνοντας ερωτήσεις. «Τι είναι εδώ;» Δείχνει την πινακίδα στη βόρεια κλιτύ, το σημείο απ’ όπου κατάφεραν ο Μανώλης Γλέζος και ο Απόστολος Σάντας να προσπελάσουν τον βράχο για να κατεβάσουν τη σβάστικα από την Ακρόπολη. Του εξηγώ. «Η Αθήνα αστράφτει στον ήλιο, ανοιχτή πόλη» λέει, ξεκλέβοντας το βλέμμα του από την Ακρόπολη. Μετά, στο μουσείο, μπροστά στις μετόπες, η μία δίπλα στην άλλη, σαν comic strip, γυρνάει προς την πόλη που τις αγκαλιάζει απ’ έξω και μόλις φτάνουμε στο καφέ εντοπίζει έναν φοίνικα και βγάζει τα μολύβια του. Και τότε, ενώ σχεδιάζει σε κείνο το τετράδιο το προορισμένο αποκλειστικά για φοίνικες που συναντάει στο πέρασμά του, λέει: «Ξέρεις, τα «Χρώματα Πολέμου» είναι ένα βιβλίο που αναγκάστηκα να κάνω». — Με ποια αφορμή; Το 2008 με κάλεσαν στο Μπουένος Άιρες για να παρουσιάσω το πρώτο μου graphic novel, το «TINA MODOTTI: Από την τέχνη στην επανάσταση». Εκεί ήρθα σε επαφή με τη σύγχρονη λατινοαμερικάνικη τέχνη, κι αυτό που με συντάραξε, το πιο εμβληματικό έργο, ήταν το σώμα, το σώμα μιας γυναίκας με λευκό μαντίλι, μιας Μητέρας ή Γιαγιάς της Πλατείας του Μαΐου (Asociación Madres de Plaza de Mayo). Αυτές οι ατρόμητες γυναίκες που κράδαιναν επί τριάντα χρόνια κάτω από το προεδρικό μέγαρο, την Κάσα Ροσάδα, το πορτρέτο ενός ντεσαπαρεσίδο, ενός αγνοούμενου γιου, κόρης, αδελφού, εγγονού, με συγκλόνισαν. Ζήτησα να δω ιστοριέτας (κόμικ στα αργεντίνικα) με τους Μοντανέρος, τους αντάρτες της περονικής αριστεράς, και τις Μητέρες των ντεσαπαρεσίδος. Μου είπαν πως δεν υπήρχαν. Πλην του «El Eternauta 2» («Ο κοσμοναύτης του απείρου») του Έκτορ Έστερχελντ (ο οποίος απήχθη και αγνοείται από τις 27 Απριλίου του 1977) και του «El síndrome Guastavino» του Κάρλος Τρίγιο. Το πρώτο εμπίπτει στην κατηγορία επιστημονικής φαντασίας και πολιτικής αλληγορίας και στο δεύτερο ο βασανιστής είναι ένας «psycho killer», λες και βγήκε από τη «Σιωπή των Αμνών», και η ιστορία χάνει όλο της το νόημα, αφού ο δημιουργός δούλευε ήδη για την Ευρώπη. Ο χαρακτήρας είναι ένας αδαής που βγαίνει από το καταπιεστικό καθεστώς του Φράνκο και τυφλωμένος από τη λάμψη της Αμερικανίδας μούσας της nouvelle vague, πέφτει κατευθείαν στα βαθιά. Φωτ.: Πάρις Ταβιτιάν/LIFO — Σας γεννιέται, λοιπόν, η σκέψη «να γράψω γι’ αυτά»; Όχι ακόμα. Έφυγα από το Μπουένος Άιρες φορτωμένος βιβλία. Από τους τρεις τόμους της «Θέλησης» του Καπαρός και τα κείμενα για τα στρατόπεδα θανάτου στην Αργεντινή της Πιλάρ Καλβέιρο ως την αφήγηση του Χουάν Γκασπαρίνι, που ήταν υπεύθυνος οικονομικών των Μοντονέρος και τώρα εργάζεται στη Γενεύη… και τότε άρχισα να καταλαβαίνω. Πολλούς απ’ αυτούς τους ήξερα (τους είχα γνωρίσει στη Semana Negra, το επιδραστικότερο φεστιβάλ αστυνομικής λογοτεχνίας που ίδρυσε το 1987 ο Πάκο Τάιμπο ΙΙ στη Χιχόν της Ισπανίας). Απλώς δεν ήξερα ότι ήταν αντάρτες που είχαν επιβιώσει, κι αυτό με δυσκόλεψε ακόμα περισσότερο. Γιατί δεν αρκούσε να ξεθάψω την αλήθεια, έπρεπε να είμαι ικανός και να τη διηγηθώ. Αυτό απαιτούσε τεράστια έρευνα που με οδήγησε ξανά πίσω στο Μπουένος Άιρες, στο Μοντεβιδέο, στο Σαντιάγο της Χιλής, στο Μεξικό, για να ακούσω τους πρωταγωνιστές της εποχής να μιλάνε. Τότε έμαθα για τη σύντομη δράση (επί δύο μήνες στα τέλη του 1981) των αυτορεαλιστών στο Παρίσι. — Μιλάτε για τη Μάργκα, τον Ματίας, τον Ενρίκε και τον Χαβιέρ, τέσσερις από τους ζωγράφους του βιβλίου που εγκατέλειψαν τα πινέλα για τα όπλα και τη Λατινική Αμερική για το Παρίσι, ενώ βρισκόταν σε πλήρη εξέλιξη η Επιχείρηση Κόνδωρ υπό την αιγίδα του Κίσινγκερ; Αυτοί οι πρώην αντάρτες, οι αυτορεαλιστές, όπως αυτοαποκαλούνταν, χρησιμοποιούσαν το ίδιο τους το πρόσωπο, αυτό που έχασαν κάτω από μια κουκούλα όσο καιρό αγνοούνταν, και τους τοίχους του Παρισιού ως υπόβαθρο αυτοπροσωπογραφίας για να καταγγείλουν τη φρίκη των βασανιστηρίων στις δικτατορίες της Λατινικής Αμερικής. Και, εκτός ενός που γνώρισα και αντιπάθησα το ’85 στη Βαρκελώνη και μου χάρισε μια ξεθωριασμένη φωτοτυπία του Αντονέν Αρτό που τοιχοκολλούσαν μαζί με τις δικές τους, σαν μανιφέστο, εξοντώθηκαν όλοι. Αρχίζουν να μπαίνουν αλλεπάλληλες στρώσεις στην αφήγηση. Ας σταθούμε λίγο στη σύνοψη της πλοκής και ας δώσουμε τον λόγο στον Πάκο Τάιμπο ΙΙ. Στην Πόλη του Μεξικού, άλλωστε, πρωτοκυκλοφόρησε το βιβλίο το 2016, όπου μοιράστηκε σε χίλιους ανθρώπους στη Γιορτή Βιβλίου του Σόκαλο, και το τρομερό δεν είναι ότι ο Άνχελ παραχώρησε τα δικαιώματα για να γίνει αυτό αλλά καρφώθηκε σε μια καρέκλα επί δύο ημέρες και αφιέρωσε το βιβλίο του σε χίλιους ανθρώπους, κάνοντας στον καθένα ξεχωριστά και από μια μικρή ζωγραφιά! «Τα “Χρώματα Πολέμου” είναι ένας αφηγηματικός άθλος. Ο Άνχελ είναι ένας μπαρόκ αφηγητής. Ο ήρωάς του είναι ένας Ισπανός που βρίσκεται στο Παρίσι για να γράψει μια βιογραφία της καταραμένης πριγκίπισσας του αμερικανικού κινηματογράφου Τζιν Σίμπεργκ. Αλλά οι ιστορίες μπλέκονται στον δρόμο του και φτάνει μια στιγμή που στο βιβλίο συνυπάρχουν επτά διαφορετικά ρεαλιστικά επίπεδα. Και λες, μα καλά, έχει τον ήρωα, έχει τη Σίμπεργκ, τον πράκτορα της CIA και τον αντίστοιχο συνάδελφό του στις γαλλικές μυστικές υπηρεσίες, μπλεγμένες στον βρόμικο πόλεμο της Αλγερίας, και ξαφνικά στήνει δευτερεύοντες χαρακτήρες, έχοντας ήδη είκοσι κεντρικά πρόσωπα! Μα είναι τρελός, πώς θα χειριστεί με ακρίβεια όλα αυτά τα κλειδιά της αφήγησης, επιτρέποντας σε δεκάδες πρόσωπα και ιστορίες να συναντηθούν σε μια κεντρική ιστορία; Κι έτσι αρχίζει η επεισοδιακή συνεύρεση αυτών των αβανγκάρντ καλλιτεχνών, των τσακισμένων ψυχικά και σωματικά από τις δικτατορίες: μιας Χιλιανής ζωγράφου, μέλους του MIR, ενός Ουρουγουανού ζωγράφου, μέλους των ανταρτών Τουπαμάρος, ενός Μεξικανού επιζώντα από τη σφαγή του Τλατελόλκο, κι ενός ζωγράφου, μέλους των ανταρτών Μοντονέρος της Αργεντινής. Κι όλοι αυτοί συναντιούνται στο Παρίσι, ενώ ο αφηγητής, ένας νεαρός Ισπανός, μπαίνει στην ιστορία από μια παρεξήγηση, όταν ένας ταξιτζής τον αφήνει στο λάθος σημείο, παρασύροντας τον αναγνώστη σε τέτοιους δαιδάλους και αστυνομικές ίντριγκες, που μόνο μια μνημειώδης αφήγηση κι ένα μεγάλο βιβλίο μπορεί να του χαρίσει!» Πάκο Τάιμπο ΙΙ. — Αυτός ο Ισπανός είστε εσείς; (Γελάει) Είναι μάλλον ένα αφηγηματικό πρόσχημα. Ο χαρακτήρας είναι ένας αδαής που βγαίνει από το καταπιεστικό καθεστώς του Φράνκο και τυφλωμένος από τη λάμψη της Αμερικανίδας μούσας της nouvelle vague, πέφτει κατευθείαν στα βαθιά. Κι όλους αυτούς γύρω του, καλλιτέχνες κυρίως, δεν τους καταλαβαίνει, ασκούν όμως μια περίεργη έλξη πάνω του. Γι’ αυτό θέτει το ερώτημα: «Αλλά… Αλλά εσείς είστε καλλιτέχνες. Στο όνομα τίνος… Γιατί… σκοτώσατε ανθρώπους;». Πολιτική κάνει η Marvel, αυτοί ξέρουν από πολιτικό ακτιβισμό. Γι’ αυτό και κάθε παιδί στην Ισπανία ξέρει τον Πρώτο Εκδικητή, τον Κάπταιν Αμέρικα, όπως και το τελευταίο παιδί στην Αφρική ξέρει τον «Iron Man». Φωτ.: Πάρις Ταβιτιάν/LIFO — Μιλάμε για μια ζόρικη τοιχογραφία με αιματηρά στρατιωτικά πραξικοπήματα, ανθρώπους που πίστεψαν ότι ήταν η χώρα και ήταν μονάχα το τοπίο και αγωνίζονταν από την εξορία για τα ανθρώπινα δικαιώματα όσων παρέμεναν στα κολαστήρια της Νότιας Αμερικής. Ποια στιγμή αποφασίσατε να γράψετε το βιβλίο; Όταν επέστρεψα στο Μπουένος Άιρες, το ζοφερό κέντρο βασανιστηρίων και εξόντωσης της Σχολής Ναυτικού και Μηχανικού, η ESMA, είχε μετατραπεί σε Κέντρο Μνήμης. Αποφασίζω να πάω. Τελευταία στιγμή μπαίνει κι ένας συγγραφέας Αργεντίνος στο ταξί. Δεν τον ξέρω, δεν τον έχω διαβάσει. Φτάνουμε, ρωτούν αν έχω ραντεβού (κλείνεται τρεις μήνες πριν). Αρχίζω τις κλάψες, έχω κάνει 13.000 χιλιόμετρα για να φτάσω εδώ, ώσπου ακούγεται η φωνή του συνοδού μου: «Λέγομαι Μιγκέλ Άνχελ Μολφίνο, η μητέρα μου ήταν εδώ πριν δολοφονηθεί στη Μαδρίτη και η αδελφή μου εδώ εξαφανίστηκε. Κι εκείνο το νούμερο εκεί, το 93, είναι ο ανιψιός μου. Θέλω να επισκεφτώ τον χώρο με τον Ισπανό φίλο μου». Μόλις μπήκαμε, ταράχτηκα. Μου είχαν περιγράψει το μέρος, είχα δει σχεδιαγράμματα. Αυτό που έβλεπα δεν είχε καμία σχέση. Το ήξερα, γιατί στο μεταξύ είχα γνωρίσει και τρεις γυναίκες που είχαν επιβιώσει, όπως η Miriam Lewin, που είναι σήμερα πολύ γνωστή δημοσιογράφος και το βιβλίο της «Iosi, el espía arrepentido» έχει γίνει σειρά στο Netflix. Έκανα να βγάλω τη μηχανή μου. «Απαγορεύεται, δεν είναι θεματικό πάρκο εδώ», μου είπαν. «Έχω όμως μπλοκ και μολύβι. Κι αν δεν με αφήσετε να ζωγραφίσω, θα το κάνω ούτως ή άλλως και θα προσθέσω κι άλλα παράθυρα». Ρώτησαν αν είμαι σχεδιαστής. Και μου είπαν ότι κάτω από τις στρώσεις της μπογιάς ανακάλυψαν έναν τοίχο ζωγραφισμένο από έναν απαχθέντα, αν ήθελα μπορούσα να τον δω. Κι εγώ είπα ναι. Στην ESMA κάθε Τετάρτη και Πέμπτη υποτίθεται ότι σε μετέφεραν σε μια νόμιμη φυλακή. Έτσι έλεγαν. Στην πραγματικότητα, άκουγες το νούμερό σου, σου έκαναν μια ένεση για να σε ναρκώσουν, σ’ έβαζαν σε ένα αεροπλάνο και από κει σε πετούσαν στο Ρίο ντε Λα Πλάτα. Το έκαναν αυτό τουλάχιστον πέντε χιλιάδες φορές. Η ζωγραφιά ήταν στον χώρο όπου έκαναν την ένεση, και σκέφτηκα: «Μαλάκα, είναι ζαβλακωμένος, όχι ηλίθιος, ξέρει τι τον περιμένει, και το τελευταίο πράγμα που κάνει είναι να αφήσει το σημάδι του». Εκείνη τη στιγμή ένιωσα ότι πρέπει να πω την ιστορία του, αλλιώς δεν θα την έλεγε κανείς. — Η Τίνα Μοντόττι, η ηρωίδα του προηγούμενου βιβλίου σας, αλλά και η Τζιν Σίμπεργκ πέθαναν στο πίσω μέρος ενός αυτοκινήτου. Τι άλλο συνδέει αυτές τις δύο γυναίκες; Είναι ακριβώς η ίδια ιστορία με διαφορά μισού αιώνα. Την πρώτη την ανακάλυψα στο βιβλίο «Ο Τρότσκι στο Μεξικό». Υπήρχε μια φράση που μου έμεινε: «Τι σχέση μπορεί να είχε το παράξενο ζευγάρι που αποτελούσαν ο πράκτορας της Κομιντέρν Βιτόριο Βιντάλι και η εξωτική τυχοδιώκτρια Τίνα Μοντόττι». Μου άρεσε αυτό το «εξωτική τυχοδιώκτρια», όπως μου άρεσε ακόμα περισσότερο ο έρωτάς της με τον νεαρό Κουβανό εξόριστο Χούλιο Αντόνιο Μέγια, από τους ιδρυτές του Κ.Κ. Κούβας, που είχε πέσει σε δυσμένεια για τις φιλοτροτσκιστικές του θέσεις. Ο Μέγια δολοφονήθηκε στις 10 Ιανουαρίου 1929 στους σκοτεινούς δρόμους της Πόλης του Μεξικού, βαδίζοντας αγκαλιασμένος με την Τίνα, μια γυναίκα που πολέμησε για δίκαιο σκοπό κάτω από λάθος σημαία, τη σημαία του σταλινισμού. Αυτό που τη χαρακτηρίζει όμως είναι η τέχνη της· υπήρξε μία από τις μεγαλύτερες φωτογράφους του εικοστού αιώνα και για μένα αυτό είναι σημαντικότερο απ’ το ότι ήταν ηρωίδα του ισπανικού εμφύλιου, ή πρωταγωνίστρια του βωβού κινηματογράφου στο Χόλιγουντ, ή μοντέλο για τις τοιχογραφίες του Ντιέγο Ριβέρα. Οι φωτογραφίες που τράβηξε η Τίνα του Μέγια, το πορτρέτο του, είχε εκείνη την εποχή τη θέση που θα καταλάμβανε αργότερα η φωτογραφία του Τσε Γκεβάρα από τον Αμπέρτο Κόρντα. «Όταν η Τζιν Σίμπεργκ βρίσκεται στην οθόνη, δεν μπορείς να κοιτάξεις τίποτε άλλο», έλεγε ο Φρανσουά Τριφό. Αυτή η φράση συνοψίζει, νομίζω, τα πάντα. Σταρ του Χόλιγουντ που από την εφηβεία της συμμετείχε σε δράσεις της NAACP κατά των φυλετικών διακρίσεων, σχετικά με την ισότητα των δυο φύλων ή τα δικαιώματα των ζώων, ακτιβίστρια στο πλευρό των Μαύρων Πανθήρων, συνδεδεμένη για πάντα στο μυαλό των σινεφίλ με την ταινία του Ζαν Λικ Γκοντάρ «Με κομμένη την ανάσα», η Τζιν Σίμπεργκ μου αποκάλυψε στα δεκάξι μου χρόνια κάτι σημαντικό. Η ταινία της, απαγορευμένη στην Ισπανία του Φράνκο για άτομα κάτω των δεκαοκτώ, ήταν πρακτικά απροσπέλαστη για μένα. Την ερωτεύτηκα από μια φωτογραφία ενός περιοδικού που μιλούσε για την ταινία. Κι έτσι κατάλαβα ότι δεν χρειάζεται να έχεις δει όλες τις ταινίες ή να διαβάσεις όλα τα βιβλία για να ξέρεις ποια ταινία ή ποιο βιβλίο θα σε σημαδέψει για πάντα. — Στο δικό σας βιβλίο, πάντως, τα «Χρώματα Πολέμου», δύο τίτλοι επανέρχονται σταθερά: «Ο άνθρωπος στο ψηλό κάστρο» του Φίλιπ Κ. Ντικ και το «Κουτσό» του Χούλιο Κορτάσαρ… Ο «Άνθρωπος στο ψηλό κάστρο» είναι το καλύτερο αμερικανικό μυθιστόρημα της δεκαετίας του ’60. Ανάπτυγμα του διηγήματος του Μπόρχες «Tlön, Uqbar, Orbis Tertius», μιλάει για την τέχνη που, καθώς έχει απαγορευτεί, επανεφευρίσκεται στα χέρια δύο πλαστογράφων και ενός διακινητή. Και η ιδέα του απαγορευμένου βιβλίου που περιγράφει ότι τον πόλεμο δεν τον κέρδισε ο άξονας, ότι η Ιστορία δεν είναι έτσι, ότι η ζωή είναι μια απομίμηση, αλλάζει την πραγματικότητα και αποσταθεροποιεί την πολιτική τάξη. Και, διάολε, αν είσαι Ισπανός, είναι ένα απολύτως ρεαλιστικό βιβλίο, όχι μια δυστοπία. Αφού στη χώρα μου τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο τον κέρδισαν οι ναζί και ζούμε υπό την κυριαρχία τους μέχρι κι εγώ δεν ξέρω πότε. Το «Κουτσό» του Κορτάσαρ είναι το κορυφαίο ισπανόφωνο μυθιστόρημα του εικοστού αιώνα. Βιβλίο αναφοράς μιας ολόκληρης γενιάς Λατινοαμερικάνων, όπου ανήκει η Μάργκα και οι άλλοι ήρωες του βιβλίου «Χρώματα Πολέμου». Βιβλίο μοντέρνο που απαιτεί τη σωματική παρουσία του αναγνώστη. Φωτ.: Πάρις Ταβιτιάν/LIFO — Τα «Χρώματα Πολέμου» κλείνουν και ανοίγουν με μια περίεργη γιορτή όπου ο ήρωας (και ο αναγνώστης) καταβυθίζεται στο κάστρο του «Δράκουλα» του Στόκερ, «όπου λάμιες διψασμένες για αίμα κάνουν τη βρόμικη δουλειά τους». Ναι, είναι το σπίτι της ποιήτριας Μαριάνα Καγέχας και του Αμερικανού συζύγου της και πράκτορα της CIA Μίκαελ Τάουνλι στα περίχωρα του Σαντιάγο, που τους είχε παραχωρήσει η DINA (η υπηρεσία πληροφοριών του Πινοτσέτ), της οποίας ήταν πράκτορες. Εκεί διοργάνωναν λογοτεχνικές βραδιές με μεγάλη επιτυχία και πολλούς καλεσμένους, ενώ στα υπόγεια του αχανούς σπιτιού υπήρχε ένα κέντρο βασανιστηρίων όπου διαπράττονταν οι πιο φρικτές κτηνωδίες. Η ιστορία είναι πραγματική. Την έχουν καταγράψει ο Πέδρο Λεμεμπέλ και ο Ρομπέρτο Μπολάνιο στην «Τελευταία νύχτα στη Χιλή». Ο Τάουνλι και η Καγέχας καταδικάστηκαν για τις δολοφονίες πολιτικών αντιπάλων της δικτατορίας, μεταξύ των οποίων και του Ορλάντο Λετελιέ, που ανατίναξαν με βόμβα στις ΗΠΑ, όπου διέφυγε ο Τάουνλι. Η Καγέχας συνέχισε να ζει ανενόχλητη στη βίλα της. Της ζήτησα συνέντευξη, αλλά αρνήθηκε να μου μιλήσει. — Απ’ όλες αυτές τις κουβέντες με τους επιζήσαντες τι σας εντυπωσίασε περισσότερο; Τρία πράγματα. Γιατί γίνονται βασανιστήρια; Τα δύο πρώτα χρόνια της δικτατορίας στην Αργεντινή, μεταξύ ’76 και ’78, ο Κίσινγκερ τους είχε δασκαλέψει να ξεμπερδεύουν το ταχύτερο δυνατό με τους πολιτικούς τους αντιπάλους. Ένας από τους επιζήσαντες της ESMA, ο Χουάν Γκασπαρίνι, μου είπε ότι υπήρχε μια ατέλειωτη ουρά ανθρώπων που περίμεναν να περάσουν από την πικάνα (το μηχάνημα βασανιστηρίων με ηλεκτροσόκ), κι αν αργούσες να κελαηδήσεις, σε καθάριζαν και περνούσαν στον επόμενο. Το 1977 ουσιαστικά είχαν ξεπαστρέψει τους πάντες, καταφέρνοντας να σκορπίσουν τον τρόμο για τα επόμενα σαράντα τόσα χρόνια. Γι’ αυτό γίνονται τα βασανιστήρια. Το δεύτερο ήταν η φύση των βασανιστών. Αστυνομικοί, ναυτικοί, δημόσιοι υπάλληλοι, νέοι και σφριγηλοί, βιάζουν ένα-δυο μήνες ‒ πώς συνεχίζουν, τέρατα είναι; Ανακάλυψα ότι οι βασανιστές έπαιρναν τα υπάρχοντα των απαχθέντων και τα πουλούσαν, στη συνέχεια τα σπίτια τους, και μετά άρχισαν τις απαγωγές ατόμων απλώς της ανώτερης τάξης… ώσπου βρήκαν τοίχο. Τρίτον, γιατί κάποιοι επέζησαν; Προφανώς και ξεχώριζαν. Ο Γκασπαρίνι, ας πούμε, ήταν ιδιοφυΐα στα οικονομικά, κάποιος άλλος καλλιτέχνης, άσος στην πλαστογράφηση εγγράφων, και κάποιες γυναίκες σεξουαλικές σκλάβες. Μία εξ αυτών μου ομολόγησε ότι τη μοναδική φορά που φοβήθηκε ήταν όταν ο βιαστής της την κοίταξε και της είπε: «Σε μισώ γιατί δεν μπορώ να κοιτάξω τη γυναίκα μου». — Σε όλο σας το έργο τέχνη και ακτιβισμός είναι αλληλένδετα, στα «Χρώματα Πολέμου» όμως αυτό είναι πιο έντονο. Υπήρξα ανέκαθεν πολιτικός ακτιβιστής. Και η δημιουργία του Φεστιβάλ Κόμικς το 1979 στο Αβιλές πολιτικός ακτιβισμός ήταν. Ωστόσο, αν θέλετε να διαβάσετε πολιτικό κόμικ, θα σας πρότεινα κάποιον τίτλο της Marvel, το «Nam», για παράδειγμα, που αφηγείται τον πόλεμο του Βιετνάμ με κριτικό τρόπο, όπως λένε. Όπως κάνουν και στον κινηματογράφο, όταν γυρίζουν το «Rambo», το «Platoon» και το «Αποκάλυψη τώρα» στο ίδιο στούντιο. Έχουμε πάντα μια μοναδική, μονόπλευρη εκδοχή του νικητή και του ηττημένου. Ποιος από μας διάβασε ποτέ ένα κόμικ βιετναμέζικο γι’ αυτόν τον πόλεμο; Ας μη γελιόμαστε, τα βιβλία μου είναι ιστορικά και κοινωνικά. Πολιτική κάνει η Marvel, αυτοί ξέρουν από πολιτικό ακτιβισμό. Γι’ αυτό και κάθε παιδί στην Ισπανία ξέρει τον Πρώτο Εκδικητή, τον Κάπταιν Αμέρικα, όπως και το τελευταίο παιδί στην Αφρική ξέρει τον «Iron Man». Η φιλοσοφία της Μαύρης Εβδομάδας, της SN, που διανύει τον τριακοστό πέμπτο χρόνο της, της μόνης λογοτεχνικής (και όχι μόνο) εβδομάδας που κρατάει δέκα μέρες και συγκεντρώνει πάνω από εκατόν πενήντα συγγραφείς απ’ όλο τον πλανήτη, είναι ότι η κουλτούρα, ο πολιτισμός δεν είναι αγαθό, είναι δικαίωμα. Γι’ αυτό και διατίθεται ελεύθερα. Φωτ.: Πάρις Ταβιτιάν/LIFO — Διευθύνετε από το 2012 τη Σεμάνα Νέγρα της Χιχόν. Φέτος ξεκινάει στις 8 Ιουλίου με μια διάλεξη του Γερμανού φιλόσοφου Stefan Gandler για την επίδραση της Σχολής της Φρανκφούρτης στην Ιβηρική Χερσόνησο και στη Λατινική Αμερική. Και ενώ ένα εκατ. κόσμος θα συνωστίζεται καθημερινά στους δρόμους για να δει εκθέσεις φωτογραφίας, να γνωρίσει συγγραφείς, να φάει και να πιει, να πάει στο λούνα παρκ και στη ροκ συναυλία με ελεύθερη είσοδο και να κλείσει τη βραδιά του με ένα ρεσιτάλ ποίησης στη μία τη νύχτα, μου λέτε ότι αυτό δεν είναι πολιτικός ακτιβισμός; Η φιλοσοφία της Μαύρης Εβδομάδας, της SN, που διανύει τον τριακοστό πέμπτο χρόνο της, της μόνης λογοτεχνικής (και όχι μόνο) εβδομάδας που κρατάει δέκα μέρες και συγκεντρώνει πάνω από εκατόν πενήντα συγγραφείς απ’ όλο τον πλανήτη, είναι ότι η κουλτούρα, ο πολιτισμός δεν είναι αγαθό, είναι δικαίωμα. Γι’ αυτό και διατίθεται ελεύθερα. — Αυτό, λοιπόν, τι σημαίνει; Ότι ισχύουν όλα όσα είπαμε προηγουμένως. Ζούμε στην εποχή του νεολιμπεραλισμού. Αυτός ο κόσμος έτσι είναι. Αλλά θα τον αλλάξουμε. — Το πιστεύετε αυτό; Προφανώς και το πιστεύω. Το λέει άλλωστε και ο τίτλος του βιβλίου μου, για το οποίο τόση ώρα μιλάμε. Τι σημαίνει «pinturas de guerra;» — Ο Iνδιάνος που βάφει μαύρο το σώμα του πριν πολεμήσει; Η γυναίκα που βάφεται πριν βγει να κατακτήσει τον έρωτα της ζωή της; Με μια λέξη; — Ετοιμοπόλεμος; Ναι! Πηγή
-
- 3
-
-
-
- Angel de la Calle
- Χρώματα Πολέμου
-
(and 1 more)
Tagged with:
-
Το ανθρώπινο πρόσωπο είναι ένα πεδίο θανάτου Γιάννης Κουκουλάς Μια συναρπαστική νουάρ αφήγηση μεταξύ Ιστορίας, πολιτικής φαντασίας και μαγικού ρεαλισμού από τον Ανχελ δε λα Κάγιε. Η πρόσφατη ιστορία της Λατινικής Αμερικής είναι γεμάτη επαναστάσεις, διαδηλώσεις, αγώνες για την ανεξαρτησία και την ελευθερία. Ταυτόχρονα όμως είναι γεμάτη και από αμερικανοκίνητες δικτατορίες, καταστολή, βασανιστήρια, θανάτους. Καλλιτέχνες, ζωγράφοι, συγγραφείς, ποιητές σε ολόκληρη τη Λατινική Αμερική δημιούργησαν τέχνη για να εκφράσουν την αντίσταση. Κάποιοι αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τη χώρα τους, κάποιοι άλλοι πλήρωσαν με την καριέρα ή και τη ζωή τους την πολιτική τους στράτευση. Σε μια πολυδαίδαλη και πολυεπίπεδη φανταστική ιστορία με αρκετά πραγματικά πρόσωπα του εικοστού αιώνα σε πρωταγωνιστικούς ρόλους, ο Ισπανός δημιουργός κόμικς Άνχελ δε λα Κάγιε (στα ελληνικά κυκλοφορεί επίσης το βιβλίο του «Tina Modotti» από τις εκδόσεις ΚΨΜ) «αφηγείται» στιγμιότυπα από αυτόν τον πολυτάραχο βίο της Λατινικής Αμερικής και των ανθρώπων της, καταδεικνύοντας την κοινή μοίρα τους αλλά και τη διαρκή επικαιρότητα της ανατροπής παρά τις διαδοχικές ήττες, τα βρόμικα μέσα και την υπεροπλία των αντιπάλων. Στα «Χρώματα Πολέμου» (εκδόσεις Red n’ Noir, μετάφραση: Κρίτων Ηλιόπουλος, 296 σελίδες), συνδυάζοντας με μοναδική επιδεξιότητα τις ζωές και τις περιπέτειες δεκάδων προσώπων που το καθένα κουβαλά μια ξεχωριστή ιστορία, συνθέτει ένα μωσαϊκό από αφηγήσεις για το παρελθόν της νότιας Αμερικής. Ένας πράκτορας της CIA, ένας συνάδελφός του στις γαλλικές μυστικές υπηρεσίες μπλεγμένος στον βρόμικο πόλεμο της Αλγερίας, μια Χιλιανή ζωγράφος, ένας ακόμα ζωγράφος, μέλος των ανταρτών Τουπαμάρος, και ένας τρίτος, μέλος των ανταρτών Μοντονέρος της Αργεντινής, ένας Μεξικανός επιζών από τη σφαγή του Τλατελόλκο συναντιούνται στο Παρίσι όπου διασταυρώνουν τη διαδρομή τους με αυτή ενός νεαρού Ισπανού που φιλοδοξεί να γράψει τη βιογραφία της καταραμένης «πριγκίπισσας» του αμερικανικού κινηματογράφου, Τζιν Σίμπεργκ Τα φανταστικά αυτά πρόσωπα, όμως, κουβαλούν και μεταφέρουν γνώσεις και εμπειρίες από πραγματικά γεγονότα που πλήγωσαν τη Νότια Αμερική και το μίγμα γίνεται ακόμα πιο εκρηκτικό όταν οι ζωές τους τέμνονται με αυτές πραγματικών προσώπων όπως του ιδρυτή της Καταστασιακής Διεθνούς, Γκι Ντεμπόρ, του φιλόσοφου Ζαν Πολ Σαρτρ, των δημιουργών κόμικς Ζακ Λουστάλ και Λορέντσο Ματότι κ.ά. Στο βιβλίο του Άνχελ δε λα Κάγιε, οι αναφορές σε πραγματικά γεγονότα και πρόσωπα είναι συνεχείς όπως και οι υπομνήσεις παρελθοντικών στιγμών. Αντί, ωστόσο, κάτι τέτοιο να λειτουργεί ανασταλτικά για τον αναγνώστη που δεν γνωρίζει κάθε πτυχή της Ιστορίας, λειτουργεί προτρεπτικά, παρακινεί στην περαιτέρω μελέτη και γνώση των συνθηκών που έφεραν τη Λατινική Αμερική στη σημερινή της κατάσταση. Εξίσου ενδιαφέρουσα είναι η συσχέτιση των γεγονότων και των προσώπων του βιβλίου με την Ιστορία της τέχνης και των κινημάτων από τα οποία αναδύθηκαν σημαντικές καλλιτεχνικές μορφές. Οι αναφορές στον αφηρημένο εξπρεσιονισμό, τον αντιφορμαλισμό, τον μινιμαλισμό, την Pop Art, τις περφόρμανς, τον αυτορεαλισμό δεν γίνονται για να μπερδέψουν τον αναγνώστη αλλά για να τον οδηγήσουν στην έννοια του πολιτισμικού ιμπεριαλισμού, στη διαφορά των έργων του Τζάκσον Πόλοκ από τις τοιχογραφίες του Ντιέγο Ριβέρα, στην κατανόηση της τέχνης που άνθισε στις μητροπόλεις του αμερικανικού νότου σε σχέση με αυτήν των ευρωπαϊκών πρωτευουσών. Κι όλα αυτά με την πολιτική να βρίσκεται δίπλα σε κάθε καλλιτεχνική δράση και πράξη. «Η Λατινική Αμερική είναι μια αποικία που εδώ και δυο αιώνες πολέμησε για την ανεξαρτησία της από την Ισπανία. Και τώρα προσπαθούμε να απελευθερωθούμε από τον αμερικανικό ιμπεριαλισμό, από την εξουσία του Βορρά. Αν δεν το δείτε έτσι, δεν θα καταλάβετε. Είμαστε Λατινοαμερικάνοι πατριώτες οπλισμένοι με ένα πινέλο και ένα τουφέκι», λέει ένας από τους χαρακτήρες του δε λα Κάγιε την ώρα που περιγράφει την αντάρτικη δράση του εναντίον αστυνομικών, πρακτόρων και στρατιωτικών με αναφορές στον Σιμόν Μπολιβάρ και τον Τσε Γκεβάρα. Αυτή την εκπληκτική ικανότητα του δε λα Κάγιε να συνδέει πολιτική, τέχνη, Ιστορία και φαντασία με αριστοτεχνικό τρόπο, επισημαίνει και ο Πάκο Ιγνάσιο Τάιμπο ΙΙ στον εξαιρετικό πρόλογό του: «Το βιβλίο αυτό είναι ένα αδιάκοπο κλείσιμο του ματιού που θα μας μεταφέρει στην Πον Νεφ του Παρισιού του Κορτάσαρ και στην ανάγκη να διαβάσουμε τον “Άνθρωπο στο Ψηλό Κάστρο” του Φίλιπ Ντικ και να ξαναδούμε το “Με Κομμένη την Ανάσα” ή θα σε κάνει να αναρωτηθείς πού κρύφτηκαν στη βιβλιοθήκη σου τα μανιφέστα του Γκι Ντεμπόρ». Και συμπληρώνει για να καταδείξει την ομοιότητα του βιβλίου του δε λα Κάγιε με την πραγματική Ιστορία και τραγωδία του αμερικανικού νότου: «Ο Άνχελ οργανώνει το χάος: συνέχειες, επιστροφές στο παρελθόν, αφηγήσεις σε πρώτο ή τρίτο πρόσωπο, επιστολές, γεγονότα που πηγαινοέρχονται μέσα στο χρόνο, δευτερεύουσες αστυνομικές πλοκές […] Πρέπει να ευχαριστήσουμε τον Άνχελ για τα αστικά τοπία του, τις συνεχείς αναπαραγωγές πινάκων, φωτογραφιών και τοιχογραφιών, τον έρωτά του για τις λεπτομέρειες, τη λογοτεχνική του ικανότητα να συγκεντρώνει την ιστορία σ’ ένα χαμένο παπούτσι». «Χρώματα Πολέμου» Παρουσίαση Πότε: Σάββατο 4/6 στις 21.00, στο πλαίσιο του 2ου Φεστιβάλ «Books n’ Beer fest» Πού: Πλατεία Πρωτομαγιάς, Πεδίον του Αρεως Ομιλητές: Κρίτωνας Ηλιόπουλος (μεταφραστής του βιβλίου), Ανδρέας Αποστολίδης (συγγραφέας, σκηνοθέτης και μεταφραστής), Δανάη Ταχτάρα (μεταφράστρια, διδάκτωρ μετάφρασης) και ο δημιουργός του βιβλίου, Άνχελ δε λα Κάγιε. Είσοδος ελεύθερη Πηγή
-
- 4
-
-
- Angel de la Calle
- Red N’ Noir
-
(and 3 more)
Tagged with: