Search the Community
Showing results for tags 'Τάσος Ζαφειριάδης'.
-
Ένα πολύ ωραίο και πολύ ανθρώπινο κόμικ σχετικά με τον ελληνοϊταλικό πόλεμο του 1940-1941, που βασίζεται σε μια αφήγηση του Αναστάσιου Ζαφειριάδη, παππού του Τάσου Ζαφιεριάδη, που είχε λάβει μέρος σε αυτόν. Η αφήγηση είχε ηχογραφηθεί σε μια κασέτα 60 λεπτών το 1985 από την ξαδέρφη του Τάου Ζαφειριάδη, Καντιφένια Ζαφειριάδου, όταν εκείνος ήταν τεσσάρων ετών. Πολλά χρόνια μετά, ο Τάσος απομαγνητοφώνησε την κασέτα με τη συμβολή της Σοφίας Σπυρλιάδου, έγραψε το σενάριο και ο Θανάσης Πέτρου το εικονογράφησε. Όλα αυτά, ενώ είχε προηγηθεί έρευνα στα αρχεία του Ελληνικού Στρατού, αλλά και επισκέψεις στα μέρη, όπου λαμβάνει χώρα η αφήγηση και όλα αυτά εν μέσω πανδημίας. Το αποτέλεσμα είναι ένα εξαιρετικό κόμικ, που μας δείχνει την πορεία του πολέμου μέσα από τα μάτια ενός από τους πρωταγωνιστές του. Ο πόλεμος, οι κακουχίες, ο βαρύς χειμώνας, η αυταπάρνηση, η πείνα, ο ηρωισμός, αλλά και η απελπισία περνάνε μπροστά από τα μάτια μας μέσα από μια ζωντανή αφήγηση, που συνειδητά επιχειρεί να διατηρήσει τα χαρακτηριστικά του προφορικού λόγου με ελάχιστες παρεμβάσεις από το σεναριογράφο. Η Οδύσσεια αυτών των ανθρώπων, που κλήθηκαν ξαφνικά να πολεμήσουν παρουσιάζεται χωρίς κανένα εξωραϊσμό και καμία διάθεση εξύψωσης των γεγονότων στη σφαίρα του έπους. Δεν βλέπουμε κανένα μεγαλείο, παρά μόνο ανθρώπους, που καλούνται να υπερασπιστούν την πατρίδα τους και παράλληλα να επιβιώσουν κάτω από πολύ δύσκολες συνθήκες. Και τελικά, αυτοί είναι οι μεγαλύτεροι ήρωες όλων. Το έργο της εικονογράφησης το έφερε εις πέρας με απόλυτη επιτυχία ο Θανάσης Πέτρου σχεδιάζοντας εικόνες με γυμνά, αφιλόξενα τοπία και πρόσωπα, που δεν κρύβουν τα συναισθήματά τους. Τα στοιχεία της φύσης και η αρχιτεκτονική του τοπίου διαδραματίζουν ένα πολύ σημαντικό ρόλο στο κόμικ, αφού ενεργούν ως αντίπαλοι των ταλαίπωρων στρατιωτών, που καλούνται να υπερβάλλουν εαυτούς, προκειμένου να πολεμήσουν και να ζήσουν. Η εστίαση των σχεδίων δεν χάνει ποτέ τους ανθρώπους, οι οποίοι είναι οι βασικοί πρωταγωνιστές της ιστορίας. Ένα κόμικ, που θεωρώ, ότι πρέπει να διαβάσουμε όλοι μας, για να μάθουμε περισσότερα, όχι τόσο για την επίσημη ιστορία (τα γεγονότα που αφηγείται δεν είναι άγνωστα, ούτε έρχονται στο φως κρυφές πληροφορίες), αλλά περισσότερο, για να μάθουμε για την ιστορία των καθημερινών ανθρώπων, αυτών που σήκωσαν στις πλάτες τους την Ιστορία της χώρας μας. Και η αλήθεια είναι, ότι είναι πολύ πιο εποικοδομητικό να διαβάζουμε την ιστορία αυτή σε μορφή κόμικ, παρά να την είχαμε σε μορφή βιβλίου. Η αμεσότητα της εικόνας συνάδει τέλεια με την αμεσότητα του προφορικού λόγου. Η έκδοση είναι εξαιρετική, σκληρόδετη, σε ωραίο χαρτί, που αναδεικνύει το σχέδιο του Πέτρου, ενώ υπάρχει πλήθος σημειώσεων, φωτογραφιών, επεξηγήσεων και μια εκτενής βιβλιογραφία. Η εικόνα είναι από το Ίντερνετ. Συνειδητά δεν έχω ανεβάσει άλλες εικόνες, γιατί μπορείτε να διαβάσετε τις πρώτες σελίδες του βιβλίου εδώ. Πηγές για περαιτέρω μελέτη: Άρθρο του Γιάννη Κουκουλά Άρθρο του Δημήτρη Δουλγερίδη
-
- 7
-
-
-
- Τάσος Ζαφειριάδης
- Θανάσης Πέτρου
-
(and 2 more)
Tagged with:
-
Η πορεία στο Μέτωπο σε ένα graphic novel Δημήτρης Δουλγερίδης Το κόμικ «Ξημέρωσε ο Θεός τη μέρα» των Τάσου Ζαφειριάδη - Θανάση Πέτρου, με ανέκδοτο φωτογραφικό υλικό, βασίζεται στην ηχογραφημένη αφήγηση του παππού Ζαφειριάδη για τον Ελληνοϊταλικό Πόλεμο, όπως καταγράφηκε σε κασέτα 60 λεπτών το 1985 «Κατεβαίνουμε κει στη Θεσσαλονίκη, δεν υπήρχαν τα μέσα ενημερώσεως ακόμη όπως σήμερα, και εκεί ακούμε «γενική επιστράτευσις», μας κήρυξαν τον πόλεμο οι Ιταλοί. Αμέσως επιστρέφουμε πίσω (σ.σ.: στον Αγιο Αθανάσιο), ερχόμαστε στο χωριό κι εκεί όλος ο κόσμος ανάστατος. Διαβάσαμε τις διαταγές, πού θα παρουσιαστεί ο καθένας, κι εγώ ήτανε να παρουσιαστώ στο Κιλκίς». Η αφήγηση του Τάσου Ζαφειριάδη στο graphic novel «Ξημέρωσε ο Θεός τη μέρα» (εκδ. Πατάκη, σε εικονογράφηση Θανάση Πέτρου) προέρχεται από έναν κόσμο λίγο – πολύ οικείο. Είναι εκεί όπου οι αφηγήσεις των ηλικιωμένων για τον πόλεμο διακόπτουν την καθημερινότητα και μεταμορφώνονται σε οικογενειακή σάγκα για τους νεότερους της οικογένειας. Εκεί όπου χρονολογίες, ημερομηνίες και τοποθεσίες χάνονται μέσα στις διαστρωματώσεις της αφήγησης, αλλάζουν ονόματα – πολλές φορές ακούγονται μόνο σε ξένη γλώσσα. Και εκεί όπου η μικροϊστορία του παππού πασχίζει να «γράψει ιστορία», έστω και με τους περιορισμούς των αναμνήσεων, έστω και με τη συνεχή επιμέλεια της μνήμης. Ο Τάσος Ζαφειριάδης, αφηγητής στο graphic novel που μόνταρε ο 40χρονος συνονόματος εγγονός του, είναι αυτός ο οικείος παππούς. Το 1985 η ξαδέρφη του συγγραφέα, Καντιφένια, ζήτησε από τον ηλικιωμένο άνδρα να ηχογραφήσουν σε μια κασέτα 60 λεπτών την αφήγησή του για τη συμμετοχή στο αλβανικό Μέτωπο. Αποτέλεσμα ήταν το κόμικ 109 σελίδων, το οποίο λειτουργεί πλέον και ως υπενθύμιση για τις δυνατότητες της σύγχρονης οπτικής γλώσσας όσον αφορά την αναπαράσταση της ιστορίας ή τις αναφορές που αυτή έχει στην εκπαιδευτική διαδικασία. Ενα επίσης πρόσφατο παράδειγμα είναι το animation βίντεο που υποδεχόταν τους επισκέπτες στην έκθεση «1821, Πριν και Μετά» του Μουσείου Μπενάκη, όπου οι πρωταγωνιστές της Ελληνικής Επανάστασης αποκτούσαν κίνηση και τα αντικείμενα επιχρωματίζονταν καταλλήλως. Οι δυνατότητες, προφανώς, ενός graphic novel θέτουν και τους περιορισμούς του. «Το θετικό είναι ότι έχουμε μία ροή αφήγησης ζωντανή και «αυτόματη», η οποία στέκεται σε αυτά που υποκειμενικά ο αφηγητής θεωρεί σημαντικότερα ή έχει πιο έντονες αναμνήσεις από αυτά» σημειώνει σήμερα ο Τ. Ζαφειριάδης. «Το αρνητικό είναι ότι για πολλά γεγονότα θα θέλαμε πιθανώς να γνωρίζουμε περισσότερες λεπτομέρειες και δεν δίνεται ίσως συνολικότερη εικόνα του μετώπου, αλλά είναι πια πολύ αργά για διευκρινίσεις». Ο Τάσος Σ. Ζαφειριάδης (1916 – 1990) γεννήθηκε στον Σκόπελο, χωριό της Ανατολικής Θράκης που σήμερα βρίσκεται στην Τουρκία. Ως παιδί προσφύγων ήρθε με την ανταλλαγή πληθυσμών στον Αγιο Αθανάσιο Θεσσαλονίκης (που τότε λεγόταν Καβακλί, ονομασία που επιβίωνε στο ιδίωμα των ντόπιων τουλάχιστον μέχρι τη δεκαετία του 2000, αν μου επιτρέπεται μια προσωπική μαρτυρία). Στην κωμόπολη εκείνη παντρεύτηκε και έζησε με την Κατηφένια Ζαφειριάδου (1922 – 1994), το γένος Καψημάνη, επίσης πρόσφυγα από τη Μεσσήνη της Ανατολικής Θράκης. Θα μπορούσε κανείς να πει ότι οι δύο αυτές ψηφίδες είναι η ιστορία μιας επανεκκίνησης σε μικρογραφία: μετά το 1930 σε πολλά χωριά και κωμοπόλεις της Βόρειας Ελλάδας οι Πόντιοι, Μικρασιάτες και «Θρακιώτες» – όπως αυτοαποκαλούνταν – διεκδίκησαν μια θέση στον ήλιο. Στην αρχή σαν ξένοι στον τόπο, αργότερα συμμετέχοντας στην οικονομική ανοικοδόμηση της μεταπολεμικής Ελλάδας. Η ΠΟΡΕΙΑ. Αλλά και πίσω από κάθε καρέ με την αφήγηση του παππού Ζαφειράδη κρύβεται μια ολόκληρη ιστορία, την οποία μάλιστα έμελλε να συμπληρώσει ο εγγονός του. «Ξημερώνει ο Θεός τη μέρα, ξαναβραδιάζει πάλι, ξεκινούμε και φτάνουμε… από κει και πέρα πια άρχισα λίγο να τα ξεχνώ τα χωριά, αλλά φτάσαμε στο χωριό που καθόταν οι Προκοπαίοι. Στο Καλονέρι» διαβάζουμε στη σελίδα 25 για την αρχή της πορείας του Ι/67 Τάγματος, στο οποίο ανήκει ο αφηγητής. Ογδόντα χρόνια αργότερα ο εγγονός του αναζητά το ημερολόγιο του Τάγματος και συμπληρώνει στις σημειώσεις: «Η πορεία ξεκίνησε από το Κιλκίς στις 4 Νοεμβρίου και είχε μέχρι και το Πόγραδετς τους εξής σταθμούς: Αγιονέρι, Νέα Χαλκηδόνα, Βρυσάκι, Κάτω Τριπόταμος, Κοιλάδα (η Καστανιά δεν αναφέρεται, αλλά η οδός του Βερμίου περνούσε σίγουρα από εκεί), Ξηρολίμνη, Καλονέρι, Κρυονέρι, Σκαλοχώρι, Πετροπουλάκι, Μελάνθιο, Κρανοχώρι, Ανω Φτεριά (σήμερα Πτεριά), Πολόσκα, πέρασμα από τα ελληνοαλβανικά σύνορα: 29 Νοεμβρίου 1940, στενωπός Τσαγκόνι, Ζβέζντα, Γκολομπέρδα, Τσεράβα, Βέρντοβα και Ρεμένγι, 5 Δεκεμβρίου 1940)». Στη σελ. 46, από την άλλη, ο στρατιώτης του Μετώπου ανακαλεί στη μνήμη την εικόνα του σκοτωμένου Παναγιώτη Ρουσίδη – «του Αλέκου εδώ απέναντι από εμάς, ο μπαμπάς» -, τον οποίο βλέπει «απάνω στα σύρματα τεντωμένος με το γυλιό του, με το όπλο του». Ο γιος του Αλέξανδρος Ρουσίδης παραχωρεί επιστολικό και φωτογραφικό υλικό για τις ανάγκες της έκδοσης, όπως κάνουν δεκάδες ιδιώτες συμβάλλοντας στο τμήμα 30 σελίδων που συμπληρώνει το graphic novel. Από εκεί και το επίσημο επιστολικό δελτίο με το οποίο ενημερώθηκε η οικογένεια του Ρουσίδη για τον θάνατό του κοντά στο Πόγραδετς. Οπου «Τ.Τ» υπονοείται η Τελική Τοποθεσία, ο «ταχυδρομικός κώδικας» της συγκεκριμένης περιοχής του Μετώπου: «Εν Τ.Τ 251 τη 8-1-41 Κύριε Ρουσίδη, Να είσαι περήφανος διότι ο υιός σας εξεπλήρωσε το προς την πατρίδα καθήκον του, ηγωνίσθη ως παλληκάρι κατά του απαισίου εχθρού πεσών ηρωικώς επί του πεδίου της μάχης. Εγώ ως λοχαγός του, όστις τον παρηκολούθησα διέγνωσα τα αγνά προς την πατρίδα αισθήματά του και δι’ αυτό είμαι υπερήφανος. Σας συγχαίρω διότι είχατε τοιούτον υιόν, αναγνωρίζω ότι η λύπη σας θα είναι μεγάλη πλην όμως ο υιός σας έχει καταταχθεί μεταξύ των Αθανάτων ηρώων της πατρίδας μας. Φιλικώτατα, Ζήκος Κωνσταντίνος» Αλλού πάλι η αναζήτηση πραγματολογικών στοιχείων δεν αποδίδει. Οπως στην περίπτωση του εβραίου συλλοχίτη, τον οποίο οι στρατιώτες βρίσκουν το πρωί παγωμένο. «Και τον αφήσαμε, σαν να μην ήταν άνθρωπος πια. Αλλά ήταν η ζωή του πολέμου της Αλβανίας. Τέτοια ήτανε» ακούγεται η φωνή του παππού Ζαφειριάδη. «Δεν στάθηκε δυνατό να ταυτοποιήσω με βεβαιότητα τον νεκρό» εξηγεί ο συγγραφέας. «Το 67ο Σύνταγμα Πεζικού φαίνεται πως ήταν μαζί με το 50ό, τα λεγόμενα και «Συντάγματα Κοέν», επειδή, καθώς η επιστράτευσή τους έγινε κυρίως στην ευρύτερη περιοχή της Θεσσαλονίκης, στελεχώθηκαν με μεγάλο αριθμό Ελλήνων Εβραίων… Δεν ήταν λίγοι και οι αξιωματικοί, με επιφανέστερο τον Μαρδοχαίο Φριζή…». Αγώνας για επιβίωση Η αφήγηση για το Μέτωπο είναι μια αφήγηση για τα όρια της ανθρώπινης αντοχής. Για νέους ανθρώπους που τη μία ημέρα κοιμούνται στο σπίτι του χωριού και την επομένη γίνονται πολυβολητές ή γεμιστές πολυβόλων ελέω επιστράτευσης. Που κουβαλούν μαζί τους τις μπριζόλες από το γουρούνι της οικογένειας που σφάζεται στην πρώτη άδειά τους. Που τους παίρνει ο ύπνος πάνω σε καστανόφυλλα και το πρωί ξεπαγιάζουν, καθώς δεν επιτρέπεται να ανάψουν φωτιά. Που βαδίζουν ο ένας πίσω από τον άλλο για χιλιόμετρα στο χιόνι – «νύχτα πάνω στη νύχτα, ένας πίσω απ’ τον άλλο, ίδια τυφλοί» θα γράψει ο Οδυσσέας Ελύτης στην «Πορεία προς το Μέτωπο». Στην αφήγηση αυτή, ωστόσο, χωράνε και οι «άλλες» στιγμές ενός αγώνα για επιβίωση που δεν διακρίνει το δίκαιο από το άδικο. Οταν οι στρατιώτες φτάνουν στη Βόρεια Ηπειρο, ο αφηγητής περιγράφει το πλιάτσικο στα σπίτια των Ελλήνων με την αυστηρότητα ενός νοικοκυραίου. «Ορισμένοι στρατιώτες δεν έδειξαν καλήν διαγωγήν. Διότι επειδής δήθεν εμείς πήγαμε και τους ελευθερώσαμε, σαν Ελληνες που ήταν, θέλαμε να τους φάμε και την περιουσία. Και πήγαμε τους ζητούσαμε αυγά, κότες, ό,τι… Θέλαμε να φάμε. Θέλαμε να φάμε. Και αυτό δεν ήτανε σωστό». Η τελευταία πράξη στο graphic novel έχει όντως τα χαρακτηριστικά του δράματος, όπως θέλει η στερεοτυπική έκφραση, επειδή ακολουθεί τη συνθηκολόγηση της Ελλάδας με τους Γερμανούς. Το τάγμα του Τάσου Ζαφειριάδη καταθέτει τον οπλισμό στα Ιωάννινα και ο ίδιος φτάνει στην Αθήνα μέσω Αγρινίου και Μεγάρων. Ο οδηγός ταξί, που μόλις έχει πάρει δύο μπιτόνια βενζίνη από τα παρατημένα των Αγγλων στην Ελευσίνα, ζητάει από τον Ζαφειριάδη και τον συνεπιβάτη του 300 δραχμές. Και τότε ακούγεται μία φράση που θα στοιχειώνει για χρόνια τη συλλογική μνήμη – και πάλι στις αφηγήσεις από το Μέτωπο: «Εγώ βγάζω για να τον δώσω τις 300 δραχμές γιατί είχα, είχα λεφτά. Ο άλλος λέει: «Τι λες ρε, που θα σε δώσω» λέει «δραχμές; Εγώ» λέει «δεν πολέμησα για να μου πάρεις εσύ λεφτά, δεν σου δίνω τίποτες. Εκλεψες τη βενζίνα και δεν ξόδεψες τίποτες»». Για την ιστορία, ο Τάσος Ζαφειριάδης παρέμεινε στο 8ο Νοσοκομείο στην οδό Πειραιώς ως τραυματίας πολέμου, πέρασε στη Χαλκίδα και από εκεί με βαπόρι έφτασε στη Θεσσαλονίκη τον Μάιο του 1941. «Ο Ελληνικός Στρατός… αυτά που υπέφερε στην Αλβανία δε θα μπορούσε να τα αντέξει κανένας. Να πολεμούν νηστικοί. Να πολεμούν γυμνοί. Να πολεμούν χωρίς μέσα, χωρίς αυτοκίνητα, χωρίς πυροβόλα, χωρίς άρματα μάχης. Μόνο με ένα όπλο… Αλλά μην υπονοούμε όμως ότι οι Ιταλοί δεν πολέμησαν. Οτι οι Ιταλοί ήταν πεθαμένοι και πήγαν οι Ελληνες και τους έσφαξαν… Ηταν πολεμισταί πιο εκπαιδευμένοι, δεν ήταν έφεδροι σαν εμάς… Και γι’ αυτό να μη σας λεν ότι οι Ιταλοί δεν πολεμούσαν. Πολεμούσαν, αλλά και οι Ελληνες πολέμησαν πιο γενναία. Λοιπόν, αυτά, και άλλα δεν έχω να σας πω. Βέβαια, δεν μπόρεσα όλα να σας τα πω, γιατί πέρασαν και χρόνια σαράντα». Η εικονογράφηση Λέξεις και συναισθήματα Η εικονογράφηση του Θανάση Πέτρου υπηρετεί τη ρεαλιστική αποτύπωση των ημερών στο Μέτωπο αφήνοντας παράλληλα στις «ρωγμές» των προσώπων να αφηγηθούν τα συναισθήματα, που βρίσκονται σε διάλογο με τις λέξεις. Οι στρατιώτες άλλοτε είναι συνοφρυωμένοι και άλλοτε επιτρέπουν ένα χαμόγελο στον συνομιλητή τους. Ο νέος λοχαγός Σακαλής πρέπει και να είναι και να φαίνεται αποφασισμένος. Στο τέλος ένα γκρο πλαν του παππού Ζαφειριάδη γίνεται η τέλεια αντίθεση με την άδεια καρέκλα στο δωμάτιο του σπιτιού. Ο Θ. Πέτρου συνεχίζει έτσι την αισθητική που έχει κατοχυρώσει με τα δικά του «Γκαίρλιτς» και το πρόσφατο «1922» (από τις εκδόσεις Ικαρος και τα δύο), αλλά και με τον «Γιαννούλη Χαλεπά» (Πατάκης, 2019). Με τον Τάσο Ζαφειριάδη συναντιούνται εκ νέου μετά το «Πτώμα» (το σενάριο από κοινού με τον Γιάννη Παλαβό, στις εκδόσεις Jemma, 2011) και το «Γρα γρου» (επίσης σε συνεργασία με τον Γ. Παλαβό, στις εκδόσεις Ικαρος, 2017). Η σημασία της επεξεργασίας από την οποία πέρασε η έκδοση είναι ξεχωριστή: κόπηκαν οι περισσότερες επαναλήψεις (αναπόφευκτες στην προφορικότητα), ορισμένα τμήματα έπρεπε να μεταφερθούν χρονικά σε άλλο σημείο, ελέγχθηκαν τα τοπωνύμια, οι αριθμοί ταγμάτων, οι ημερομηνίες. Στο τελευταίο μάλιστα τμήμα του κόμικ ο αναγνώστης θα βρει τις σημειώσεις για τα πραγματολογικά στοιχεία που αντιστοιχούν στις λεπτομέρειες της εξιστόρησης. «Ξεκίνησα να δουλεύω στο κείμενο αρχές του 2019 και το ολοκλήρωσα με πολλές καθυστερήσεις τέλη του 2020, ώστε να αναλάβει τον σχεδιασμό του ο Θανάσης και να το ολοκληρώσει τέλη Μαΐου του 2021, δηλαδή 80 χρόνια μετά το τέλος του πολέμου» σημειώνει ο Τ. Ζαφειριάδης. «Σαφώς το υλικό θα μπορούσε να τροποποιηθεί σε λογοτεχνική μυθοπλασία, επέλεξα όμως την οδό του “τεκμηρίου”. Προσπάθησα, στον βαθμό που το επιτρέπει η συγγενική μου σχέση με τον αφηγητή, να προσεγγίσω το εγχείρημα ως μαρτυρία ενός άγνωστου σ’ εμένα στρατιώτη, με ορατό τον κίνδυνο το βιβλίο να θυμίζει άλμπουμ οικογενειακών φωτογραφιών». Πηγή
-
- 5
-
-
- Τάσος Ζαφειριάδης
- Θανάσης Πέτρου
-
(and 2 more)
Tagged with:
-
Το θρυλικό εστιατόριο «Γρα-Γρου» της Βόρειας Ελλάδας έγινε συναρπαστικό κόμικ Μια πρωτότυπη ιστορία που αναμειγνύει με μαεστρία στοιχεία του φανταστικού με πραγματικά ιστορικά γεγονότα, ιδανικό παράδειγμα της νέας εποχής του ελληνικού κόμικ Για κάποιον που έχει ζήσει στην Αθήνα ή στη Νότια Ελλάδα ο περίεργος τίτλος του κόμικ δεν θυμίζει τίποτα. Για όσους όμως είναι από τη Βόρεια Ελλάδα ή έχουν ζήσει εκεί, το «Γρα-Γρου» αποτελεί σύμβολο μιας παλιάς εποχής. Το «Γρα-Γρου» είναι ένα καινούργιο κόμικ που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Ίκαρος, μια ιστορία των Γιάννη Παλαβού και Τάσου Ζαφειριάδη που εικονογράφησε ο Θανάσης Πέτρου. Η υπόθεσή του αφορά τις ιστορίες μοναχικών ανθρώπων που τους στοιχειώνει ένα γεφύρι σε ένα ερημικό και ξεχασμένο χωριό στα κρύα βουνά της Δυτικής Μακεδονίας. Αυτά είναι αρκετά για να μην κάνουμε spoiler, μια και στο συγκεκριμένο έργο υπάρχει έντονο το στοιχείο της έκπληξης. Για κάποιον που έχει ζήσει στην Αθήνα ή στη Νότια Ελλάδα ο περίεργος τίτλος του κόμικ δεν θυμίζει τίποτα. Για όσους όμως είναι από τη Βόρεια Ελλάδα ή έχουν ζήσει εκεί, το «Γρα-Γρου» αποτελεί σύμβολο μιας παλιάς εποχής. «Ήταν ένα μικρό εστιατόριο στην παλιά εθνική οδό Βέροιας-Κοζάνης» λέει ο Γιάννης Παλαβός. «Χτίστηκε το 1925 έξω από το χωριό Καστανιά, στο Βέρμιο, από Σανταίους πρόσφυγες. Άλλαξε διάφορες χρήσεις: αρχικά ήταν χάνι, έπειτα κουρείο και τελικά έγινε εστιατόριο ονομαστό στη Βόρεια Ελλάδα. Επί ογδόντα χρόνια, το "Γρα-Γρου" ήταν το διάλειμμα για αναρίθμητους οδηγούς από τις ατέλειωτες στροφές του Βερμίου. Ήταν κάτι σαν καταφύγιο. Από κει περνούσαν καθημερινά εκατοντάδες αυτοκίνητα έως το 2004, οπότε άνοιξε η Εγνατία Οδός και το κτίριο κατεδαφίστηκε. Δεν υπάρχει ταξιδιώτης που να μην το νοσταλγεί». Οι δημιουργοί του έχουν χτίσει μια σοβαρή ιστορία μυθοπλασίας που αναμειγνύει με μαεστρία στοιχεία του φανταστικού με πραγματικά ιστορικά γεγονότα. Ο συμβολισμός του γεφυριού, που είναι ο άλλος πρωταγωνιστής του έργου, πέρα από το εστιατόριο, θίγει με έμμεσο τρόπο πολλές καταστάσεις από τη σύγχρονη κοινωνία. Ο Γιάννης ακόμη θυμάται τα συγκλονιστικά φαγητά που έφτιαχναν εκεί, τη φασολάδα και την κοτόσουπα. «Έχω έντονες αναμνήσεις από το ρυζόγαλο που τρώγαμε, από το πάτωμα που έτριζε, από τα κάδρα στους τοίχους –ιδίως τη "Σκάλα της ζωής του άντρα"–, από τη σόμπα που "μπουμπούνιζε", από τα τζάμια που τα θόλωνε το κρύο και, φυσικά, από τους ιδιοκτήτες του». Φωτο: Τάσος Αναστασόπουλος Εικονογράφηση από το κόμικ Το είχαν βαφτίσει έτσι παράξενα «από το γρύλισμα των μηχανών στην ανηφόρα», αναφέρει ο Τάσος Ζαφειριάδης. Αυτό ήταν, όπως μας είπαν, το βασικό έναυσμα για την ιστορία του κόμικ, όπως και η μοναδική τοποθεσία του. «Νομίζω ότι η πρώτη εικόνα που είχα ήταν αυτή του πέτρινου γεφυριού που χάνεται στην ομίχλη. Όταν κόλλησε αυτή η εικόνα με την Καστανιά, όλα άρχισαν με μαγικό τρόπο να μπαίνουν στη θέση τους και να συμπληρώνουν την ιστορία: το εκκλησάκι του Αγίου Χριστόφορου απέναντι από το Γρα-Γρου, το ποντιακό στοιχείο, η σύγχρονη Εγνατία Οδός με τις κοιλαδογέφυρές της που παρέκαμψε το χωριό, μια γέφυρα στη Βέροια που αποδίδεται εσφαλμένα στον Οθωμανό αρχιτέκτονα Μιμάρ Σινάν, αλλά και τα κουδαρίτικα, η συνθηματική γλώσσα των μαστόρων. Κλείδωσαν όλα μεταξύ τους με τρόπο που δεν μπορούσα να φανταστώ στην αρχή». Οι δημιουργοί του έχουν χτίσει μια σοβαρή ιστορία μυθοπλασίας που αναμειγνύει με μαεστρία στοιχεία του φανταστικού με πραγματικά ιστορικά γεγονότα. Ο συμβολισμός του γεφυριού, που είναι ο άλλος πρωταγωνιστής του έργου, πέρα από το εστιατόριο, θίγει με έμμεσο τρόπο πολλές καταστάσεις από τη σύγχρονη κοινωνία. Το κέντρο βάρους πέφτει και στο ρεαλιστικό σκίτσο του Θανάση Πέτρου. «Μια βασική διαφορά με τις προηγούμενες δουλειές μου είναι ότι το lettering είναι χειρόγραφο και όχι στον υπολογιστή, οπότε υπάρχει μεγαλύτερη συνάφεια μεταξύ του κειμένου και του σχεδίου. Από κει και πέρα, βασικό μου μέλημα ήταν να δημιουργήσω μια ατμόσφαιρα πειστική και αληθοφανή στα μάτια του αναγνώστη, που να ακολουθεί σκηνοθετικά και αισθητικά το πνεύμα της ιστορίας» λέει και, όπως το μαρτυρούν οι σελίδες, το έχει πετύχει. Έχει πιάσει ακριβώς την ατμόσφαιρα και τον ρυθμό της ιστορίας, αλλά κυρίως το «σκληρό» κλίμα της περιοχής. Με αφορμή αυτό, όμως, οι δημιουργοί του βρήκαν την ευκαιρία να ξεπεράσουν και ένα παλιό τους απωθημένο, το να ντύσουν ένα κόμικ με μουσική ώστε να αποτελεί μια πιο ολοκληρωμένη πρόταση. Επομένως, στις πρώτες σελίδες του ανακαλύπτεις ότι έχει και το δικό του σάουντρακ, επτά ορίτζιναλ κομμάτια που έχει συνθέσει ο Μιχάλης Σιγανίδης, εμπνευσμένα από την υπόθεση. Το εστιατόριο Γρα-Γρου χτίστηκε το 1925 έξω από το χωριό Καστανιά, στο Βέρμιο, από Σανταίους πρόσφυγες. Αρχικά ήταν χάνι, έπειτα κουρείο και τελικά έγινε εστιατόριο ονομαστό στη Βόρεια Ελλάδα. Φωτο: Τάσος Αναστασόπουλος Σκέφτομαι αν θα μπορέσει να αποτελέσει ιδανικό παράδειγμα της στροφής που κάνουν τελευταία οι Έλληνες δημιουργοί σε ελληνοκεντρικά θέματα και το κατά πόσο τα ελληνικά κόμικς αλλάζουν. Είναι τόσο προσεγμένη δουλειά, που μπορεί να σταθεί επάξια δίπλα σε ευρωπαϊκά ή αμερικανικά graphic novels και αν έχει τύχη, να βγει και σε άλλη αγορά, εκτός της χώρας του. Αν και δεν είναι ακόμα ευδιάκριτη η πορεία που θα πάρει η ελληνική «σκηνή» των κόμικς, όπως αναφέρει ο Θανάσης Πέτρου. «Ο όρος "σκηνή" υπονοεί κάποια κοινά χαρακτηριστικά, κάποιες αισθητικές τάσεις ή υφολογικές επιλογές, γεγονός που, καλώς ή κακώς, δεν είναι διακριτό σε γενικές γραμμές στα ελληνικά κόμικς. Δημιουργοί, κυρίως σχεδιαστές και λιγότερο σεναριογράφοι πάντοτε υπήρχαν και συνεχώς εμφανίζονται νέοι και πολύ ταλαντούχοι. Τα τελευταία χρόνια μάλιστα παρατηρείται πολύ μεγάλη αύξηση στον χώρο των αυτοεκδόσεων, τις οποίες όμως, μια και συνήθως δεν έχουν διανομή, είναι δύσκολο να τις βρει το αναγνωστικό κοινό ‒ μόνο στο πλαίσιο κάποιων φεστιβάλ ή, στην καλύτερη περίπτωση, σε κάποια εξειδικευμένα βιβλιοπωλεία. Το ζήτημα είναι να υπάρχουν εκδότες οι οποίοι θα υποστηρίξουν και θα προωθήσουν τις νέες δημιουργίες. Τελευταία έχουν μπει και μεγάλοι εκδότες στον χώρο των κόμικς, οπότε μόνο καλό θα κάνει αυτή η αλλαγή τακτικής». Εικονογράφηση από το κόμικ Οι δημιουργοί του έχουν χτίσει μια σοβαρή ιστορία μυθοπλασίας που αναμειγνύει με μαεστρία στοιχεία του φανταστικού με πραγματικά ιστορικά γεγονότα. Φωτο: Τάσος Αναστασόπουλος Σελίδα από το κόμικ Σελίδα από το κόμικ Πηγή
-
- 3
-
-
-
- Γιάννης Παλαβός
- Τάσος Ζαφειριάδης
-
(and 2 more)
Tagged with:
-
Επτά Έλληνες κομικάδες που αξίζει να γνωρίσετε Μια περιήγηση στη δραστήρια κοινότητα των Ελλήνων κομικάδων που αλλάζει, μεγαλώνει και θέλει να μεγαλώσει ακόμα περισσότερο. Ο Θανάσης Πέτρου ανάμεσα στις δημιουργίες του. Θεωρεί ότι η κινητικότητα των τελευταίων ετών βοηθάει στην αναδιαμόρφωση του τοπίου. (Φωτογραφίες: ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΖΑΒΟΣ) Άθως Δημουλάς Χαζεύω τις εκθέσεις στο Ψηφιακό Μουσείο Comics γιατί ναι, έχουμε Ψηφιακό Μουσείο Comics, το ήξερε κανείς; Έχουμε και βιβλιοθήκη κόμικς (Athens Comics Library), βρίσκεται στου Ψυρρή, διαθέτει 2.500 τίτλους και οργανώνει ένα σωρό δράσεις. Υπάρχει και η Ακαδημία, που απονέμει κάθε χρόνο τα βραβεία της. Κι ένα φόρουμ (greekcomics.gr) με σχεδόν 10.000 μέλη. Σε λίγες μέρες ξεκινά το φεστιβάλ του Comicdom CON Athens, δίνοντας για τρεις μέρες χρώμα στην πόλη. Και, πάνω απ’ όλα, έχω δίπλα μου μια στοίβα με ελληνικές εκδόσεις. Ξεφυλλίζω το 21: Η μάχη της πλατείας (εκδ. Ίκαρος) του Soloup, μια συγκλονιστική δουλειά που συνδέει την ιστορία μας με το σήμερα· θα μπορούσε και θα έπρεπε να βρίσκεται σε κάθε βιβλιοθήκη. Παίρνω στα χέρια μου τον sci-fi μύθο Γυμνά οστά (εκδ. Polaris), που υπογράφουν οι Δημοσθένης Παπαμάρκος και Kanellos Cob. Χάνεται το μυαλό και το μάτι. Διαβάζω το πολύ συγκινητικό Ξημέρωσε ο Θεός τη μέρα (εκδ. Πατάκη) του Τάσου Ζαφειράδη και του Θανάση Πέτρου, και το έπος των Ληστών (εκδ. Polaris) του Γιώργου Γούση και του Γιάννη Ράγκου, χαμογελάω με την ευφυΐα των φρέσκων Κουραφέλκυθρων του Αντώνη Βαβαγιάννη, με τα απίθανα σχέδια του Tomek. Η ελληνική σκηνή ανθίζει. Ανθίζει, όμως, ή απλώς αλλάζει; Ένα μικρό δείγμα από το Κουραφέλκυθρα-Συγγνώμη που γεννήθηκα! του Αντώνη Βαβαγιάννη, που αναμένεται προσεχώς από την Jemma Press. Σίγουρα βρίσκεται σε μια νέα φάση. Συμβαίνουν πράγματα και συμβαίνουν οργανωμένα, οι εκδόσεις είναι πολλές και καλές, υπάρχει ταλέντο, υπάρχει διάθεση. «Είναι πολύ περισσότεροι πλέον οι άνθρωποι που κάνουν κόμικ, όπως και αυτοί που τα εκδίδουν», μου λέει ο Λευτέρης Σταυριανός, εκδότης της Jemma Press. «Κάποτε υπήρχε η Βαβέλ, το Παρά Πέντε και όλα όσα έβγαιναν στο περίπτερο. Σήμερα το κόμικ είναι περισσότερο είδος βιβλιοπωλείου». Σε αυτό βεβαίως έχει παίξει ρόλο και η εμπλοκή των μεγάλων οίκων, όπως ο Ίκαρος, ο Πατάκης, το Μεταίχμιο κ.ά., που δεν εξειδικεύονταν στο κόμικ, αλλά σήμερα εκδίδουν δουλειές Ελλήνων δημιουργών. «Ένας κομίστας δεν νιώθει σήμερα στο περιθώριο, τουλάχιστον σε σχέση με παλιότερα, που το κόμικ ήταν κάτι άγνωστο και παρακμιακό», μου λέει ο Γιώργος Γούσης. «Αρκετοί δημιουργοί είναι πλέον αναγνωρίσιμοι, καλλιτέχνες με προσωπική ταυτότητα. Δεδομένων των συνθηκών, η ελληνική σκηνή βρίσκεται σε καλό σημείο». Οι συνθήκες είναι οι εξής: το κοινό στην Ελλάδα είναι εκ των πραγμάτων μικρό και, επίσης, όσο κι αν είναι παρωχημένο να συζητάμε ότι τα κόμικς δεν τελειώνουν στον Μίκι Μάους ή στον Σούπερμαν, στη συνείδηση μιας σημαντικής μερίδας του κοινού εξακολουθεί να είναι ένα είδος για παιδιά, εφήβους ή, τέλος πάντων, ανθρώπους με ένα ειδικό ενδιαφέρον. Ο Γιώργος Γούσης – στα πόδια του διακρίνεται το εξώφυλλο των Ληστών, μιας έκδοσης που ξεχώρισε τα τελευταία χρόνια. ΟΜΟΙΟΤΗΤΕΣ ΚΑΙ ΚΥΡΙΩΣ ΔΙΑΦΟΡΕΣ Για τι πράγμα μιλάμε, όμως, όταν μιλάμε για την ελληνική σκηνή; Υπάρχει κάτι που συνδέει τις νέες δουλειές, εκτός από την καταγωγή και τη γλώσσα των δημιουργών τους; Φαίνεται πως όχι. Κοιτάζω τα «καλύτερα κόμικς» όπως προέκυψαν από τα ελληνικά βραβεία την τελευταία τριετία: μια βυζαντινή περιπέτεια φαντασίας (Ψηφιδωτό, εκδ. Jemma Press, Ζαφειριάδης-Χριστούλιας), ένα δυστοπικό αμερικανικό πολιτικό θρίλερ (Shark Nation, εκδ. Χαραμάδα, Δερβενιώτης), μια ατμοσφαιρική βορειοελλαδίτικη ιστορία (Γρα-Γρου, εκδ. Ίκαρος, Παλαβός-Ζαφειριάδης-Πέτρου). Περισσότερες διαφορές βρίσκει κανείς παρά ομοιότητες. «Είναι τεράστια η ποικιλία», μου λέει ο Τάσος Ζαφειριάδης, από τους παλιούς πλέον στον χώρο, με μια σειρά διακρίσεων πρωτίστως για τα κείμενά του. «Υπάρχει ποικιλία σε μορφολογικό και υφολογικό επίπεδο, στο σχέδιο και στο σενάριο, δεν ξέρεις τι να περιμένεις, υπάρχουν επιρροές από παντού, βγαίνουν υπερηρωικά κόμικς, στριπ χιουμοριστικά, ιστορικά, αυτοβιογραφικά, ακόμα και μάνγκα». Μάνγκα, ε; «Αυτά διαβάζει περισσότερο η νέα γενιά», μου λέει ο Θανάσης Πέτρου, που διδάσκει κόμικς στο σχετικό τμήμα του ΑΚΤΟ και έρχεται σε επαφή με τις προτιμήσεις των νεότερων. «Διαβάζουν μάνγκα, κυρίως online, και τα μέινστριμ τα αμερικάνικα». Θεωρεί πως αυτό που συμβαίνει σήμερα είναι μια «χαρτογράφηση», ότι οι νέες εκδόσεις ξεφεύγουν από το αυστηρό κοινό των κομικάδων. «Ξεκαθαρίζει το τοπίο, ο καθένας χτίζει το κοινό του, ξεχωρίζει ποιος κάνει τι και πού απευθύνεται, εγώ, για παράδειγμα, δεν θα κάνω ένα κόμικ με υπερήρωες, ούτε αυτός που διαβάζει μάνγκα θα ασχοληθεί με τη δουλειά μου για τον Χαλεπά». Αναφέρεται στη βιογραφία του Γιαννούλη Χαλεπά (εκδ. Πατάκη), που κυκλοφόρησε σε συνεργασία με τον Δημήτρη Βαννέλη. Τον ρωτάω αν μια τέτοια έκδοση θα έβρισκε κοινό πριν από 10-15 χρόνια. «Όχι μόνο δεν θα έβρισκε», μου λέει, «αλλά δεν θα τυπωνόταν καν, οι εκδότες θα το απέρριπταν, όμως ούτε κι εμείς θα το κάναμε, τέτοιες εκδόσεις δεν θα υπήρχαν πριν από 10-15 χρόνια». Η Αλέξια Οθωναίου με τα χαρακτηριστικά της σχέδια. Κάποια από αυτά, μαζί με άλλα αντικείμενα, θα τα βρείτε στο Curious Attic Shop στην πλατφόρμα Etsy. ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ Μπορεί να μην υπάρχουν, λοιπόν, κοινά χαρακτηριστικά ή κάποιο ενιαίο ρεύμα, ωστόσο υπάρχουν τάσεις – μία από τις πιο ξεκάθαρες, σε επίπεδο θεματολογίας, είναι αυτή του ιστορικού graphic novel. Ίσως έχουν παίξει ρόλο και οι επέτειοι, που εσχάτως μας έκαναν να κοιτάξουμε στο παρελθόν. «Τα ιστορικά κόμικς είναι πράγματι ένα κομμάτι που έχει εισαχθεί τελευταία, έρχονται καινούργιοι δημιουργοί που εξερευνούν το μέσο, δανείζονται στοιχεία από την ελληνική ιστορία και την παράδοση», μου λέει ο κ. Σταυριανός. Ένας από τους καινούργιους δημιουργούς είναι ο Θανάσης Καραμπάλιος, που υπογράφει το 1800 (Jemma Press), ετοιμάζοντας αυτή τη στιγμή το έκτο μέρος της σειράς. Ο ίδιος αγαπάει πολύ την Ιστορία, αλλά θεωρεί ότι αυτή η τάση έχει κι άλλη αφετηρία. «Έπαιξε ρόλο η οικονομική-πολιτιστική κρίση των τελευταίων ετών», μου λέει. «Σε τέτοια σταυροδρόμια, κάθε λαός νιώθει χαμένος και ο καθένας προσπαθεί να δει τι φταίει κοιτάζοντας πίσω. Είναι και ζήτημα αναζήτησης ταυτότητας, ειδικά για τη γενιά μου». Είναι 39 ετών. Εργαζόταν για χρόνια στην εστίαση, αλλά η επιτυχία του 1800 του άνοιξε κάποιες πόρτες, όπως λέει, και πλέον απασχολείται στον χώρο της εικονογράφησης. Ο Θανάσης Καραμπάλιος δημιουργεί το 1800. Τι σημαίνει όμως «επιτυχία» για ένα ελληνικό κόμικ; «Αν πουλήσει πάνω από 1.000 αντίτυπα, σημαίνει ότι έχει πάει καλά», μου λέει ο κ. Σταυριανός. Υπάρχουν βεβαίως και οι εξαιρέσεις. Π.χ. το Logicomix (εκδ. Ίκαρος, Δοξιάδης, Παπαδημητρίου, Παπαδάτος, Di Donna) είναι εκτός συναγωνισμού. Το ίδιο και πολλές δουλειές του Αρκά (εκδ. Πατάκη). Ένα ίσως ανέλπιστο μπεστ σέλερ ήταν ο Ερωτόκριτος (εκδ. Polaris), που έχει πουλήσει πάνω από 13.000 αντίτυπα. Ο Δημοσθένης Παπαμάρκος και ο Γιάννης Ράγκος διασκεύασαν το κλασικό κείμενο του Κορνάρου, το σχέδιο το έκανε ο Γιώργος Γούσης και, όπως μου λέει ο εκδότης Γιώργος Ζαρρής, «ήταν μια τεράστια επιτυχία». Μου εξηγεί ότι η προσαρμογή λογοτεχνικών έργων σε graphic novel είναι μια ισχυρή τάση της τελευταίας δεκαετίας. Ενδεικτικά αναφέρω ότι τα προηγούμενα χρόνια μεταφέρθηκαν σε κόμικ η Κερένια κούκλα του Χρυστομάνου (εκδ. Comicdom Press), o Μεγάλος περίπατος του Πέτρου της Άλκης Ζέη (εκδ. Μεταίχμιο), τα Μυστικά του βάλτου της Πηνελόπης Δέλτα (εκδ. Polaris) κ.ά. «Όλα αυτά έχουν πάει καλά, γιατί αγγίζουν το κοινό της λογοτεχνίας», λέει ο κ. Ζαρρής. «Κερδήθηκε ένα περιφερειακό κοινό, που δεν είχε εξοικείωση με τα κόμικς, ούτε και διάθεση να αποκτήσει. Αλλά αυτά τα αγόρασε». Αρκετοί επίσης αναζήτησαν αυτά τα βιβλία για τα παιδιά τους, με τη λογική ότι η «νέα γενιά δεν διαβάζει», αλλά ίσως γοητευτεί από μια πιο φιλική μορφή. «Οι λογοτεχνικές διασκευές έχουν αλλάξει σιγά σιγά την αντίληψη του κόσμου για τα κόμικς», μου λέει ο Kanellos Cob, που πέρασε πάνω από έναν χρόνο δουλεύοντας με κάθε λεπτομέρεια τον Ζητιάνο (εκδ. Polaris) του Καρκαβίτσα. «Με αυτόν τον τρόπο έχει συστηθεί το μέσο σε ένα κοινό που δεν θα ενδιαφερόταν σε αντίθετη περίπτωση. Αυτό που πρέπει τώρα να κάνει ο καθένας μας είναι να σεβαστεί τη δουλειά του». Γρα-Γρου / Τ. Ζαφειριάδης, Γ. Παλαβός, Θ. Πέτρου ΤΟ ΠΕΡΑΣΜΑ ΣΤΟ ΙΝΤΕΡΝΕΤ Το φθινόπωρο του 2017 κυκλοφόρησε το πρώτο τεύχος του περιοδικού Μπλε Κομήτης. Είχε καλό χαρτί, πλούσια ύλη, μια όμορφη εικονογράφηση στο εξώφυλλο από τον Παναγιώτη Πανταζή και, όπως διαβάζω σήμερα σε εκείνο το πρώτο editorial, είχε την πρόθεση να συνεχίσει την παράδοση των περιοδικών κόμικ που διαμόρφωσαν την ελληνική σκηνή, από την εποχή του Μικρού Ήρωα μέχρι φυσικά τη Βαβέλ, το Παρά Πέντε, το 9 κ.ά. Ο Μπλε Κομήτης ολοκλήρωσε την πορεία του δύο χρόνια αργότερα. «Ήταν ένα καλό εγχείρημα», μου λέει ο Γιώργος Γούσης, που είχε αναλάβει την αρχισυνταξία. «Παρουσιάσαμε τις τάσεις της στιγμής με νέους και καταξιωμένους δημιουργούς, αλλά το περιοδικό δεν είχε τον χρόνο να στιγματίσει πολύ κόσμο». Ήταν η απόδειξη ότι έχουμε περάσει πλέον σε μια άλλη εποχή; Ένας εκ των εκδοτών του, ο Γιώργος Ζαρρής, μου εξηγεί: «Όταν έβγαινε η Βαβέλ, για παράδειγμα, δεν ήταν μόνο κόμικ, ήταν ένα παράθυρο σε έναν άλλο κόσμο, δεν μπορεί να παίξει τον ρόλο αυτόν ένα περιοδικό σήμερα, οι δίαυλοι πλέον υπάρχουν αλλού». Το ζήτημα όμως δεν είναι ότι χάθηκε μια κουλτούρα ή ότι μεταφέρθηκε στο ίντερνετ – το ζήτημα είναι πολύ πιο πρακτικό. Ο Τάσος Ζαφειριάδης θυμάται ότι τα χρόνια του 9 είχε ανθίσει η σκηνή για τον πολύ απλό λόγο ότι το περιοδικό πλήρωνε σταθερά τους δημιουργούς. « Ήταν πόλος έλξης και λόγος να γίνουν παραγωγές», μου λέει. Και είναι λογικό. Όταν έκλεισε το 9, αυτόν τον ρόλο ανέλαβε για πολλά χρόνια το SoComic, ένα σάιτ που λειτουργούσε με τη χορηγία της ΙΟΝ. «Ήταν βέβαια συγκεκριμένο το είδος που φιλοξενούσε, τα στριπ, όμως πολλές εκδόσεις βγήκαν μέσα από εκεί». Σκηνή από τη διασκευή του Ερωτόκριτου σε graphic novel από τις εκδόσεις Polaris, μια σημαντική εμπορική επιτυχία. Εδώ και χρόνια, τα ελληνικά κόμικς περνούν μέσα από το διαδίκτυο και πολλοί δημιουργοί έχουν γίνει γνωστοί μέσα από την ιντερνετική τους παρουσία. Είναι αυτό ο σωστός δρόμος; Εξαργυρώνεται ο κόπος ενός δημιουργού με κάποια like στα κοινωνικά δίκτυα; «Δεν είναι έτσι», μου λέει η Αλέξια Οθωναίου, «τις Ιστορίες που κρύβονται σε προφανή μέρη, μπορούσε ο καθένας να τις διαβάσει ολόκληρες εντελώς δωρεάν στο SoComic, παρ’ όλα αυτά και τα δύο βιβλία μου έχουν πλέον εξαντληθεί. Ο κόσμος εξοικειώνεται μέσα από το ίντερνετ και, αν κάτι του αρέσει, μετά θέλει να το αγοράσει». Η Αλέξια έχει ένα πολύ ιδιαίτερο σχεδιαστικό ύφος, ποικίλες επιρροές και πολλές ιδέες. Πρόσφατα εικονογράφησε τον δίσκο του Θανάση Παπακωνσταντίνου, Απροστάτευτος, ένα «cd-κόμικ», όπως το χαρακτηρίζει, και ένα νουάρ-πολιτικό αθηναϊκό graphic novel με τίτλο Η γυναίκα με τα τραπουλόχαρτα (εκδ. Jemma Press). Είναι ο κόσμος των κόμικς ανδροκρατούμενος; τη ρωτάω. «Πολύ λιγότερο από παλιά», μου λέει, «έχει πλέον εξισορροπηθεί». Η πιο χαρακτηριστική περίπτωση δημιουργού που βρήκε τη θέση του στη σκηνή μέσα από το διαδίκτυο είναι αυτή του Αντώνη Βαβαγιάννη – τα Κουραφέλκυθρα είναι πιθανόν ό,τι πιο αστείο μπορεί να διαβάσει σήμερα κανείς στο ελληνικό ίντερνετ και το κοινό του είναι, δεδομένης της δυναμικής της χώρας μας, τεράστιο. «Για πολλά χρόνια, πριν από τα σόσιαλ μίντια, απευθυνόμουν σε λίγο κόσμο. Πρέπει να χτίσεις μια σχέση, και αυτό θέλει πολλή δουλειά. Το ίντερνετ έχει έναν χαρακτήρα εφήμερο. Επίσης, ένα πιο μεγάλο κόμικ δεν βρίσκει χώρο στο ίντερνετ, τα δικά μου τα διαβάζεις σε μια σελίδα. Ήθελα όμως να χτίσω κάτι πιο μεγάλο, να φτιάξω χαρακτήρες που επαναλαμβάνονται, να έχω μια παρουσία που να ξεπερνάει τα πέντε δευτερόλεπτα, να μπει λίγο παραπάνω στις ζωές των ανθρώπων που εκτιμούν το χιούμορ μου». Τα Κουραφέλκυθρα κυκλοφορούν σε μια σειρά από την Jemma Press. «Το ίντερνετ φέρνει τον κόσμο, αλλά πάντα το έντυπο, που είναι όλα μαζεμένα, είναι πιο ωραίο». Ο Αντώνης Βαβαγιάννης στον χώρο όπου δημιουργεί. Σχολιάζει τη σημασία του ίντερνετ, αλλά και τη γοητεία του εντύπου. Η «ΤΡΕΛΑ» ΤΩΝ ΔΗΜΙΟΥΡΓΩΝ Κάθε χρόνο στην Ελλάδα κυκλοφορούν 60-70 τίτλοι, μου λέει ο Γιώργος Ζαρρής, και θεωρεί ότι υπάρχει ικανός αριθμός καλών δημιουργών. «Κάποιοι έχουν μεγάλες δυνατότητες», συνεχίζει, «αλλά τους κρατάει πίσω το περιβάλλον». Επισημαίνει ότι στις βραβεύσεις βιβλίων που γίνονται στη χώρα μας, επίσημες και ανεπίσημες, το κόμικ ως είδος αγνοείται. «Η σκηνή παραμένει απομονωμένη», καταλήγει και μου περιγράφει την προοπτική της αναβάθμισης της υπάρχουσας Ακαδημίας σε έναν φορέα πιο δραστήριο. Υπάρχουν και αυτοί που βρήκαν διέξοδο στο εξωτερικό, μεγάλα ονόματα της ελληνικής σκηνής, όπως ο Βασίλης Λώλος, ο Μιχάλης Διαλυνάς, ο Ηλίας Κυριαζής, μεταξύ άλλων. Ο Kanellos Cob εργάστηκε και αυτός στο εξωτερικό μετά τις σπουδές του στη Γαλλία, μια χώρα όπου το κόμικ, όπως λέει, «βρίσκεται παντού». Πιστεύει ότι αυτό που χρειάζεται για να εξοικειωθούμε με αυτή την κουλτούρα στην Ελλάδα είναι να παρεισφρήσει το κόμικ σε άλλα μέσα. «Να μπει στην εκπαίδευση, για παράδειγμα, να διδαχτεί η νέα γενιά ιστορία ή μαθηματικά μέσα από ένα στριπ». Ο Τάσος Ζαφειριάδης με κάποια από τα βιβλία του στο σπίτι του στη Θεσσαλονίκη. Μπορεί το κόμικ να κερδίσει περισσότερους οπαδούς; «Θεωρητικά ναι, μπορεί, αλλά δεν περιμένω καμία έκρηξη», μου λέει ο Τάσος Ζαφειριάδης. «Θα μπορούσαν απλώς να είναι λίγο πιο θαρραλέοι οι εκδότες, πάντως, υπάρχουν βιβλία που άξιζαν καλύτερης τύχης και παράπεσαν επειδή δεν είχαν τη διανομή που τους αναλογούσε, ούτε την κάλυψη από τον Τύπο. Το ένα φέρνει το άλλο: αν το κόμικ αποκτήσει ως είδος μεγαλύτερη διείσδυση, τότε θα είναι πιο ασφαλές για τον δημιουργό να συνεχίσει να το κάνει, αλλά και να βρει εκδότη. Έπειτα από τόσα χρόνια στον χώρο, νιώθω ακόμη μερικές φορές ότι σε κάθε βιβλίο πρέπει να περάσω οντισιόν». Βεβαίως, η Ρώμη δεν χτίστηκε σε μία μέρα. Η ελληνική σκηνή κάνει σταθερά βήματα εδώ και χρόνια, αλλά έχει να κάνει μερικά ακόμα. «Επιμονή και όρεξη χρειάζεται από την πλευρά των δημιουργών και εμπιστοσύνη από τους εκδότες που πρέπει να επενδύσουν», μου λέει ο Θανάσης Πέτρου. «Ο κόπος πρέπει κάπως να αμειφθεί, δεν μπορεί να βασιστεί μια σκηνή απλώς στην τρέλα των δημιουργών». Πιθανόν, πάντως, καμία άλλη καλλιτεχνική κοινότητα δεν είναι τόσο παθιασμένη και τόσο ενωμένη όσο αυτή. Στις συζητήσεις από τις οποίες προέκυψαν τα παραπάνω, όλοι διαφήμισαν τις δουλειές συναδέλφων τους και τις εκδόσεις άλλων οίκων, με τη σκέψη τους να λειτουργεί κυρίως στο πρώτο πληθυντικό. «Η αγορά του κόμικ δεν είναι μεγάλη», λέει ο Kanellos Cob, «αυτό που θέλουμε όλοι είναι ο χώρος να συνεχίσει να ανεβαίνει». Πηγή
-
- 8
-
-
-
- Λευτέρης Σταυριανός
- Θανάσης Πέτρου
- (and 7 more)
-
Μια κασέτα, μια ιστορία Γιάννης Κουκουλάς Ο στρατιώτης Τάσος Ζαφειριάδης αφηγείται τη δική του ιστορία από τον ελληνοϊταλικό πόλεμο ως μέλος του 67ου Συντάγματος Πεζικού στο μέτωπο της Αλβανίας. Ο εγγονός του Τάσος Ζαφειριάδης την απομαγνητοφωνεί και, μένοντας πιστός στην αφήγηση, την κάνει σενάριο. Και ο Θανάσης Πέτρου της δίνει εικόνα συνθέτοντας μια μοναδικά και πρωτότυπα τεκμηριωμένη ανθρώπινη περιπέτεια. Χωράει μια ολόκληρη ιστορία, αυτή του ελληνοϊταλικού πολέμου στο τέλος του 1940 και τους πρώτους μήνες του 1941, σε μια κασέτα 60 λεπτών; Και μπορούν όλα όσα αφηγείται ένας στρατιώτης της εποχής 45 χρόνια μετά μπροστά σε ένα κασετοφωνάκι να μεταφερθούν σε κόμικς χωρίς να αλλοιωθεί το περιεχόμενο και το νόημα, χωρίς να υποτιμηθούν κάποια γεγονότα ή να υπερτονιστούν κάποια άλλα; Η απάντηση δεν είναι εύκολη. Αλλά το αποτέλεσμα της προσπάθειας του Τάσου Ζαφειριάδη και του Θανάση Πέτρου είναι εντυπωσιακό. Είναι μια απόδειξη του πόσο αναγκαία είναι η καταγραφή της Ιστορίας από πολλαπλές πηγές, από αυτόπτες μάρτυρες, από ανθρώπους που την έζησαν και τη μετέφεραν στις επόμενες γενιές και όχι μόνο από επαγγελματίες ιστορικούς. «Το κόμικς αυτό βασίζεται σε μια αφήγηση ηχογραφημένη σε μια κασέτα 60 λεπτών. Την ηχογράφηση έκανε το 1985 η ξαδέρφη μου Καντιφένια, έφηβη τότε, χωρίς εξειδικευμένες γνώσεις και δίχως να κατευθύνει πρακτικά την αφήγηση με προκαθορισμένες ερωτήσεις. Το θετικό είναι ότι έχουμε μια ροή αφήγησης ζωντανή και “αυτόματη”, η οποία στέκεται σε αυτά που υποκειμενικά ο αφηγητής θεωρεί σημαντικότερα ή έχει πιο έντονες αναμνήσεις απ’ αυτά. Το αρνητικό είναι ότι για πολλά γεγονότα θα θέλαμε πιθανώς να γνωρίζουμε περισσότερες λεπτομέρειες και δεν δίνεται ίσως συνολικότερη εικόνα του μετώπου, αλλά είναι πια πολύ αργά για διευκρινίσεις» εξηγεί ο Τάσος Ζαφειριάδης στο εκτενές επίμετρό του στο νέο του βιβλίο με τίτλο «Ξημέρωσε ο Θεός τη μέρα», που κυκλοφόρησε πριν από λίγες μέρες από τις εκδόσεις Πατάκη. Ο τίτλος φυσικά είναι παρμένος από τα λόγια του παππού του συγγραφέα και συνονόματού του, που αφηγείται σαν ποταμός όλα όσα θυμάται από το μέτωπο ξεκινώντας πολλές μέρες της ιστορίας του μ’ αυτές ακριβώς τις λέξεις, «ξημέρωσε ο Θεός τη μέρα». Ο «αφηγητής» Τάσος Ζαφειριάδης, πρωταγωνιστής του βιβλίου και πρωτίστως ένας από τους πρωταγωνιστές των απαρχών ενός πολέμου πέθανε πέντε χρόνια μετά την ηχογράφηση, αλλά ο συγγραφέας και δημιουργός κόμικς Τάσος Ζαφειριάδης δεν άφησε την ιστορία του να ξεχαστεί. Απομαγνητοφώνησε την κασέτα κι έπιασε δουλειά. «Βέβαια, δεν μπόρεσα όλα να σας τα πω, γιατί πέρασαν και χρόνια σαράντα…» λέει με απολογητικό ύφος ο παππούς, αλλά αναλαμβάνει να συμπληρώσει τα κενά ο εγγονός: «Με στόχο το τελικό κείμενο να είναι όσο πιο ακριβές γίνεται, ελέγχθηκαν όλα τα πραγματολογικά στοιχεία, όπως τα τοπωνύμια, οι ημερομηνίες, οι αριθμοί των ταγμάτων και των άλλων σχηματισμών, και έγινε σύγκριση των δράσεων με αυτές που αναφέρονται στις βιβλιογραφικές πηγές και στο αρχείο του ΓΕΣ/ΔΙΣ. […] Τα περισσότερα λάθη διορθώθηκαν σιωπηρά, ενώ για όσα στοιχεία υφίσταται αμφιβολία ή θεώρησα ότι χρειάζεται διευκρίνιση, υπάρχει σχετική σημείωση. Μη δοθεί όμως η εντύπωση ότι η αφήγηση βρίθει λαθών – το αντίθετο. Επιβεβαιώθηκε πολλαπλώς από τη σχετική βιβλιογραφία και συχνά με απροσδόκητους τρόπους και σε σημεία που θα θεωρούσε κανείς αρχικά ασήμαντα. Μερικά παραδείγματα: η συνειδητοποίηση ότι οι “Ιταλικές Παράγκες” ήταν όντως τοπωνύμιο σε χρήση και όχι μόνο κυριολεκτική περιγραφή του παππού μου. Η βαθμιδωτή υφή που παρουσιάζει ακόμα σε δορυφορική άποψη λόφος βορειοδυτικά του Πόγραδετς, τον οποίο ο παππούς μου χαρακτηρίζει “αμπελοσπαρμένο”, αν και σήμερα δεν καλλιεργείται, η οποία περιγράφεται επίσης και στα αρχεία του ΔΙΣ. Οι χαρακτηριστικές πλάκες των πετρωμάτων στο Ύψωμα 731 που αναφέρει ότι χρησιμοποίησαν στην κατασκευή του πολυβολείου». Η ιστορία ξεκινά λίγο έξω από τη Θεσσαλονίκη, όταν φτάνουν τα νέα της «γενικής επιστράτευσης» και της κήρυξης του πολέμου από τους Ιταλούς. Ο Τάσος Ζαφειριάδης παρουσιάζεται και με το τρένο μεταφέρεται στο Κιλκίς. Με μια υπέροχη προφορικότητα που έχει διατηρηθεί ακέραια σχεδόν στο σύνολο του βιβλίου αφηγείται: «Ξημέρωσε η μέρα, την άλλη μέρα οπ! Βρίσκω και το θείο σου τον Τάσο, του Ζαφειράκου του μπαμπά, που σήμερα δε ζει. Και οι δυο, μαζί πια και με άλλους πολλούς πατριώτες, μας βάλαν να κοιμόμαστε σε μια εκκλησιά. Υστερα από δυο μέρες μας έδωσαν οπλισμό. Εμένα μ’ έδωσαν πολυβόλο, Hotchkiss, και έγινα πολυβολητής. Ο Τάσος, ο ξάδερφός μου, γεμιστής. Μας κάνουν μια άσκηση εκεί για να εκπαιδευτούμε λίγο στο πολυβόλο κι έτσι περιμέναμε τώρα την ημέρα και την ώρα για να ξεκινήσουμε για την Αλβανία. Για το Μέτωπο». Η συνέχεια της Ιστορίας του Β' Παγκοσμίου Πολέμου είναι λίγο-πολύ γνωστή από τα επίσημα βιβλία, από μελέτες και αρχεία, από τις ταινίες, από απομνημονεύματα και ντοκουμέντα. Η ανθρώπινη ιστορία όμως, όπως την αφηγείται ο Τάσος Ζαφειριάδης κι όπως την έζησαν οι φαντάροι στο μέτωπο, είναι μια μονάκριβη, ασύγκριτα σπουδαία μαρτυρία. Η ατέλειωτη πεζοπορία από το Κιλκίς μέχρι τα σύνορα με την Αλβανία, τα γεύματα που γίνονταν όλο και μικρότερα, οι διανυκτερεύσεις μέσα στα χιόνια, στην υγρασία, στο κρύο, η φιλοξενία αλλά και η καχυποψία στα χωριά μέχρι τον τελικό προορισμό, τα βραχώδη βουνά, η αβεβαιότητα, ο φόβος καταγράφονται σχετικά αποστασιοποιημένα λόγω του χρόνου που έχει περάσει αλλά κυρίως λόγω των όσων θα ακολουθήσουν. Γιατί τον Δεκέμβριο του 1940 οι φαντάροι αρχίζουν τις μάχες σώμα με σώμα, σφαίρες και οβίδες σφυρίζουν πάνω απ’ τα κεφάλια τους. Δεν ήταν ασκήσεις πια, αλλά πόλεμος. Αντεπιθέσεις, υποχωρήσεις, έφοδοι, κακουχίες, τραυματίες, νεκροί, «η πρώτη κακιά μέρα της μάχης της 9ης Δεκεμβρίου του 1940». Για τη συνέχεια ο εγγονός Τάσος Ζαφειριάδης, μετά τα τόσα χιουμοριστικά του κόμικς («Σπιφ και Σπαφ», «Ο Κυρ Κονγκ και άλλες Ιστορίες» κ.ά.), τα μυθοπλαστικά του σενάρια με αφορμές πραγματικά γεγονότα ή την ίδια την Ιστορία («Γρα Γρου», «Ψηφιδωτό» κ.ά.), τους κατ’ ουσίαν φιλοσοφικούς πειραματισμούς του πάνω στη φύση της τέχνης των κόμικς («Σκορποχώρι»),κάνει μια σπάνια δουλειά που τη διανθίζει με χάρτες, ιστορικά στοιχεία, αποτυπώματα αρχείων και δεδομένων. Όλα μετά από ενδελεχή μελέτη, μέρος της οποίας παρουσιάζεται στο τέλος του βιβλίου όπου επεξηγούνται πολλές λεπτομέρειες και παρατίθενται φωτογραφίες, ταυτότητες, στρατιωτικοί κατάλογοι, φύλλα πορείας, έγγραφα, ακόμα και προσωπικά γράμματα και σημειώματα του παππού Ζαφειριάδη. Στο αποτέλεσμα παίζει καθοριστικό ρόλο η τεράστια συμβολή του Θανάση Πέτρου. Με την τεράστια εμπειρία του ο Πέτρου, μεταξύ άλλων και δάσκαλος των κόμικς στον ΑΚΤΟ, παραλαμβάνει ένα τεράστιο και πολυεπίπεδο υλικό και το εικονοποιεί συναρπαστικά. Έχοντας υπογράψει πρόσφατα τα σενάρια και τα σχέδια σε δύο σπουδαία βιβλία για τη νεότερη ελληνική Ιστορία («Οι όμηροι του Γκαίρλιτς» και «1922, Το τέλος ενός ονείρου»), με τις συνεργασίες του με το Δημήτρη Βανέλλη πάνω στη μεταφορά σε κόμικς πολλών λογοτεχνικών έργων («Το Παραρλάμα και άλλες Ιστορίες του Δημοσθένη Βουτυρά», «Το Γιούσουρι και άλλες Φανταστικές Ιστορίες» κ.ά.), με τη συμμετοχή του στο «Λεξικό της Κρίσης» στο Καρέ Καρέ, με τα τόσα βιβλία που έχει φιλοτεχνήσει είτε μόνος του είτε σε συνεργασία με συγγραφείς και σεναριογράφους, ο Πέτρου έχει αποδείξει ότι μπορεί να φέρει εις πέρας ακόμα και το πιο δύσκολο εγχείρημα. Στο «Ξημέρωσε ο Θεός τη μέρα» αυτό γίνεται φανερό από τις πρώτες εικόνες. Τα βροχερά τοπία στην Αλβανία, τα χιόνια και οι μαυρισμένοι ουρανοί, η παγωμένη, σιωπηλή μουντάδα της αναμονής, οι εκρήξεις που πότε είναι μακρινές, ως ακίνδυνοι «λεκέδες» στο χαρτί, και πότε πλησιάζουν και νομίζεις πως τις ακούς, εικονογραφούνται υποδειγματικά. Πάνω απ’ όλα όμως αποδίδονται ιδανικά τα συναισθήματα του πρωταγωνιστή, οι εκφράσεις του, η προϊούσα απογοήτευση, η αισιοδοξία που δίνει τη θέση της στην ανασφάλεια όσο το στράτευμα και η συλλογική ψυχολογική κατάσταση βυθίζονται στην «καρδιά του σκότους». Σε τέτοιες πρωτότυπες τεκμηριωτικές πρακτικές όπως αυτή των Ζαφειριάδη και Πέτρου έχουν προβεί πολλοί δημιουργοί κόμικς τα τελευταία χρόνια. Συνήθως όμως για γεγονότα της πιο πρόσφατης Ιστορίας ή για πολέμους, κρίσεις και τραγωδίες στις οποίες οι ίδιοι οι δημιουργοί έγιναν μάρτυρες. Από τους πρωτοπόρους αυτής της μεθόδου ήταν ο Art Spiegelman με το «Maus», μια μετα-μυθοπλαστική αφήγηση πάνω στις ηχογραφημένες μαρτυρίες του επιζήσαντα από το Ολοκαύτωμα Εβραίου πατέρα του. Ο Spiegelman μάλιστα, χρόνια μετά το πολυβραβευμένο έργο του, κυκλοφόρησε το «Metamaus» επεξηγώντας τον τρόπο εργασίας του και ενθέτοντας μέρος του πλούσιου υλικού του, τμήμα του οποίου ήταν οι ίδιες οι συνομιλίες του με τον πατέρα του. Με έναν ανάλογο μηχανισμό φιλοτεχνούν οι Ζαφειριάδης και Πέτρου ένα υπέροχο βιβλίο, που είναι δύσκολο να καταταχθεί καθώς ισορροπεί ανάμεσα στην Ιστορία, το ντοκουμέντο, τα απομνημονεύματα, τη μυθοπλασία, την τεκμηρίωση. Κι όλα αυτά με τις μοναδικές δυνατότητες που προσφέρει η γλώσσα των κόμικς όταν χρησιμοποιείται με δεξιοτεχνία. Πηγή
-
- 5
-
-
- Τάσος Ζαφειριάδης
- Θανάσης Πέτρου
-
(and 2 more)
Tagged with:
-
Ένα υπέροχο και βραβευμένο «Ψηφιδωτό» Απόσπασμα του εξωφύλλου του άλμπουμ «Ψηφιδωτό» (εκδόσεις Jemma Press) των Τάσου Ζαφειριάδη (σενάριο) και Πέτρου Χριστούλια (σχέδιο) Γιάννης Κουκουλάς Με καθυστέρηση σχεδόν ενάμιση χρόνου απονεμήθηκαν τα Ελληνικά Βραβεία Κόμικς για τα έργα που δημιουργήθηκαν το 2019. Ξεχωριστή θέση σε αυτά είχαν το «Ψηφιδωτό» των Τάσου Ζαφειριάδη και Πέτρου Χριστούλια και ο «Ζητιάνος» του Κανέλλου Cob Μία από τις σημαντικότερες στιγμές του φεστιβάλ του Comicdom είναι κάθε χρόνο η απονομή των Ελληνικών Βραβείων Κόμικς (χιουμοριστικά, για τους επαΐοντες, «Ελ Βράκο»). Η πολυπληθής «ακαδημία» που αποτελείται από καλλιτέχνες, δημοσιογράφους, θεωρητικούς, εκδότες κ.ά. ψηφίζει τα καλύτερα έργα σε διάφορες κατηγορίες και τα βραβεία απονέμονται στην εναρκτήρια ημέρα του φεστιβάλ. Το φεστιβάλ, λόγω Covid, δεν πραγματοποιήθηκε ούτε τον Μάιο του 2020 ούτε και τον Μάιο του 2021, με συνέπεια να μην υπάρξει και απονομή βραβείων. Με καθυστέρηση ενάμιση χρόνου, όμως, πραγματοποιήθηκε την περασμένη εβδομάδα και συγκέντρωσε δεκάδες χιλιάδες φίλους των κόμικς. Και επιτέλους δόθηκαν και τα βραβεία σε δέκα διαφορετικές κατηγορίες. Τα βραβευμένα κόμικς «Ψηφιδωτό», «Ο ζητιάνος» και «Τρεις» Με παρουσιαστή τον stand up κωμικό Δημήτρη Δούκογλου, σε μια πολύ λιτή και δικαιολογημένα αμήχανη τελετή (μάσκες, αποστάσεις κ.λπ.) που διέφερε από αυτές των προηγούμενων ετών και με ολιγάριθμο κοινό, στο κτίριο της Ελληνοαμερικανικής Ενωσης, οι Νίκος Γιακουμέλος και Αθηνά Κακλαμάνη από το Smassing Culture ανακοίνωσαν τους νικητές. Αναμφίβολα, το «Ψηφιδωτό» (εκδόσεις Jemma Press), μια πολυεπίπεδη αφήγηση και περιπλάνηση στο Βυζάντιο με «πυξίδα» κάποιες παράξενες ψηφίδες των Τάσου Ζαφειριάδη (σενάριο) και Πέτρου Χριστούλια (σχέδιο) ξεχώρισε, καθώς απέσπασε το μεγαλύτερο βραβείο, αυτό του Καλύτερου Κόμικς για το 2019, αλλά και το βραβείο Σεναρίου (Τάσος Ζαφειριάδης) και το βραβείο Καλλιτεχνικής Επιμέλειας (Λευτέρης Σταυριανός, Τάσος Ζαφειριάδης, Πέτρος Χριστούλιας). Δύο σημαντικά βραβεία, Σχεδίου και Εξωφύλλου, κατέκτησε o Κανέλλος Cob με την πανέξυπνη προσαρμογή του «Ζητιάνου» (εκδόσεις Polaris) του Ανδρέα Καρκαβίτσα σε κόμικς, ενώ το βραβείο του Καλύτερου Νέου Καλλιτέχνη απονεμήθηκε στον Δημήτρη Κοσκινά για τα «Σκοτεινά Μυστικά». Κανέλλος Cob Το βραβείο Καλύτερης Μεταφρασμένης Εκδοσης απέσπασε το «Τρεις» (εκδόσεις Jemma Press) των Kieron Gillen (σενάριο) και Ryan Kelly (σχέδιο) σε μετάφραση Μπέλλας Σπυροπούλου, ενώ το βραβείο Καλύτερου Ένθετου (κόμικς που δημοσιεύονται σε περιοδικά, εφημερίδες κ.λπ.) απονεμήθηκε στους Ηλία Κυριαζή (σενάριο) και Έλενα Γώγου (σχέδιο) για την «Αρπη» από το περιοδικό «Μπλε Κομήτης». Δύο ξεχωριστά βραβεία, τέλος, απέσπασαν και οι μόνιμοι συνεργάτες του Καρέ Καρέ, Δημήτρης Καμένος και Πάνος Ζάχαρης. Ο Δημήτρης τιμήθηκε με το βραβείο Καλύτερης Αυτοέκδοσης για το «Μεφίστο - Ενα Ιατρικό Σήριαλ», το πρώτο μέρος της φαουστικής του παρωδίας που δημοσιεύεται εδώ και χρόνια στην «Εφ.Συν.», ενώ ο Πάνος απέσπασε το βραβείο του Καλύτερου Διαδικτυακού Κόμικς για την πολύ επιτυχημένη σειρά «Working Dead», με τους χιλιάδες φίλους στο διαδίκτυο. Πέτρος Χριστούλιας Με την ευχή ότι το φεστιβάλ του Comicdom και η ετήσια απονομή των «Ελ Βράκο» δεν θα ανασταλούν ξανά, η επόμενη χρονιά αναμένεται με ακόμα μεγαλύτερο ενδιαφέρον καθώς οι βραβεύσεις θα αφορούν τόσο το 2020 όσο και το 2021. Χρόνια δύσκολα και σκοτεινά, αλλά με σημαντικά και όμορφα κόμικς που ποτέ δεν παύουν να δημιουργούνται. Πηγή
-
- 5
-
-
- Ελληνικά Βραβεία Κόμικς
- Ψηφιδωτό
- (and 11 more)
-
Το Ούλτιμεητ Εντίσιον συγκριτικά με άλλες τάχα μου πολυτελείς εκδόσεις Τι να πρωτοπεί κανείς για το Σπιφ & Σπαφ; Είναι ένα κόμικ που μεγάλωσε γενιές και γενιές Ελληνόπουλων, που μεταφράστηκε σε πολλές γλώσσες με απόλυτη επιτυχία, που αγαπήθηκε και μισήθηκε όσο λίγα, που απαγορεύτηκε στην Κούβα και την Ρωσία, που σε τελική ανάλυση άλλαξε τον ρου των κόμικς! Οι περιπέτειες του Σπιφ και του Σπαφ αψηφούν κάθε λογική και φαντασία. Εφευρίσκουν χρονομηχανές, τα βάζουν με τον Γκοτζίλα και την νέμεσή τους τον μοχθηρό Dr. X, απολαμβάνουν τον καλό ευρωπαϊκό κινηματογράφο, τρώνε πρέτσελ με μπίρα βάις και φιλοσοφούν για την τέχνη. Ε, και συνήθως ένας από τους δύο καταλήγει τέζα (Oh my God, they killed Spif!). Αναντίρρητα, ένα αριστούργημα της ένατης τέχνης και του σουρεαλισμού. Η εν λόγω σειρά στριπακίων ξεκίνησε το 2003 στο σαλονικιώτικο περιοδικό Εξώστης. Τον Σεπτέμβριο του 2005, η εκδοτική Futura συγκέντρωσε τα στριπ σε ένα αλμπουμάκι. Τρία χρόνια αργότερα, ήρθε η πρώτη μεγάλη περιπέτεια των δύο φίλων: Η Μεγάλη Περιπέτεια. Κυκλοφόρησε σε μόλις 500 αντίτυπα από την Λέσχη Φίλων Εικοστού Αιώνα και το 2009 βραβεύτηκε ως το καλύτερο φανζίν στα Comicdom Awards. Το 2012, η Jemma Press, μάζεψε όλα αυτά τα κόμικς απ' τα σκουπίδια και εξέδωσε το Ούλτιμεητ Εντίσιον. Καθυστερημένο disclaimer: η άνωθεν παρουσίαση είναι τίγκα στα inside (the comic book) jokes, που πολλοί δεν θα πιάσουν, αλλά να πα να το αγοράσουν!
-
- 14
-
-
-
-
- Τάσος Ζαφειριάδης
- 2003
-
(and 5 more)
Tagged with:
-
Το ψηφιδωτό του χρόνου έσπασε. Η ιστορία που διηγείται ανακατεύτηκε. Μπορεί το σύνολο να ξαναγεννηθεί από τα κομμάτια του; Ο επίμονος αναγνώστης θα ανασυνθέσει την ιστορία από τα θραύσματα... Ο Πέτρος Χριστούλιας και ο Τάσος Ζαφειριάδης, το δίδυμο πίσω από τα Χαρακώματα, επιστρέφει μια νέο κόμικ ονόματι Ψηφιδωτό. Διηγούνται μια ιστορία μέσα από τον χώρο και το χρόνο με πρωταγωνιστή τον Κύριλλο, έναν άντρα που κρύβεται όταν οι Σταυροφόροι βιάζουν την γυναίκα του, σφάζουν και αυτήν και το παιδί τους και ως τιμωρία ο θάνατος τον αφήνει να περιπλανιέται μεταξύ ζωντανών και νεκρών για αιώνες με φόντο το Βυζάντιο στην παρακμή του. Η αφήγηση δεν είναι γραμμική, με τα επεισόδια της ιστορίας του Κυρίλλου να εμφανίζονται στο κόμικ ανακατεμένα (π.χ. πρώτο κεφάλαιο είναι το χρονικά τελευταίο) αφήνοντας τον αναγνώστη να τα τοποθετήσει στην σωστή σειρά ανασυνθέτοντας το ψηφιδωτό της ιστορίας. Αυτή η ασυνήθιστη επιλογή αφήγησης είναι το στοιχείο που κάνει το κόμικ τόσο ιδιαίτερο. Πέρα από τις προσωπικές συμπάθειες στο στιλ γραφής του Ζαφειριάδη και το σχέδιο του Χριστούλια (τις οποίες έχω αμφότερες), το να επιλέξουν να ανακατέψουν την ιστορία τιμώντας τον τίτλο προσέφερε και σε αυτούς και στον αναγνώστη μια πρόκληση αν θέλετε, που κάνει το κόμικ πιο χαρακτηριστικό και ξεχωριστό. Νομίζω πως είναι ένα πείραμα που έπιασε και ελπίζω να τραβήξει βλέμματα γιατί του αξίζει. Για όσους πάντως μπερδευτούν με το έντυπο, μπορούν πάντα να διαβάσουν την ψηφιακή μορφή η οποία πρωτοδημοσιεύθηκε στο socomic.gr από 5/6/18 έως 28/11/18 ή να ακολουθήσουν την σειρά που είναι στημένες οι ψηφίδες στο εσώφυλλο (κάθε ψηφίδα αντιστοιχεί σε ένα κεφάλαιο και στο εσώφυλλο έχουν μπει με χρονολογική σειρά). Μόνο μείον της καλαίσθητης έκδοσης της Jemma Press με την ωραία αντίθεση που κάνει το χρυσό εξώφυλλο είναι αυτό το ίδιο το χρυσό εξώφυλλο. Χαράζει πανεύκολα και μετά από 1-2 μπες βγες σε τσάντα έχει γεμίσει μεγάλες γραμμές. Κυκλοφόρησε αρχικά στο ComicDom 2019 και αν και αντιμετωπίζεται ως fiction έργο, στον ενδιαφέροντα επίλογο οι δημιουργοί αναφέρουν διάφορα υπαρκτά ιστορικά στοιχεία που ενσωμάτωσαν στην ιστορία. *οι εσωτερικές σελίδες είναι από το socomic.gr
- 3 replies
-
- 11
-
-
-
- Πέτρος Χριστούλιας
- Τάσος Ζαφειριάδης
-
(and 2 more)
Tagged with:
-
Όπως πληροφορούμαστε και από το οπισθόφυλλο, η έκδοση αυτή συγκεντρώνει για πρώτη φορά όλα τα επεισόδια που δημοσιεύθηκαν αρχικά μέσα από τις σελίδες του 9 και κατόπιν σε έκδοση της Ελευθεροτυπίας. Επίσης στο τέλος υπάρχει έξτρα υλικό, με σχόλια του Τάσου Ζαφειριάδη, προσχέδια και σχέδια άλλων δημιουργών. Πρόκειται για μονοσέλιδες ιστορίες, ενίοτε χιουμοριστικές και ενίοτε πιο μελαγχολικές, που περιγράφουν τις εντυπώσεις του δημιουργού από την ζωή στην Αθήνα. Παρόλο που σαν γνήσιο τέκνο της πόλης που δεν μπορώ να με φανταστώ να την εγκαταλείπω, δεν συμμερίζομαι την οπτική του σεναριογράφου, αυτό δε σημαίνει ότι δε μου άρεσε. οι σελίδες είναι από το άρθρο του Γιάννη Κουκουλά Εντός (κι εκτός) των τειχών Αντιθέτως, το θεωρώ ένα αρκετά καλό "αυτοβιογραφικό" κόμικ με αρκετά πετυχημένο χιούμορ. Ακόμα, με εντυπωσίασε η ιδέα του σε-σμίκρυνση-πρωταγωνιστή που αφήνει την πόλη να παίρνει τον πρώτο ρόλο, ενώ αυτός προσπαθεί να επιβιώσει στους ρυθμούς της. Φαντάζομαι ότι σε ανθρώπους που άφησαν τον τόπο καταγωγής τους για να πάνε σε μια μεγάλη πόλη να ζήσουν, θα τους αρέσει ακόμα περισσότερο και σίγουρα θα βρουν αρκετά σημεία με τα οποία θα ταυτιστούν. Το σχέδιο είναι πολύ πετυχημένο και δένει με το ύφος των ιστοριών και η έκδοση είναι πολύ προσεγμένη και σίγουρα τα αξίζει τα χρήματα της.
-
- 9
-
-
-
- Τάσος Ζαφειριάδης
- Πέτρος Χριστούλιας
-
(and 2 more)
Tagged with:
-
Πώς μπορείς να μιλήσεις για την υπερχιλιετή ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας μέσα από λίγες πολύχρωμες ψηφίδες ενός παλαιού επιτοίχιου; Η απάντηση βρίσκεται στο «Ψηφιδωτό», ένα κόμικς που κυκλοφόρησε πριν λίγους μήνες από την πάντα δραστήρια Jemma Press. Το υπογράφουν δύο φίλοι και συνεργάτες από παλαιά: ο σεναριογράφος Τάσος Ζαφειριάδης (γνωστός και από τις δημοσιεύσεις του στον «Χάρτη») και ο σχεδιαστής Πέτρος Χριστούλιας. Το αποτέλεσμα είναι μια ενδιαφέρουσα συνάρθρωση αφήγησης και εικόνων που συνθέτει, κομματάκι-κομματάκι, το «Ψηφιδωτό». Ένα κόμικς που πρωτοδημοσιεύτηκε σε συνέχειες στο ιστολόγιο socomic.gr, αποκαλύπτοντας τώρα, στην έντυπη εκδοχή του, τον ιδιαίτερο τρόπο ανάγνωσης που προβλέπει η κατασκευή του. Πρωτότυπο στη σύλληψη και καινοτόμο στον τρόπο που ζητά από τους αναγνώστες να διαβάσουν την ιστορία, το κόμικς δεν ακολουθεί την… πεπατημένη, από την πρώτη προς την τελευταία σελίδα. Ζητά, αντίθετα, να αναδιατάξουν τις 14 ψηφίδες-κεφάλαια του βιβλίου, βάζοντάς τα στη σωστή σειρά, ώστε να έχουν την γραμμική εξέλιξη της ιστορίας. Οδηγός και βοηθός σε αυτή την ιδιαίτερη διαδικασία ανάγνωσης (που θυμίζει ανασύσταση διαλυμένου ψηφιδωτού) είναι η χρωματική ταυτότητα κάθε μιας από τις 14 ψηφίδες που παρατίθενται στην αρχή του βιβλίου. Με οδηγό το χρώμα, αλλά και τη σειρά με την οποία είναι βαλμένα τα πετραδάκια, ο «επίμονος» (σύμφωνα με τον ορισμό των δύο δημιουργών) αναγνώστης μπορεί να διαβάσει, κινούμενος μπρος-πίσω στις σελίδες, τα αντίστοιχα κεφάλαια που ξεκλειδώνουν το νόημα της ιστορίας. Στις 96 σελίδες αυτής της καλαίσθητης έκδοσης, εικονογραφημένες με μαεστρία από τον Πέτρο Χριστούλια, ο έτερος των συμβαλλομένων, Τάσος Ζαφειριάδης, μπόλιασε την ιστορία του με ενδιαφέροντα ιστορικά, λαογραφικά, αλλά και φαντασιακά στοιχεία: Η μοιραία Δ΄ Σταυροφορία του 1201-1204, ο Μαύρος Θάνατος του 14ου αιώνα, τα έθιμα ταφής, τα μυθικά τζιν και τα ιφρίτ των Αράβων, η Πλατυτέρα, η ρωμαϊκή γέφυρα του Σεπτιμίου Σεβήρου στον Ευφράτη, όπου έχτισε τον τάφο του ο Διγενής Ακρίτας σύμφωνα με το ομώνυμο έπος, ο όσιος Σισώης που σε μεταβυζαντινές απεικονίσεις θρηνεί μπροστά στο λείψανο του Μεγάλου Αλεξάνδρου, μέχρι μια βυζαντινή εκδοχή κρεμμυδόσουπας με ψωμί… Η πληθώρα των στοιχείων που εμπλουτίζουν με την παρουσία τους τις λέξεις και τις εικόνες του κόμικς, αποτελούν μία επιπλέον πρόκληση για τους «επίμονους» που θα εντρυφήσουν στις σελίδες του. Αρκεί να έχουν κατά νου ότι δεν πρόκειται για ιστορικό αφήγημα, αλλά για μια παιγνιώδη ιστορία του φανταστικού. Πώς προέκυψε το «Ψηφιδωτό»; Τάσος Ζαφειριάδης: Οι προπαππούδες μου όταν πέρασαν με την ανταλλαγή πληθυσμών από την Μεσσήνη Ανατολικής Θράκης στην Ελλάδα κι εγκαταστάθηκαν στον Άγιο Αθανάσιο Θεσσαλονίκης, ανάμεσα στα λιγοστά πράγματα που έφεραν μαζί τους ήταν και εννιά ψηφίδες από ένα παλιό ψηφιδωτό. Αυτά τα γυαλιστερά πετραδάκια τα κατέβαζε η βροχή από τα ερείπια ενός βυζαντινού φρουρίου στο χωριό (σήμερα ονομάζεται Μισινλί). Στα μάτια μου είχε μια μαγική ιδιότητα εκείνο το οικογενειακό κειμήλιο και η μυστηριώδης του προέλευση δυνάμωνε αυτήν την εντύπωση ακόμη περισσότερο. Αργότερα έμαθα ότι στο ίδιο μέρος βρισκόταν η ρωμαϊκή πόλη Δρουσιπάρα, με τη Βασιλική του μάρτυρα Αγίου Αλέξανδρου του Ρωμαίου, η οποία κάηκε ολοσχερώς από τους Αβάρους τον 6ο αιώνα. Οι ψηφίδες προέρχονταν άραγε από αυτή την εκκλησία ή κάποια μεταγενέστερη; Τι εικόνα σχημάτιζαν αυτές οι ψηφίδες; Η ιστορία του “Ψηφιδωτού” άρχισε να παίρνει σχήμα καθώς παρατηρούσα σε παλιές εκκλησίες τα βγαλμένα μάτια στα πρόσωπα των αγίων, τα βανδαλισμένα από πιστούς ή απίστους, που έδιναν μια πιθανή απάντηση. Μεγάλη επιρροή στο ύφος ήταν τα γραπτά του Σέρβου Μίλοραντ Πάβιτς. Το αγαπημένο μου Λεξικό των Χαζάρων, αλλά και άλλα έργα του, διακρίνονται από αυτό το –βαλκανικό και βυζαντινό– μείγμα μυθοπλασίας και ιστορίας, του οποίου η εγγύτητα στην ελληνική πραγματικότητα το έκαναν να μου φαίνεται πιο ανοίκειο και συναρπαστικό. Άλλο στοιχείο του έργου του είναι η μη γραμμική σειρά ανάγνωσης. Σύντομα αποφάσισα ότι κάθε κεφάλαιο θα ήταν μια ψηφίδα με διαφορετική απόχρωση. Όλες μαζί θα σχημάτιζαν μια ιστορία-ψηφιδωτό, προτρέποντας τον αναγνώστη να βάλει μια τάξη στη διαλυμένη πλοκή. Άρα θα μπορούσε να το χαρακτηρίσει κανείς ένα κόμικς περιπλάνησης και φανταστικού με ύφος «βυζαντινό». Εννέα ψηφίδες με διαφορετική απόχρωση… Πότε και με ποιο τρόπο ενώθηκαν σε αυτή την σκόπιμα μπλεγμένη πλοκή; Τ.Ζ.: Η πρώτη εκδοχή του σεναρίου γράφτηκε το 2009. Δύο σχεδιαστές επρόκειτο να το σχεδιάσουν σε διαφορετικές φάσεις, αλλά ο χρόνος τελικά δεν τους το επέτρεψε. Η καθυστέρηση στον σχεδιασμό επέβαλλε κάθε τόσο προσθήκες και αλλαγές, με την τελική εκδοχή να είναι η πέμπτη ή έκτη, καθώς όσο περνάει ο καιρός, αλλάζει κανείς οπτική ή άποψη για το έργο του και θέλει να το βελτιώσει. Το έργο ανέλαβε τελικά τον ένατο χρόνο ο Πέτρος Χριστούλιας, ο οποίος και το ολοκλήρωσε, με τη πολύτιμη οικονομική συμβολή του socomic.gr, όπου και πρωτοδημοσιεύτηκε. Το βιβλίο κυκλοφόρησε το 2019, άρα συνολικά πήρε δέκα χρόνια! Με ποιο τρόπο συνεργαστήκατε; Ποιοι ήταν οι τρόποι παρέμβασης, αλληλεπίδρασης και τελικής διαμόρφωσης της ιστορίας και της εικονογράφησης; Πέτρος Χριστούλιας: Το ότι η ιστορία ήταν ένα ψηφιδωτό βοήθησε και στο κομμάτι της οργάνωσης της παραγωγής. Ο Τάσος είχε ήδη το σενάριο σε μικρές ενότητες κεφάλαια και παρότι ο τελικός σκοπός ήταν να μπουν ανακατεμένα, τα ξεκινήσαμε ένα-ένα κατά κανόνα γραμμικά. Όπως δηλαδή δημοσιεύθηκε και στο socomic.gr αφού από ένα σημείο και μετά η εβδομαδιαία δημοσίευση μάς πρόλαβε. Σκηνή-σκηνή λοιπόν έστηνα τις σελίδες σε προσχέδια και τα έστελνα στον Τάσο. Εκτός μερικών εξαιρέσεων δε χρειάστηκε ιδιαίτερη συζήτηση πριν ξεκινήσω τα τελικά μολύβια, το μελάνωμα και το χρώμα. Αυτά είναι τα καλά της μακρόχρονης συνεργασίας. Ξέρει τι περιμένει ο ένας από τον άλλο και αφήνει χώρο. Τ.Ζ.: Ο Πέτρος ανέλαβε να δώσει στο κόμικς την τελική μορφή του, συμπληρώνοντας με μικρές πινελιές το κείμενο και τη δράση, όπου αυτός έκρινε απαραίτητο κατά το στήσιμο των σελίδων. Προχώρησε δηλαδή σε –τρόπον τινά– αποκατάσταση αρχαιοτήτων, σε μία περίοδο που εγώ ολοκλήρωνα το διδακτορικό μου και δεν είχα πολύ χρόνο να «επιβλέπω». Είχα ήδη αρκετό φωτογραφικό υλικό για αναφορά από βιβλία ή το διαδίκτυο, οπότε έδινα κάποιες σχετικές οδηγίες ανά κεφάλαιο που δουλευόταν, ώστε να ελαχιστοποιείται ο όγκος της δουλειάς που έπρεπε να γίνει άμεσα. Έγιναν πολλές αλλαγές στον διάλογο, αλλά ακόμα και στο σχέδιο, ακόμα και προσθήκες τελευταίας στιγμής, όπως π.χ. η αναφορά στον Όσιο Σισώη που θρηνεί μπροστά στο λείψανο του Μεγαλέξανδρου – έμπνευση κυριολεκτικά στο παρά πέντε πριν τη δημοσίευση. Πόση ιστορική αλήθεια και πόση φαντασία υπάρχουν στη σύνθεση του σεναρίου; Τ.Ζ.: Ο κεντρικός μύθος, η βασική πλοκή, παραμένει μία ιστορία φαντασίας. Αφότου υπήρχε αυτή έγινε έρευνα και δανείστηκα πολλά στοιχεία από σύγχρονες έρευνες, αλλά και κείμενα της περιόδου (έθιμα, θρύλοι, στολές, αρχιτεκτονική κ.ά.), ώστε να αποδίδεται όσο το δυνατόν γίνεται ένα βυζαντινό «άρωμα», χωρίς να χρησιμοποιείται το κατεξοχήν βυζαντινό εικονογραφικό ύφος της αγιογραφίας. Τα δάνεια επεκτάθηκαν και σε άλλες περιοχές, όπως π.χ. η Βενετία, ή κι εποχές, όπως τα μεταβυζαντινά μαρμαρένια αλώνια όπου μάχεται ο Διγενής Ακρίτας τον Θάνατο. Ελπίζω να πετύχαμε αυτήν την αίσθηση. Αγαπημένη μου λεπτομέρεια, η οποία μάλλον δεν είναι εμφανής με την πρώτη ανάγνωση, τα πουλιά των δημοτικών τραγουδιών πανταχού παρόντα ως θεατές της δράσης (πουλάκια είναι κι ας κιλαηδούν, πουλάκια είναι κι ας λένε). Σε κάθε ψηφίδα εμφανίζεται και άλλο πουλί, ενώ στο κεφάλαιο που εμφανίζεται ο ξένος έχουμε μια νυχτερίδα! Ποιες προκλήσεις αντιμετωπίσατε και τι προβλήματα χρειάστηκε να επιλύσετε; Π.Χ.: Αρχικά έπρεπε να πάρουμε κάποιες αποφάσεις όσον αφορά στο ντιζάιν. Το καθαρό καρτουνίστικο σχέδιο που γενικά προτιμώ, φάνηκε να μας εξυπηρετεί μια χαρά, παρά το δραματικό ύφος της ιστορίας, ενώ το χρώμα του κάθε κεφαλαίου ήταν σημαντικό στοιχείο της αφήγησης, οπότε η παλέτα έπρεπε να είναι αποφασισμένη και καθαρή. Αυτοί οι αυτοπεριορισμοί όμως προσωπικά μόνο με βοηθούν και πιστεύω ότι περισσότερο δίνουν στη δουλειά παρά της στερούν ο,τιδήποτε. Τ.Ζ.: Το Βυζάντιο είναι μία χιλιόχρονη περίοδος για την οποία από τη μια έχουμε αποσπασματικές ή ελλιπείς πληροφορίες, από την άλλη όμως ο όγκος των πληροφοριών που έχουμε (αρχαιολογικά, ιστορικά, κ.λπ.) είναι ήδη τεράστιος για μη ειδικούς σαν κι εμάς. Αυτό σημαίνει πως ό,τι και να επιχειρήσει κανείς πραγματολογικά θα είναι λάθος, οπότε έπρεπε να συμφιλιωθούμε προκαταβολικά με αυτήν την αποτυχία. Η επιλογή της σειράς των κεφαλαίων ήταν ένα άλλο πρόβλημα προς επίλυση. Έπρεπε να βρούμε μία ισορροπία μεταξύ του τυχαίου και του πλήρως γραμμικού, ώστε να μην είναι ο αναγνώστης τελείως ξεκρέμαστος. Κάναμε τρεις εκδοχές και τις δοκιμάσαμε στέλνοντάς τις σε φίλους να μας πουν τι καταλαβαίνουν. Κάποια άλλα στοιχεία «βοηθούν» λίγο την ανάγνωση, είτε στο κείμενο είτε οπτικά, π.χ. η γενειάδα του πρωταγωνιστή. Υπάρχει φυσικά και ένα χρωματικό «λυσάρι» στο βιβλίο, ενώ στο socomic.gr η ιστορία ανέβηκε γραμμικά, γιατί ως webcomic θα ήταν μάλλον υπερβολικά πολύπλοκο αυτό το μπρος-πίσω. Πείτε μας λίγα λόγια για το στιλ με το οποίο αποδόθηκαν οι χαρακτήρες. Π.Χ.: Όσον αφορά στο στιλ του σχεδίου, πάντα με γοήτευαν οι σχεδιαστές που κρατούν μια ισορροπία μεταξύ της απλότητας και της ελευθερίας που τους προσφέρει το καρτουνίστικο στιλιζάρισμα και του απαραίτητου νατουραλισμού ώστε η εικόνα που περιγράφεται να έχει την υφή που χρειάζεται για να υπηρετήσει την ιστορία. Προσπάθησα να βρω αυτήν την ισορροπία για την συγκεκριμένη ιστορία του Τάσου. Ξέρω όμως ότι αυτή η προσέγγιση έχει και έναν υποκειμενισμό και κάποιος άλλος μπορεί να την σχεδίαζε πολύ διαφορετικά. Ελπίζω η προσωπική μου επιλογή να βρει ένα κοινό που θα το ικανοποιήσει. Τι βοηθήματα είχατε για τον σχεδιασμό των ρούχων, των όπλων, της αρχιτεκτονικής και του διακόσμου; Π.Χ.: Από τη στιγμή που σχεδιάζεις μια ιστορία που αναφέρεται σε συγκεκριμένη εποχή ακόμα και αν έχεις την δικαιολογία ότι πρόκειται για ιστορία με φανταστικά στοιχεία, πρέπει να ανατρέξεις σε πηγές. Φυσικά το καρτουνίστικο στιλ επιτρέπει λίγη γενικολογία αλλά πρέπει να δημιουργήσεις στον αναγνώστη μια υφή και μια γεύση της εποχής που αναφέρεσαι. Ο Τάσος όπως συνήθως συνόδευε το σενάριο με πλούσιες αναφορές εικόνας όπου χρειαζόταν αλλά χρειάστηκε και εγώ να κάνω πάντα την προσωπική μου έρευνα. Χαρακτηριστική ήταν η περίπτωση της εικονογράφησης της Κωνσταντινούπολης λίγο πριν την άλωση, που χρειάστηκε να κατεβάσω από την βιβλιοθήκη μου τον σκονισμένο Β΄ τόμο της Ιστορίας της Αρχιτεκτονικής του Χαράλαμπου Μπούρα, που είχα να τον ανοίξω από τα χρόνια της Σχολής Καλών Τεχνών. Τελικά, πόσο δύσκολη ήταν η μεταφορά αυτής της «θρυμματισμένης» ιστορίας σε κόμικς; Τ.Ζ.: Η επιλογή της μη γραμμικής αφήγησης ήταν μέρος της αρχικής έμπνευσης, γράφτηκε έτσι, άρα αυτή η δυσκολία ήταν εξαρχής στο παιχνίδι. Σίγουρα δεν είναι επιλογή φιλική προς όλους τους αναγνώστες. Αυτό που με δυσκόλεψε κυρίως όμως είναι ότι πήρε καιρό να υλοποιηθεί το κόμικς και όλες αυτές οι καθυστερήσεις επιβάλανε συνεχείς αλλαγές στο σενάριο. Όταν δουλεύεις κάτι τόσον καιρό, θέλει υπομονή, σε κυριεύουν οι αμφιβολίες για το αν βγάζει νόημα, αν είναι αποτελεσματικό κ.λπ. Σε αυτό εμπιστεύτηκα την κρίση του Πέτρου» Πηγή
-
- 3
-
-
- Τάσος Ζαφειριάδης
- Πέτρος Χριστούλιας
-
(and 2 more)
Tagged with: