Jump to content

Καλώς ήλθατε στο ComicStreet

Γίνετε μέλη της κοινότητας. Η εγγραφή είναι γρήγορη και εύκολη.

Search the Community

Showing results for tags 'Μαμούθ Κόμιξ'.

  • Search By Tags

    Type tags separated by commas.
  • Search By Author

Content Type


Forums

  • ΥΠΟΔΟΧΗ
    • Κανόνες
    • Νέα / Ανακοινώσεις
    • Απορίες / Βοήθεια
    • Γενική Συζήτηση
  • ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ / ΑΡΘΡΑ
    • ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ
    • ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ
  • ΕΚΔΟΣΕΙΣ
    • ΞΕΝΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ
    • ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ
    • WEBCOMICS
  • ΚΟΜΙΚΣ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΤΕΧΝΕΣ
    • Κινηματογράφος/TV και Κόμικς
    • Animation
    • Βιβλία
  • ΚΑΤΑΣΤΗΜΑΤΑ - ΔΙΑΔΙΚΤΥΟ
    • Καταστήματα
    • Πηγές - Ενημέρωση

Find results in...

Find results that contain...


Date Created

  • Start

    End


Last Updated

  • Start

    End


Filter by number of...

Joined

  • Start

    End


Group


About Me

  1. Το 1991 και ενώ τα γαλλοβελγικά κόμικς στην Ελλάδα περιορίζονταν ακόμη στα βασικά και απολύτως αναγκαία, η Μαμούθ Κόμιξ κάνει μια τολμηρή για τα δεδομένα της εποχής κίνηση και κυκλοφορεί ένα κόμικ εκείνης της σχολής, το οποίο ήταν μάλλον άγνωστο στη χώρα μας στο ευρύ κοινό και το οποίο νομίζω ότι δεν είχε κυκλοφορήσει πριν στα ελληνικά από καμία άλλη εκδοτική. Οι Περιπέτειες των Μπλέικ και Μόρτιμερ (πρωτότυπος τίτλος: Les Aventures de Blake et Mortimer) είναι ένα από τα πιο φημισμένα και πιο ιστορικά κόμικ της γαλλοβελγικής σχολής, αλλά και ένα από τα πιο χαρακτηριστικά δείγματά της τόσο σε σχεδιαστικό, όσο και σε σεναριακό επίπεδο. Ο δημιουργός της, Edgar P(ierre). Jacobs (1904-1987) υπήρξε μαθητής και συνεργάτης του Hergé (ο οποίος τον απαθανάτισε και στο εξώφυλλο του άλμπουμ "Τα Πούρα του Φαραώ") και ίσως ο καλύτερος εκπρόσωπος τς φημισμένης "καθαρής γραμμής" μετά τον ίδιο τον Hergé. Το πολύ ωραίο και πολύ λεπτομερές σχέδιό του είναι σαφέστατα επηρεασμένο από το δάσκαλό του, σε σημείο που κάποια καρέ μοιάζουν σαν έχουν σχεδιαστεί από τον ίδιο τον Hergé και φυσικά είναι χάρμα οφθαλμών, ιδιαίτερα σε καρέ, που έχουν πολλές λεπτομέρειες, τις οποίες ο Jacobs έχει φιλοτεχνήσει με μεγάλη προσήλωση. Το σενάριο είναι τυπικό της εποχής εκείνης: περιπετειώδες, που φέρνει τους δύο πρωταγωνιστές, τον επιστήμονα Φίλιπ Μόρτιμερ και το λοχαγό Φράνσις Μπλέικ, οι οποίοι τίθενται συνήθως αντιμέτωποι με τον αιώνιο εχθρό τους, τον Συνταγματάρχη Όλρικ. Οι δύο ήρωες είναι Βρετανοί και συνήθως οι περιπέτειες ξεκινάνε στη γενέτειρά τους και μας μεταφέρουν τις περισσότερες φορές σε άλλα μέρη του κόσμου, ακόμη και σε άλλες εποχές. Η σειρά συνδυάζει κατασκοπία, μυστήριο, επιστημονική φαντασία και οι περισσότερες ιστορίες είναι συναρπαστικές, ακολουθώντας φυσικά τις συμβάσεις του είδους. Εντύπωση προκαλεί, τουλάχιστον στις ιστορίες του Jacobs, η σχεδόν παντελής απουσία γυναικών στις ιστορίες: ο κόσμος των Μπλέηκ και Μόρτιμερ είναι αμιγώς ανδροκρατούμενος, κάτι που οι διάδοχοι του Jacobs άλλαξαν στις επόμενες ιστορίες. Τα άλμπουμ της σειράς έχουν λίγο περισσότερες σελίδες από τα συνηθισμένα BD (η "Κίτρινη Σφραγίδα π.χ. έχει 66 σελίδες κόμικ) και ίσως επειδή οι ιστορίες είναι πυκνογραμμένες, με πολύ διάλογο, αλλά και με πολλά καρέ σε κάθε σελίδα, αλλά και επειδή οι υποθέσεις στις περισσότερες ιστορίες είναι αρκετά πολύπλοκες, η συγγραφή και ο σχεδιασμός να έπαιρνε πολύ περισσότερο χρόνο με αποτέλεσμα ο Jacobs να πρόλαβε να δημοσιεύσει μόνο 8 ιστορίες μέσα σε σαράντα χρόνια (αν και πρέπει να επισημανθεί, ότι κάποιες απλωνόντουσαν σε δύο ή και τρεις τόμους) και μάλιστα η τελευταία ιστορία έμεινε ατελείωτη και ολοκληρώθηκε από άλλους μετά το θάνατο του Jacobs. Η Μαμούθ άρχισε να κυκλοφορεί το κόμικ από την τρίτη ιστορία, την "Κίτρινη Σφραγίδα¨, παρακάμπτοντας την πρώτη ιστορία, "Το Μυστικό του Ξιφία", που ήταν μάλιστα και τρίτομη, αλλά και τη δεύτερη, "Το Μυστήριο της Μεγάλης Πυραμίδας", που ήταν δίτομη. Υποθέτω, ότι αυτή η επιλογή οφειλόταν στο γεγονός, ότι προτίμησαν να ξεκινήσουν από την πρώτη αυτοτελή ιστορία, προκειμένου να μη δεσμευθούν, εάν η σειρά δεν πήγαινε καλά. Επιπλέον, ο πρώτος τόμος περιείχε και μια τρισέλιδη βιογραφία του Jacobs. Από εκεί και μετά, η Μαμούθ δημοσίευσε τους δύο τόμους από "Το Μυστήριο της Μεγάλης Πυραμίδας" και συνέχισε τη δημοσίευση των ιστοριών με τη σωστή σειρά και έφτασε και σε άλμπουμ, που συνέχισαν οι διάδοχοι του Jacobs, φτάνοντας έως το "Τέμενος της Γκοντουάνα", που βγήκε στα ελληνικά το 2010, δύο χρόνια μετά την έκδοσή του στη Γαλλία, αλλά και το οποίο είναι, δυστυχώς, το τελευταίο που έχει κυκλοφορήσει στα ελληνικά έως τώρα. Το "Μυστικό του Ξιφία" δεν έχει κυκλοφορήσει ακόμη στα ελληνικά. Η έκδοση ήταν εντυπωσιακή: περισσότερες σελίδες αναγκαστικά, αλλά και σαφώς μεγαλύτερο μέγεθος από τα υπόλοιπα BD που είχε εκδώσει η Μαμούθ ως τότε. Δυστυχώς, το λέτερινγκ δεν βόλευε πολύ (είπαμε: το κόμικ ήταν πυκνογραμμένο), αλλά ήταν και δύσκολο να χωρέσουν τα πάντα σε τόσο μικρό μέγεθος. Η τιμή, όμως, ήταν μάλλον τσουχτερή (1050 δρχ κόστιζε το πρώτο τεύχος - για να καταλάβετε, το πρώτο τεύχος Τεν Τεν που εξέδωσε η Μαμούθ το 1993, δύο χρόνια μετά, κόστιζε 590 δρχ). Η σειρά δεν είχε σαφή περιοδικότητα, κάποιες χρονιές έβγαιναν δύο τεύχη μέσα σε ένα χρόνο, άλλες φορές υπήρχε διάλειμμα σχεδόν δύο ετών ανάμεσα σε δύο άλμπουμ. Τα άλμπουμ που έχουν κυκλοφορήσει: 1. Η Κίτρινη Σφραγίδα 2. Το Μυστήριο της Μεγάλης Πυραμίδας, 1ος τόμος: Ο Πάπυρος του Μανέθωνος 3. Το Μυστήριο της Μεγάλης Πυραμίδας, 2ος ρόμος: Η Αίθουσα του Χόρους 4. Το Αίνιγμα της Ατλαντίδας 5. S.O.S. Μετεωρίτες 6. Η Διαβολική Παγίδα 7. Υπόθεση Περιδέραιο 8. Οι 3 Φόρμουλες του Καθηγητή Σάτο, 1ος τόμος 9. Οι 3 Φόρμουλες του Καθηγητή Σάτο, 2ος τόμος 10. Υπόθεση Φράνσις Μπλέηκ 11. Η Συνωμοσία Βορονόφ 12. Αλλόκοτη Επαφή 13. Οι Σαρκοφάγοι της 6ης Ηπείρου, 1ος τόμος 14. Οι Σαρκοφάγοι της 6ης Ηπείρου, 2ος τόμος 15. Το Τέμενος της Γκοντουάνα Ένα από τα πιο αξιόλογα γαλλοβελγικά κόμικ, που έχουν κυκλοφορήσει στη χώρα μας, κατά τη γνώμη μου και σίγουρα ένα από τα ιστορικότερα, αφού είναι ένα από τα κόμικ, που θεμελίωσαν τη σχολή των BD. Αν σας αρέσει η κλασική και ολίγον παλαιομοδίτικη περιπέτεια, θα το λατρέψετε. Εάν είστε οπαδοί των πολύπλοκων και εκτεταμένων ιστοριών, εδώ θα βρείτε ένα κόμικ για εσάς. Αν θέλετε λεπτομερές σχέδιο, θα σας αρέσει πάρα πολύ. Αν απλά θέλετε να διαβάσετε ένα καλό κόμικ, ψάξτε το. Τα πρώτα τεύχη και ίσως και αρκετά ακόμη είναι εξαντλημένα πλέον και όχι πολύ εύκολο να βρεθούν, νομίζω ότι τα τελευταία κυκλοφορούν ακόμη, αλλά δεν είμαι σίγουρος. Για όσους θέλουν να δοκιμάσουν την τύχη τους με την αγγλική έκδοση, η Cinebook ακολουθεί πολύ στενά τη γαλλική έκδοση και έχει εκδώσει όλα σχεδόν τα άλμπουμ. Τα σκαναρίσματα των εξωφύλλων έγιναν από εμένα, τις εικόνες τις βρήκα από το Ίντερνετ. Πηγές για περαιτέρω μελέτη: Wikipedia (Αγγλικά) bedetheque (Γαλλικά) Το επίσημο σάιτ (Γαλλικά) Εργοβιογραφία του Jacobs (Αγγλικά)
  2. Ο Φανούρης Άπλας είναι ένας μικροσκοπικός το δέμας, αλλά τετραπέρατος και δαιμόνιος ντετέκτιβ, που αναλαμβάνει τις πλέον απίθανες αποστολές, όπως να εκτελωνίσει τρεις κούτες ενός θαυματουργού σαμπουάν, να σώσει ένα πάρτυ συμφιλιώνοντας δύο αντιμαχόμενες εταιρείες κέτερινγκ, να βρει ένα θαυματουργό τυρί και να αποτρέψει την καταστροφή της σιέστας των υπουργών των σπακακοπαραγωγών χωρών. Εάν όλα αυτά σας ακούγονται παλαβά, μην ανησυχείτε, το ίδιο το κόμικ είναι τρελό και παλαβό και αρκετά σουρεαλιστικό με πολύ προχωρημένο χιούμορ. Οι περιπέτειες του Φανούρη Άπλα ξεκίνησαν να δημοσιεύονται το 1991 από τη Μαμούθ Κόμιξ, η οποία κυκλοφόρησε το άλμπουμ στα περίπτερα, κάτι καθόλου, μα καθόλου αυτονόητο για εκείνη την εποχή και τελικά κυκλοφόρησαν 4 άλμπουμ με τα τρία επόμενα να βγαίνουν το 1992, το 1994 και το 1998 αντίστοιχα. Δεν έχει νόημα να περιγράψω την υπόθεση κάθε άλμπουμ, η οποία ούτως ή άλλως είναι προσχηματική, με την έννοια, ότι υφίσταται περισσότερο ως αφορμή για τα αστεία, τα οποία διαβάζουμε. Οπωσδήποτε, το χιούμορ της σειράς δεν είναι για όλους και δεν είναι όλα τα αστεία εξίσου πετυχημένα, σε γενικές γραμμές όμως, πιστεύω, ότι ακόμη και σήμερα στέκει μια χαρά και σίγουρα το θεωρώ πολύ μπροστά από την εποχή του για τα ελληνικά δεδομένα. Γενικά, το κόμικ σατιρίζει με ιδιαίτερα καυστικό τρόπο κάποια από τα κακώς κείμενα της ελληνικής πραγματικότητας της εποχής (ξαναδιαβάζοντάς το τώρα, παρατηρώ, ότι πολλά δεν έχουν αλλάξει καθόλου ), ενώ είναι και μια παρωδία των κόμικς περιπέτειας. Πρωτίστως όμως, είναι μια αφορμή για φευγάτο χιούμορ. Το ένα σεναριογράφο, το Δημήτρη Βανέλλη, τον ήξερα ήδη από τα κείμενά του στο ιστορικό περιοδικό Cine-7 και η πορεία του στο χώρο των κόμικς είναι γνωστή σε όλους μας, αλλά για το Δημήτρη Καλαϊτζή δεν γνωρίζω κάτι παραπάνω. Αν έχει κανείς/καμία πληροφορίες, θα ήθελα να τις μοιραστεί μαζί μας. Το Δερβενιώτη, φυσικά, τον ξέρουμε όλοι. Νομίζω, ότι αυτή ήταν η πρώτη αυτόνομη δουλειά του (είχε δημοσιεύσει έργα του και σε περιοδικά πιο πριν) και αυτό, η αλήθεια είναι, φαίνεται. Το σχέδιό του στα πρώτα άλμπουμ δεν υποστηρίζεται από καλά χρώματα, υπάρχει όμως μια σταθερή βελτίωση, η οποία γίνεται εμφανέστατη στο τέταρτο άλμπουμ της σειράς, το οποίο είναι πολύ πιο ώριμο και πολύ πιο φιλικό στο μάτι από τα τρία προηγούμενα και θυμίζει τον εξαιρετικό Δερβενιώτη που όλοι ξέρουμε. Τα άλμπουμ είναι στο σύνηθες μέγεθος της Μαμούθ, το πρώτο έχει 60 σελίδες, τα υπόλοιπα από 50. Διαπιστώνω, ότι πλέον είναι και τα τέσσερα εξαντλημένα, αλλά εμφανίζονται αραιά και πού σε διάφορα σάιτ σε σχετικά λογικές τιμές. Όλες οι εικόνες είναι από το Ίντερνετ. Θα προσπαθήσω να ανεβάσω και κάποιες εσωτερικές σελίδες προσεχώς. Άργησα, αλλά τις ανέβασα!
  3. Βρισκόμαστε στη Νότια Αμερική, λίγες δεκαετίες μετά την κατάκτησή της από του Ισπανούς και την υποδούλωση του αυτόχθονου πληθυσμού. Οι Ισπανοί έχουν επιβάλλει το δικό τους τρόπο ζωής, τη γλώσσα, τη θρησκεία και αντιμετωπίζουν τους αυτόχθονες περίπου ως ζώα, ενώ ψάχνουν με αγωνία για χρυσάφι, που είναι και ο πρωταρχικός λόγος της άφιξής τους. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο κινείται ο Αλβάρ Μαγιόρ, γιος ενός από τους στρατιώτες του Πιθάρο και μιας αυτόχθονης. Αν και είναι μικτής καταγωγής, απορρίπτει τη βίαιη κληρονομιά των Ισπανών και αποστρέφεται τις πράξεις τους. Είναι όμως και ο ίδιος τυχοδιώκτης και δεν αρνείται μια προσοδοφόρα πρόταση, αρκεί να μην παραβαίνει τον κώδικα τιμής του. Δίπλα του έχει τον ιθαγενή Τίχουο, που θα τον σώσει πολλές φορές από μπελάδες με τις ικανότητές του και την πονηριά του, ενώ στην πορεία θα προστεθεί και μια γυναίκα, η Λουσία, που ναι μεν δείχνει να τον αγαπάει, αλλά φαίνεται να ενδιαφέρεται πολύ και για το χρυσάφι. Οι παλιότεροι από εμάς έχουν γνωρίσει τον Αλβάρ Μαγιόρ από το περιοδικό "Σκορπιός", αλλά τώρα έφτασε η στιγμή να αποκτήσει και τη δική του αγγλόφωνη έκδοση, η οποία, όταν ολοκληρωθεί, θα περιέχει όλες τις ιστορίες, που έγραψε ο Κάρλος Τρίγιο και σχεδίασε ο Ενρίκε Μπρέσια από το 1977 έως το 1983 για το ιστορικό αργεντίνικο περιοδικό κόμικς "Skorpio". Νομίζω, ότι είναι κατανοητό από την πρώτη παράγραφο, ακόμη κι αν δεν έχετε προηγούμενη επαφή με τους δημιουργούς, ότι πρόκειται για ένα κόμικ με σαφείς αντιαποικιοκρατικές βολές, το οποίο μπορεί να διαβαστεί και ως μια αλληγορία σχετικά με τη διαρκή ανάμειξη κυρίως των ΗΠΑ στην πολιτική ζωή των χωρών της Λατινικής Αμερικής και ιδίως της Αργεντινής, η οποία τη χρονιά, που άρχισε να δημοσιεύεται το κόμικ βίωνε μια ακόμη δικτατορία, αλλά αυτά τα έχω γράψει κι αλλού και δεν έχει νόημα να τα επαναλαμβάνω. Κι όμως, αυτό που ξεκινάει ως ένα ελαφρώς συγκεκαλυμμένο πολιτικό κόμικ, που παρουσιάζει τους λευκούς να είναι διαρκώς διψασμένοι για χρυσό, καθώς προχωράνε οι ιστορίες, οι οποίες είναι σχεδόν όλες δωδεκασέλιδες και αυτοτελείς, αποκτά και μια μυστικιστική, σχεδόν σουρεαλιστική διάσταση, καθώς εισέρχονται υπερφυσικά στοιχεία από τον κόσμο των ιθαγενών, αλλά και άλλων πλασμάτων, που ζούσαν εκεί. Και κατά παράδοξο, ίσως, τρόπο, αυτά τα στοιχεία, όχι μόνο δεν αποδυναμώνουν, αλλά αντίθετα ενισχύουν την πολιτική διάσταση του κόμικ, κάνοντάς το ένα ντοκουμέντο της εποχής εκείνης. Επιπλέον, η έμπνευση του Τρίγιο να προσθέσει σε πολλές ιστορίες ντόπιους, οι οποίοι ξεκινάνε την αφήγηση, αποδεικνύεται εξαιρετικά λειτουργική, ενώ εντυπωσιάζει και η σπάνια χρήση επεξηγηματικών σχολίων, κάτι που δείχνει πόσο σύγχρονο φαίνεται ακόμη το κόμικ. Και βέβαια, υπάρχει και το εκπληκτικό σχέδιο του Ενρίκε Μπρέσια, υιού του Αλμπέρτο. Όπως πολύ εύστοχα παρατηρεί ο Danilo Chiomento στην εισαγωγή του τόμου, ενώ ξεκινά με ένα υπέροχο, αλλά σίγουρα διστακτικό σχέδιο, που δίνει μεγάλη προσοχή στις λεπτομέρειες (κοστούμια, κτήρια, όπλα κτλ), στη συνέχεια, αφήνεται να παρασυρθεί, να γίνει πιο ρευστό, πιο ελεύθερο, να παίξει περισσότερο με τις σκιές, τα πλάνα και τις εκφράσεις, παραμένοντας σε κάθε περίπτωση μαγευτικό. Δεν είναι χωρίς ελαττώματα το κόμικ: πολλές ιστορίες καταλήγουν με έναν λίγο αυθαίρετο τρόπο, καθώς είναι διακαής η επιθυμία του Τρίγιο να απονείμει δικαιοσύνη στους κατατρεγμένους, έστω και με την πένα του, ενώ κάποιες είναι ίσως προβλέψιμες. Τίποτα από αυτά, όμως, δεν αφαιρεί τη μαγεία, ούτε και τα νοήματα, αυτού του πολυεπίπεδου έργου, που γίνεται όλο και μεγαλύτερη, καθώς προχωράνε οι ιστορίες και βυθιζόμαστε ολοένα και περισσότερο σε έναν κόσμο διαφορετικό από το δικό μας. Η Epicenter Comics, η οποία μέχρι τώρα ειδικευόταν στα κόμικς του οίκου Μπονέλι, έφτιαξε έναν υπέροχο, σκληρόδετο τόμο σε μεγάλο μέγεθος, που αναδεικνύει το εκπληκτικό σχέδιο του Μπρέσια και είναι από τις εκδόσεις, που μου φέρνουν δάκρυα στα μάτια (έχετε, φαντάζομαι, καταλάβει, ότι είμαι ιδιαίτερα ευσυγκίνητος και βάζω συχνά τα κλάματα, όταν μπήγω τα γαμψά μου νύχια σε ωραίες εκδόσεις κόμικς ) και θα αποτελέσει ένα από τα κοσμήματα της βιβλιοθήκης σας. Είναι ο πρώτος από τους τέσσερις προγραμματισμένους τόμους, ενώ ήδη τρέχει καμπάνια στο Kickstarter για τους δύο επόμενους. Κάποτε είχε κυκλοφορήσει στα αγγλικά μια έκδοση από την 4 winds, δυσεύρετη πλέον, την οποία δεν την έχω, αλλά νομίζω ότι δεν περιλαμβάνει κάποια από τις ιστορίες αυτές και επιπλέον, έχω διαβάσει, ότι η ποιότητα της έκδοσης δεν είναι πολύ καλή. Πολλές από τις ιστορίες του τόμου εκεί, όχι όμως όλες και όχι με τη σειρά, τις είχαμε διαβάσει και στο "Σκορπιό". Μια επιπλέον ιστορία του Αλβάρ Μαγιόρ, που ούτε αυτή υπάρχει στον τόμο της Epicenter, επειδή την είχαν πάρει από εκείνον της 4 winds, είχε δημοσιευτεί στο τεύχος 5 του περιοδικού "Robotnik Fantastica". Διαβάστε το. Θα σας αρέσει και θα το βρείτε, αναπάντεχα ίσως, μοντέρνο. Όλες οι εικόνες είναι από το Ίντερνετ.
  4. Κυκλοφόρησε χθες το νέο τεύχος Λούκυ Λουκ #85 με τίτλο Επικίνδυνο Λάσο
  5. Όσο κι αν γκρινιάζουμε για τους επιγόνους, κάθε κυκλοφορία Αστερίξ είναι γεγονός. Ο Αστερίξ και ο Γρύπας είναι η πέμπτη δουλειά των Jean-Yves Ferri και Didier Conrad. Στη Γαλλία κυκλοφόρησε τον Οκτώβριο του 2021 και στα ελληνικά ήρθε πριν λίγες μέρες. Κι ενώ κάποια από τα τελευταία άλμπουμ δεν τα διάβασα, αυτό μου έκανε κλικ, εν μέρει λόγω και κάποιων σχολίων εδώ μέσα. Οι ρωμαϊκές αρένες είναι γεμάτες πλάσματα απίστευτα: λιοντάρια, ελέφαντες, καμηλοπαρδάλεις. Το μόνο που λείπει, είναι ένας γρύπας. Και ο Ιούλιος Καίσαρας θέλει να φέρει έναν, θα κάνει καλό το ίματζ του. Έτσι, αναθέτει μια αποστολή στα βάθη της Σαρματίας, της γης των Αμαζόνων. Επικεφαλής τίθενται ο Τεραϊνγκογκνίτους ο γεωγράφος, ο εκατόνταρχος Βραζοστοζουμίους και ο Καλοσπουδαγμένους [sic], ένας μονομάχος με μεγάλη εμπειρία [ξανά sic] σε παρόμοιες αποστολές. Για κακή τους τύχη, όμως, στα μέρη τριγυρίζουν -μα τον Τουτάτη- ο Αστερίξ, ο Οβελίξ (εννοείται με τον Ιντεφίξ) και ο Πανοραμίξ. Alors, très bien! Σχεδιαστικά είναι πολύ καλό, αν και δε νομίζω να αμφισβητήθηκε ποτέ ότι ο Conrad το 'χει. Δε θυμάμαι αν το είχα προσέξει σε άλλα άλμπουμ του διδύμου, αλλά εδώ υπήρχαν κάποια καρέ που ήταν πραγματικά σα να είχαν βγει από το χεράκι του Uderzo. Στο σεναριακό κομμάτι, ο Ferri στέλνει τους Γαλάτες σε μια χώρα άγνωστη για τους Αρχαίους Ρωμαίους και Έλληνες, αλλά και σημαντική για τη μυθολογία τους. Τα περισσότερα λογοπαίγνια (όσα τέλος πάντων αποδόθηκαν επιτυχώς) είναι πολύ αστεία. Επιπλέον δουλεύει καλά και το οπτικό χιούμορ, βασικό συστατικό στο ρεπερτόριο του Goscinny αλλά κάπως «στομωμένο» στα άλλα άλμπουμ του Ferri. Τα δύο θέματα που αγγίζει, τα fake news και η γυναικεία χειραφέτηση, ενσωματώνονται καλά στο σενάριο. Κάποιες σημειώσεις: Πριν ολοκληρωθεί το άλμπουμ, ο Ferri είχε δηλώσει πως θα υπήρχαν αρκετές αναφορές στην πανδημία του Covid, όπως ένα μαγικό φίλτρο που θα χορηγούνταν σε μορφή εμβολίου. Εν τέλει αφαίρεσε πολλές απ' αυτές, γιατί απλούστατα δεν του φάνηκαν αστείες. Οι Σαρμάτες μιλάνε με το αντεστραμμένο Ε, νύξη στο κυριλλικό αλφάβητο. Ωστόσο, τέτοιο γράμμα δεν υπάρχει. Στο τελευταίο καρέ, [spoiler alert! οι Γαλάτες επιστρέφουν στο χωριό τους! ] υπάρχουν δύο ωραίες λεπτομέρειες. Η μία είναι η μπαλαλάικα που έφεραν στον Κακοφωνίξ. Η άλλη, είναι μια κουκουβάγια που φεύγει λυπημένη μ' ένα δισάκι στον ώμο. Πρόκειται για φόρο τιμής στον Uderzo, ο οποίος απεβίωσε πριν την ολοκλήρωση του άλμπουμ. Στο Ο Αστερίξ στους Βέλγους, ο Uderzo είχε σχεδιάσει ένα κουνελάκι να αποχωρεί δακρυσμένο, για τον Goscinny που είχε πεθάνει πρόσφατα. Για τη λογοπαιγνιολογική ανάλυση του Νίκου Σαραντάκου, κλικ εδώ. Υ.Γ.: όσο ευχάριστο κι αν είναι το άλμπουμ, δε γίνεται να μην πάει ο νους στον πόλεμο που γίνεται σήμερα σε εκείνα τα μέρη...
  6. Πρωτότυπος τίτλος: Le Bordel des Muses / Le Cabaret des Muses (Delcourt, 2004) Μια από τις πιο γοητευτικές, αλλά και πιο ιδιόρρυθμες ιστορίες κόμικς, που έχουν κυκλοφορήσει στα ελληνικά. Είναι δημιουργία του Σέρβου σχεδιαστή Gradimir Smudja (Σμούτζα, νομίζω, ότι προφέρεται), ο οποίος κατοικεί μόνιμα στην Ιταλία, και ο πρωτότυπος τίτλος είναι "Le Bordel des Muses", που στη συνέχεια έγινε "Le Cabaret des Muses". Στα ελληνικά προτιμήθηκε το πολύ κομψότερο, αλλά και σαφώς παραπλανητικό "Διαφθορείο των Μουσών". Ο πρώτος τόμος κυκλοφόρησε στη Γαλλία το 2004 και ο δεύτερος το 2005, ενώ ακολούθησαν άλλοι δύο το 2007 και το 2008. Η Μαμούθ Κόμιξ έβγαλε τους δύο ελληνικούς τόμους (που αντιστοιχούν στους δύο πρώτους γαλλικούς) σε πολύ μικρή χρονική απόσταση από τους γαλλικούς, το 2005 και το 2006 αντίστοιχα, ενώ οι δύο επόμενοι δεν κυκλοφόρησαν ποτέ. Η σειρά έχει ως κεντρικό πρωταγωνιστή το διάσημο ζωγράφο Ανρι ντεΤουλούζ-Λοτρέκ, ο οποίος, ως γνωστόν ήταν ένας από τους τακτικότερους θαμώνες του φημισμένων καμπαρέ Moulin Rouge (το "διαφθορείο" του τίτλου). Ο Σμούτζα ακολουθεί τον ήρωά του κατά τις περιπέτειές του στο Μουλέν Ρουζ, οι οποίες είναι και ερωτικές, αφού ο ζωγράφος ήταν λάτρης των γυναικών, αλλά και άλλων ειδών, αφού μέσα από τις σελίδες του κόμικ παρελαύνουν πάρα πολλές γνωστές φυσιογνωμίες της γαλλικής ιστορίας εκείνης της περιόδου. Η αλήθεια είναι, ότι το σενάριο δεν έχει ιδιαίτερη συνοχή και ακολουθεί μια ελεύθερη, συνειρμική ροή, η οποία πετάει από το ένα θέμα στο άλλο με μεγάλη ευκαιρία. Δεν είναι, νομίζω, τυχαίο, ότι στο bedetehque έχει χαρακτηρισθεί ως "Poésie" (ποίηση). Αυτό εξ ορισμού σημαίνει, ότι δεν είναι για όλα τα γούστα και προφανώς δεν θα αρέσει σε όλους. Σχεδιαστικά όμως, είναι ανεπανάληπτο. Ο Σμούτζα δημιουργεί απίστευτα σχέδια και εξαιρετικές συνθέσεις, οι οποίες εμπνέονται από και σποτίουν φόρο τιμής σε διάσημους πίνακες της εποχής εκείνης, όχι μόνο του Λοτρέκ, αλλά και άλλων ζωγράφων, αρκετοί από τους οποίους εμφανίζονται και στις σελίδες του κόμικ. Επίσης, προσφέρει μια πανδαισία χρωμάτων, κάτι αναμενόμενο, από τη στιγμή που τα τέλη του 19ου αιώνα ήταν η εποχή του ιμπρεσιονισμού, του κινήματος που περισσότερο από κάθε άλλο συνδέθηκε με τα χρώματα. Από εικαστική άποψη, είναι μια από τις ευτυχέστερες συναντήσεις των κόμικς με τη ζωγραφική και για αυτό πιστεύω ότι θα ξετρελάνει όλους εκείνους, που ενδιαφέρονται για τη ζωγραφική και ειδικά του τέλους του 19ου αιώνα, αλλά και για τους δημιουργούς της. Εδώ βλέπετε μια σελίδα από το κόμικ, όπου εμφανίζεται ο Aristide Bruant, τραγουδιστής στα καμπαρέ, τον οποίον απαθανάτισε ο Λοτρέκ σε αρκετές αφίσες, εκ των οποίων, η ακόλουθη είναι, νομίζω, η πιο διάσημη.. Θα ήθελα να σημιεώσω, ότι ο Σμούτζα έχει ασχοληθεί και με τον Βαν Γκογκ. Το πρώτο του έργο, στα γαλλικά τουλάχιστον, ήταν το "Vincent et Van Gogh", που ολοκληρώθηκε σε δύο τόμους και αν καταλαβαίνω καλά, κινείται σε παρόμοιο σεναριακό ύφος. Ο Βαν Γκογκ εμφανίζεται και στο "Διαφθορείο των Μουσών". Η έκδοση της Μαμούθ είναι εξαιρετική, με πολύ καλή μετάφραση και πολύ ωραία χρώματα, τυπωμένη σε μαλακό χαρτί. Είναι κρίμα, που δεν ολοκληρώθηκε η σειρά. Στη Γαλλία δεν έχει κυκλοφορήσει συγκεντρωτικός τόμος του έργου, αλλά έχει κυκλοφορήσει ένα βιβλίο, που πρέπει να είναι art book με σχέδια του Σμούτζα για το κομικ. Το κόμικ κυκλοφορεί ακόμα στα βιβλιοπωλεία. Τα σκαναρίσματα έγιναν από εμένα, όλες οι άλλες εικόνες είναι από το Ίντερνετ. Πηγές για περαιτέρω μελέτη: bedetheque για το συγγραφέα και για το κόμικ
  7. ΤΟΜΟΣ 80: Η Ζωή και ο Θάνατος του Captain Marvel Μέρος 1ο Οι ιστορίες του original Κάπταιν Μάρβελ έχουν πλέον το... προνόμιο να έχουν τυπωθεί από 4 διαφορετικούς εκδότες στην Ελλάδα! Εδώ θα δούμε μια συγκριτική παρουσίαση των ιστοριών του σύγχρονου τόμου της Hachette με των προγενέστερων Ελληνικών Εκδόσεων. Ευχαριστώ τον φίλο Hudson για τις φωτογραφίες των πρώτων σελίδων των ιστοριών από τον τόμο της Hachette. Οι εικόνες παλαιών ελληνικών εκδόσεων που εμφανίζονται είναι από σκανς των φίλων crc, leonidio, eponymus, serros. ΙRON MAN #55 KABANAS 1984 HACHETTE 2022 Το Iron Man #55 είχε δημοσιευτεί μόνο από τις Εκδόσεις Καμπανά. CAPTAIN MARVEL #25 ΜΠΛΕΚ 1982 KABANAS 1977 ΜΑΜΟΥΘ 1988 HACHETTE 2022 Οι 4 εκδόσεις σε όλο τους το μεγαλείο! CAPTAIN MARVEL #26 KABANAS 1977 ΜΑΜΟΥΘ 1988 HACHETTE 2022 To Μπλεκ συχνά έκοβε την πρώτη σελίδα της ιστορίας για να φαίνεται ότι η ιστορία είναι ενιαία, έτσι δεν δημοσίευσε την πρώτη σελίδα αυτής της ιστορίας. CAPTAIN MARVEL #27 KABANAS 1977 ΜΑΜΟΥΘ 1988 HACHETTE 2022 Ούτε εδώ δημοσίευσε την πρώτη σελίδα της ιστορίας το Μπλεκ. CAPTAIN MARVEL #28 ΜΠΛΕΚ 1982 KABANAS 1977 ΜΑΜΟΥΘ 1988 HACHETTE 2022 Εδώ έχουμε πάλι απαρτία! CAPTAIN MARVEL #29 ΜΠΛΕΚ 1982 KABANAS 1977 HACHETTE 2022 Η Μαμούθ δεν δημοσίευσε το #29 Το Μπλέκ μετέτρεψε τη σελίδα τίτλων σε ολοσέλιδο καρέ. CAPTAIN MARVEL #30 ΜΠΛΕΚ 1982 KABANAS 1978 ΜΑΜΟΥΘ 1988 HACHETTE 2022 Κι εδώ απαρτία! MARVEL FEATURE #12 ΠΡΩΤΟΤΥΠΟ HACHETTE 2022 Παραξενευόμουν που η τελευταία ιστορία δεν έγραφε τους δημιουργούς, μέχρι που συνειδητοποίησα ότι η Hachette... αντέγραψε την τακτική του Μπλεκ μετατρέποντας τη σελίδα τίτλων σε ολοσέλιδο καρέ! Χουμφ!, τις καλές ιδέες όλοι θέλουν να τις αντιγράφουν! Μπορεί να παρατηρήσατε ότι στο κάτω μέρος της πρώτη σελίδας του τεύχους #27 γράφει "Δείτε τον εκπληκτικό χάρτη [του Τιτάνα] στη σελίδα με τα γράμματα του παρόντος τεύχους". Αν ψάξετε όμως στους 2 τόμους της Hachette, δεν θα βρείτε τον χάρτη καθώς δεν συμπεριλήφθηκε στα συμπληρώματα του τόμου (όπως θα έπρεπε). Ιδού λοιπόν ο περίφημος χάρτης από την έκδοση της Μαμούθ: Μέχρι και στον Σπάιντερμαν άρεσε!
  8. Οι ιστορίες του «φτωχού και μόνου καουμπόυ» που «πυροβολεί πιο γρήγορα από τον ίσκιο του», ξεκίνησαν από ένα άτομο, τον Μορίς, ο οποίος τον Οκτώβρη του 1946 παρουσίασε τον χαρακτήρα του στο γαλλόφωνο κοινό, μέσα από τις σελίδες του Le Journal de Spirou της Dupuis, με την πρώτη περιπέτεια να είναι το Αριζόνα 1880. Δημιουργημένος ως παρωδία της άγριας δύσης, ο Λούκυ Λουκ αποτελεί ουσιαστικά ένα έξυπνο φόρο τιμής και σήμερα είναι ανάμεσα στα τρία πιο γνωστά κόμικς της γαλλοβελγικής σκηνής παγκοσμίως, παρέα με τον ΤενΤεν και τον Αστερίξ. Στην αρχή τις ιστορίες τις έγραφε και τις σχεδίαζε αποκλειστικά ο Μορίς. Σε αυτή την περίοδο του τίτλου, το σχέδιο ήταν πιο καρτουνίστικο, η γραμμή του Μορίς στρογγυλευμένη και το χιούμορ βασιζόταν κυρίως στα οπτικά γκαγκς, με την ίδια την ιστορία να είναι καθαρή περιπέτεια γουέστερν. Οι ιστορίες ήταν επίσης μικρότερες σε αριθμό σελίδων μιας και δημοσιεύονταν βάσει των αναγκών ενός εβδομαδιαίου περιοδικού, με την κυκλοφορία του σε μορφή άλμπουμ και τις προοπτικές που επέφερε, να ξεκινάει 3 χρόνια αργότερα, το 1949. Ο Μορίς αυτή την περίοδο θα κάνει και ένα ταξίδι/περιοδεία στις ΗΠΑ, παρέα με τους Φρανκέν και Ζιζέ (και οι δύο γνωστοί για το Σπιρού και Φαντάζιο), στο οποίο θα γνωρίσει καλλιτέχνες του περιοδικού Mad και θα επηρεαστεί από του χιούμορ της Αμερικάνικης σκηνής, αποκτώντας σταδιακά και το σχεδιαστικό ύφος με το οποίο είναι αναγνωρίσιμος σήμερα. Η πιο καθοριστική στιγμή για την επιτυχία του κόμικ ήρθε το 1956, όταν ο Μορίς συνεργάστηκε με τον Ρενέ Γκοσινί (δημιουργό του Μικρού Νικόλα και φυσικά του Αστερίξ), ο οποίος ανέλαβε το σενάριο, απογειώνοντας τον τίτλο. Εδώ είναι που εδραιώθηκαν πολλά από τα γνωρίσματα που αποδίδουμε στην σειρά. Ο Μορίς είχε εμφανίσει ιστορικές προσωπικότητες πριν, βάζοντας ως πρωταγωνιστές τους Ντάλτον (στην ιστορία “Οι Παράνομοι”, αλλά τους είχε σκοτώσει, μιας και αυτή ήταν και η μοίρα τους στην πραγματικότητα (αν και με άλλο τρόπο από αυτόν που δείχνει το κόμικ). Ο Γκοσινί απλά το παρέκαμψε αυτό, παρουσιάζοντας τα ηλίθια ξαδέρφια τους, που είναι οι Ντάλτον που ξέρουμε σήμερα. Σειρά είχαν προσωπικότητες σαν τον Ρόυ Μπιν τον Δικαστή, τον Μπίλι τον Τρομερό κ.ο.κ. Έμφαση δόθηκε επίσης στην κάλυψη ιστορικών στιγμών της άγριας δύσης, ενώ το χιούμορ της ατάκας, η κωμωδία καταστάσεων και η σάτιρα της τρέχουσας πραγματικότητας με την μορφή αναχρονισμών και την παρουσίαση χαρακτήρων που φέρουν την μορφή σύγχρονων διασημοτήτων, ήρθαν στο προσκήνιο, αποτελώντας παράλληλα και μια μορφή κοινωνικής κριτικής. Η σειρά έκανε την μετάβαση από την Dupuis στην Dargaud το 1968, και από το περιοδικό Spirou στο Pilote, το δικό της βραχύβιο ομότιτλο ανθολογικό περιοδικό μεταξύ 1974-1975, στο TinTin την επόμενη χρονιά και διάφορα άλλα περιοδικά στην συνέχεια. Με το δίδυμο να βγάζει δύο και τρία άλμπουμ το χρόνο όλο αυτό το διάστημα, η συνεργασία διακόπηκε λόγω του πρόωρου θανάτου του Γκοσινί το 1977. Ο Μορίς συνέχισε από το 1980 την σειρά σε συνεργασία με άλλους σεναριογράφους με ποικίλα αποτελέσματα μέχρι και τον δικό του θάνατο το 2001. Είχε προλάβει να δημιουργήσει την δικιά του εταιρία (Lucky Productions) το 1991, η οποία είχε αναλάβει την έκδοση του κόμικ. Έκτοτε, η σειρά συνεχίζεται με τον σχεδιαστή Ασντέ, με διάφορους σεναριογράφους, με τον ίδιο να αναλαμβάνει το σενάριο στα άλμπουμ με τον Λούκυ Κιντ, την σειρά που εξιστορεί τις περιπέτειες του Λούκυ Λουκ όταν ήταν παιδί. Η σειρά έχει ένα μακρύ ιστορικό και στην χώρα μας, με το πρώτο τεύχος να κυκλοφορεί τον Απρίλιο του 1968, από τις εκδόσεις Αιγόκερω, μια συνεργασία του Ανδρεόπουλου και του Στρατίκη, γνωστοί από την κυκλοφορία του περιοδικού Μικρός Σερίφης. Η σειρά είχε μεγάλη επιτυχία από την αρχή, παρά την τσιμπημένη τιμή για τα δεδομένα της εποχής. Χαρακτηριστικό αυτής της έκδοσης είναι πως οι εκδότες πρόσθεταν διηγήματα στην αρχή και στο τέλος του εντύπου. Άλλο χαρακτηριστικό είναι… ο εφιάλτης της αρίθμησης, μιας και οι εκδότες κατέφυγαν σε τουλάχιστον 5 επανεκκινήσεις της σειράς με διαφορετική αρίθμηση των τευχών και με κάποιες περιπτώσεις δύο διαφορετικές αριθμήσεις να τρέχουν παράλληλα, με τον μέσο αναγνώστη να μην ξέρει τι έχει στα χέρια του και με τι σειρά να τα βάλει στην συλλογή του. Υπάρχει πλέον χαρτογράφηση του τι έχει κυκλοφορήσει και με τι αρίθμηση, αλλά θα ασχοληθούμε σε άλλο θέμα με αυτό κάποια στιγμή. Από το 1974 ο Στρατίκης ανέλαβε μόνος του την έκδοση της σειράς, αλλά ξεκίνησε να συνεργάζεται από το 1977 με τον Ψαρόπουλο, ο οποίος ανέλαβε τελικά την σειρά εξ’ ολοκλήρου. Όλα αυτά μέχρι και τον Δεκέμβριο του 1984, όπου ανέλαβε την σειρά η Μαμούθ Κόμιξ, που κατέχει τα δικαιώματα μέχρι και τις μέρες μας, μια εταιρία που είχε ήδη 4 χρόνια πορείας μέχρι τότε, με μερικές καλές κυκλοφορίες αλλά χωρίς κάποια μεγάλη επιτυχία. Η Μαμούθ εξαρχής ανέβασε την ποιότητα έκδοσης καταργώντας τον πολτό που χρησιμοποιούσαν πριν, μείωσε την τιμή και καθόρισε μια φιξαρισμένη αρίθμηση για όλα τα άλμπουμ σε όλες τις επανεκδόσεις, όλα συστατικά που εκτίναξαν την επιτυχία της σε άλλα επίπεδα. Κράτησε επίσης τις ονομασίες που είχε θεσπίσει ο Στρατίκης, για να μην ξενίσει τους υπάρχοντες αναγνώστες, κάτι που χρειάστηκε να αντιμετωπίσει στην πορεία, όταν το άλογο του Λούκυ Λουκ, ο Τζόλυ Τζάμπερ, αρσενικού γένους, που είχε βαφτιστεί ως Ντόλυ (γένους θηλυκού), χρειάστηκε να… επανέλθει στο αρχικό του φύλο, όταν μια ιστορία επικεντρώθηκε συγκεκριμένα στο φύλο του και στις ερωτικές περιπέτειες του. Η Μαμούθ έβγαζε σε σταθερή μηνιαία κυκλοφορία την σειρά για δεκαετίες, με την πρώτη έκδοση να τελειώνει στο τεύχος 55 (Επικίνδυνο Πέρασμα) και να ξεκινάει το ακριβώς επόμενο μήνα την επανέκδοση της, προσθέτοντας εμβόλιμα τα νέα άλμπουμ και όσα άλμπουμ δεν είχε δημοσιεύσει την πρώτη φορά. Έκανε 4 επανεκδόσεις της σειράς πριν διακόψει την μηνιαία κυκλοφορία, με τις επόμενες επανεκδόσεις πλέον να γίνονται σποραδικά και όταν εξαντληθεί κάποιο συγκεκριμένο νούμερο. Από το 2010 συνεργάζεται και με διάφορες εφημερίδες για την διάθεση τους ως προσφορά στα Σαββατιάτικα και Κυριακάτικα φύλλα τους. Η αρχή έγινε με την Καθημερινή τον Οκτώβριο του 2010, όπου έβγαλε 16 άλμπουμ της σειρά σε σκληρόδετες εκδόσεις, συνέχισε το 2013 με την έκδοση του Έθνους της Κυριακής, η οποία με διάφορα διαλείμματα έδωσε 44 άλμπουμ μέχρι και το καλοκαίρι του 2015 και κατέληξε με την έκδοση 6 τόμων από το Βήμα της Κυριακής το Καλοκαίρι του 2018, οι οποίοι ήταν λίγο μικρότερου σχήματος και περιλάμβαναν 3 άλμπουμ ο καθένας, αποτελώντας ουσιαστικά τις πρώτες Integrale/omnibus εκδόσεις με τις περιπέτειες του χαρακτήρα στην χώρα μας, αντιγράφοντας αντίστοιχες Γαλλικές εκδόσεις. Η σειρά έχει φτάσει αισίως τα 85 άλμπουμ στην χώρα μας, χωρίς να λάβουμε υπόψη τα διάφορα εκτός σειράς τεύχη. Παραθέτω το οπισθόφυλλο με το κατάλογο της σειράς. Είναι δύσκολο για εμένα να αξιολογήσω την σημασία της σειράς στην χώρα μας αντικειμενικά, μιας και μαζί με το Αστερίξ, είναι τα πρώτα κόμικς που έπιασα στα χέρια μου, πριν μάθω να διαβάζω. Είναι οι σταθεροί συνοδοιπόροι μου όλα αυτά τα χρόνια. Το χιούμορ αυτών των δύο, επηρέασε και το δικό μου σίγουρα. Οπότε πρέπει να κοιτάξω προς τα έξω για να δω πως το αντιλαμβάνεται ο μέσος Έλληνας. Και αυτό που βλέπω είναι πως ο Λούκυ Λουκ, είναι ένα από τα κόμικς (που δεν ξεπερνούν τα δάχτυλα ενός χεριού) όπου γνωρίζει και ενδιαφέρει να διαβάσει ο οποιοσδήποτε, άσχετα αν δεν ασχολείται με κόμικς, αυτό που συνεχίζει να κάνει τόσες επανεκδόσεις (παρέα πάλι με το Αστερίξ), που ξεπερνάει όλα τα εγχώρια ρεκόρ, το οποίο εν τέλει, επιτρέπει στην εταιρία που το εκδίδει να διατηρείται στην ζωή (ξανά, παρέα με το Αστερίξ). Και αυτά δεν είναι μικρά επιτεύγματα. Προτείνεται ανεπιφύλακτα λοιπόν. Ακόμα και στα υποδεέστερα άλμπουμ, μια άλφα διασκέδαση την παρέχει.
  9. Νοέμβριος 1986. Η Μαμούθ, μετά από τις εκδοτικές της επιτυχίες του Λεονάρντο και του Λούκυ Λουκ, εκδίδει μία ακόμη χιουμοριστική σειρά, αυτή τη φορά του Greg(Michel Régnier), από την ένδοξη δεκαετία του '60, η οποία έχει δημοσιευτεί στο περιοδικό Pilote(πρώτη δημοσίευση Pilote #211 τον Νοέμβριο του 1963), με αρχισυντάκτη τον Goscinny( παίζει ρόλο). Το περιοδικό αυτό,αν και δημοσιεύει εξαιρετικό υλικό, δεν παύει να είναι εβδομαδιαίο(μετέπειτα μηνιαίο) πολυθεματικό(βέβαια ο Αχιλλέας Φτέρνας ( αυτό είναι το πλήρες μεταφρασμένο όνομα του),από το 1966 αρχίζει να εκδίδεται σε αυτόνομα άλμπουμ). Στην Ελλάδα, έχουν ωριμάσει οι συνθήκες και η Μαμούθ εκδίδει τη σειρά κατευθείαν σε άλμπουμ. Το πρώτο εκδίδεται Νοέμβριο 1986 και το τελευταίο τό είδαμε, ήταν πριν από 19 χρόνια το 2003. Η εντύπωση που, μού έμεινε από τα πέντε άλμπουμ που κατέχω κι έχω διαβάσει(#3,#4,#5,#10,#14) είναι θετική. Γενικά τα άλμπουμ πραγματεύονται ενδιαφέρουσες υποθέσεις(αρκετά σουρεάλ), το χιούμορ είναι πολύ καλό(όχι βέβαια πάντα) και καρτουνίστικο κατά κάποιον τρόπο και οι χαρακτήρες, είναι απίθανοι! Από την άλλη, σε πολλά σημεία η πλοκή καθυστερεί με αποτέλεσμα να γίνεται βαρετό, οι διάλογοι γίνονται τεράστιοι, χωρίς όμως να έχουν ουσιαστικό λόγο ύπαρξης και γενικά αρκετές είναι οι φορές που θα κουραστείς(κυρίως στα #10 και #14). Είναι ένα ωραίο κόμικ, σίγουρα δεν συγκρίνεται με τα κλασικά(Αστερίξ, Λούκυ Λουκ του Goscinny), αλλά σίγουρα έχει ένα ικανοποιητικό επίπεδο. Η έκδοση της Μαμούθ είναι καλή, με γυαλιστερό χαρτί στο εσωτερικό στο οποίο αποτυπώνεται καλύτερα το χρώμα. Τα πρώτα δέκα έχουν επίσης γυαλιστερό εξώφυλλο- οπισθόφυλλο, ενώ στο #14 που έχω το χαρτί γίνεται σαγρέ. Πιθανολογώ η αλλαγή έγινε στο 11. Ακολουθεί αντιστοίχηση των γαλλικών με τα ελληνικά άλμπουμ: 1Το χέρι του ερπετού(Νοέμβριος 1986)-Achille Talon et la main du serpent(#23-1979) 2) Αποστολή στο Πλατομπάπο(Ιανουάριο 1987) -Achille Talon et le-tresor de Virgule(#16-1977) 3)Η άμμος της τρέλας(Μάρτιος 1987)-Achille Talon et le grain de la folie(#19- 1978) 4)Το διπλό μυστήριο(Μάιος 1987)- Achille Talon et le mystere de l' homme a deux tetes(#14-1976) 5)Παιχνίδια της μοίρας(Ιούλιος 1987)-Achille Talon et le coquin de sort(18-1977) 6)Η στοιχειωμένη αγροικία(Σεπτέμβριος 1987)-Achille Talon-et-l-esprit-d-Eloi(#25-1980) 7)Ο Μυταρόλας-Achille Talon a un gros nez Ah Ah Ah(#30-1982) 8)Βίβα Ζαμπάμπα-Viva Papa(#20-1978) 9)Ο βασιλιάς των Ναλλών-Le roi des Zotres(#17-1977) 10)Κλεπτομανής με το ζόρι-Achille Talon et l' Appeau d' Ephese(#41-1991) 11)Για τις κυρίες- Talon(Ach!lle, pour-les-dames)(#39-1989) 12)Δόκτωρ Τσακάλ και Μίστερ Φιάσκο-Achille-Talon-contre-docteur-Chacal-et-Mister-Bide(#38-1987) 13)Το τέρας της λίμνης-Achille Talon et le monstre de l' Etang-Tacule(#40-1989) 14)Το αρχιπέλαγος του Τζαμπατζόν(Νοέμβριος 2001)-Achille Talon et l' archipel de Sanzunron(#37-1985) 15)Όλα O.K.(Οκτώβριος 2003) -Tout va bien(44-2000) ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ Βλέπουμε ότι η Μαμούθ είχε ξεκινήσει τα Αχιλλέας Ταλόν ως δημινιαίο περιοδικό κι έπειτα από το #6 σταμάτησε η τακτική αυτή. Στο άλμπουμ #2, στο οπισθόφυλλο, υπάρχει αναγγελία για την κυκλοφορία του επόμενου τεύχους. Αναφέρει ο τίτλος του:"Οι σπόροι της τρέλας". Αυτό είναι λάθος, καθώς το σωστό είναι:''Η άμμος της τρέλας". Στο πρωτότυπο γαλλικό, οι τίτλοι είναι διαφορετικοί από τους ελληνικούς(λογικό, αφού υπάρχουν πολλοί γαλλικοί ιδιωματισμοί ), αλλά πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, ο τίτλος είναι "Ο Αχιλλέας Ταλόν τάδε". Λόγου χάρη, θα έπρεπε να λέει :''Ο Αχιλλέας Ταλόν και το χέρι του ερπετού", "Ο Αχιλλέας Ταλόν και η αποστολή στο Πλατομπάπο" και ούτω καθεξής. Για κάποιον ανεξήγητο λόγο, η Μαμούθ, έβαλε το εξώφυλλο του άλμπουμ #39(ελληνικό άλμπουμ #11)" Για τις κυρίες" στο άλμπουμ( ελληνικό) #10"Κλεπτομανής με το ζόρι". Στο άλμπουμ #11("Για τις κυρίες"), έβαλαν ένα άσχετο εξώφυλλο, το οποίο μπορεί να είναι και μεγένθυση καρέ, γιατί εξώφυλλο της σειράς, δεν είναι σίγουρα. Η σειρά άρχισε με τιμή 220 δραχμών, για να φτάσει στις 950 στο άλμπουμ #13, στις 1300 δραχμές/3,82 ευρώ στο #14 και 4,20 στο #15 Μιας που μιλήσαμε για το #15, το αυθεντικό δημοσιεύτηκε το 2000, ένα χρόνο αφότου ο Greg πέθανε(βέβαια, είχε ήδη αποσυρθεί από το #43 που είχε εκδοθεί στη Γαλλία το 1998 ). Συνεπώς, είναι το μοναδικό ελληνικό άλμπουμ δημιουργημένο από επίγονο, συγκεκριμένα από τον Brett, ο οποίος κατά κοινή ομολογία θεωρείται υποδεέστερος. Από το άλμπουμ #12 κι έπειτα, στα οπισθόφυλλα προστίθεται μία κίτρινη ρίγα, κι έτσι αρχίζουν να μοιάζουν με αυτά των Λούκυ Λουκ κάπως. Δεν θυμάμαι σε ποιο σχολικό μου βιβλίο ήταν, αλλά θυμάμαι ότι είχα πετύχει μια σελίδα από Αχιλλέα Ταλόν. Νομίζω σε βιβλίο Νέων ελληνικών ήταν(μόλις το βρω θα τό ανεβάσω). ΚΕΝΤΡΙΚΟΙ ΧΑΡΑΚΤΗΡΕΣ Αχιλλέας Ταλόν: Ψευτοδιανοούμενος ντεντέκτιβ, ψηλομύτης κι αρκετά εκνευριστικός. Πρωταγωνιστής του κόμικ με απίθανες ατάκες Αλαμπίκ Ταλόν:Πατέρας του Αχιλλέα, σαρκαστικός, εγωιστής και κυρίως μέγας θαυμαστής της μπύρας Ιλαρίον Λέμφυνες: Ο γείτονας των Ταλόν, πολλές φορές το θύμα των πράξεων του Ταλονολέικου. Η καρικατούρα του Goscinny( θυμάστε που είχα πει ότι παίζει ρόλο ο Goscinny), γνωστή και ως το ανώνυμο αφεντικό- σατράπης.
  10. Το γαλλικό εξώφυλλο-οπισθόφυλλο(αλιευμένο από το bedetheque) Το ελληνικό εξώφυλλο(αλιευμένο από το διαδίκτυο) ΠΡΟΛΟΓΟΣ Η Μαμούθ δεκαπέντε χρόνια ύστερα από το :"Λάθος του προγόνου" κυκλοφορεί νέο Ιζνογκούντ(το οποίο αναμενόταν στα ελληνικά εδώ και μία δεκαετία). Αυτό αποτελεί από μόνο του ένα χαρμόσυνο γεγονός. Μόλις είδα στο περίπτερο το τεύχος μέσα στη ζελατίνα του, πέταξα από τη χαρά μου(να πω την αλήθεια, όταν έβλεπα πως είχε πάρει ήδη δύο αναβολές είχα ανησυχήσει, αν και είχε πάρει ISBN)! ΣΧΕΔΙΟ & ΧΡΩΜΑ Εδώ πιστεύω δεν υπάρχουν πάρα πολλά να ειπωθούν. Πάντα οι ιστορίες του ψυχοπαθή βεζίρη, που έχει μόνο ένα στόχο στη ζωή του είναι από καλοσχεδιασμένες ως σχεδιαστικά αριστουργήματα. Σε κάθε σελίδα οι χαρακτήρες ήταν πολύ καλά απεικονισμένοι, ενώ το φόντο ήταν πλούσιο, γεμάτο λεπτομέρειες καθ' όλη τη διάρκεια του άλμπουμ. Το δε χρώμα, έντονο , ζωντανό. Θετική εντύπωση, μού έκανε ότι χρησιμοποιήθηκαν πάρα πολλές αποχρώσεις.Καταλάβαινες ότι ο σχεδιαστής κι ο χρωματιστής δεν βαριούνταν. Αυτό είναι που σώζει και το άλμπουμ. Η μόνη μου δυσαρέσκεια σε αυτό τον τομέα είναι, πως σε ορισμένες σελίδες το στήσιμο των καρέ σε μπέρδευε(ίσως βέβαια αυτό να είναι παράπτωμα του σεναριογράφου), πράγμα που έκανε ακόμα δυσκολότερη την ανάγνωση. Γιατί όμως ήταν δύσκολη η ανάγνωση; Μα, εξαιτίας του σεναρίου φυσικ, κάτι που μάς οδηγεί στον τομέα :"Σενάριο"!8/10 ΣΕΝΑΡΙΟ Πραγματικά κακό! Μπλεγμένο όσο δεν πάει, γεμάτο από τεράστιους, κουραστικούς κι εν τέλει ανούσιους διαλόγους, οι οποίοι απλώς υπήρχαν για να υπάρχουν. Πραγματικά ήθελα σε αρκετές στιγμές να τό παρατήσω (πράγμα που σιχαίνομαι) εξ' αιτίας της μπλεγμένης -σαν κουβάρι- πλοκής. Βέβαια, θεωρώ ότι το κύριο πρόβλημα εντοπίζεται στους τεράστιους διαλόγους(οι οποίοι επίσης μαντέψτε τι ήταν- αχρείαστοι), αλλά και η- εξ' αρχής- αδύναμη ιδέα στην οποία βασίστηκε όλο το άλμπουμ. Ο Μπλιάχ, ενώ πάντα είναι μια κωμική νότα και κατ' εμέ ισάξιος του Ραντανπλάν ή του Άβερελ από το Λούκυ Λουκ, εδώ υπήρχε μόνο και μόνο επειδή είναι αναπόσπαστο κομμάτι αυτής της σειράς και άλμπουμ χωρίς Μπλιάχ, δεν γίνεται να υπάρξει. Τέλος πάντων, το θέμα με τον Μπλιάχ εδώ είναι ότι ενώ ούτε κατά διάνοια δεν πρόσθετε τίποτα στην πλοκή, τήν καθυστερεί κιόλας. Μιας που ανέφερα την καθυστέρηση της πλοκής, αναρωτιέμαι αν είμαι ο μόνος που αντιπάθησε αυτό το πλάσμα το Νολούζ τόσο πολύ. Απλά δεν κολλούσε στην ιστορία! Γενικά σχεδόν όλοι οι ήρωες ήταν αχρείαστοι. Τόσο ο Ελ Σέγκ όσο και ο Κχαμ ή ο Χετεσαλ. Ούτε πρόσδιδαν κάτι χιουμοριστικό, ούτε έπαιζαν κάποιον καθοριστικό ρόλο. Επιπρόσθετα, να αναφερθώ στο σπάσιμο το τέταρτου τοίχου, που είδαμε ουκ ολίγες φορές. Πιστεύω ότι επίσης ήταν αχρείαστο και ατζούμπαλο(με την έννοια πως τοποθετήθηκε σε λάθος σημεία της ιστορίας). Στο προηγούμενο άλμπουμ, όποτε βλέπαμε τον Tabary, υπήρχε μία χιουμοριστική κατάσταση που σε έλυνε στα γέλια. Επιπλέον, ένα άλλο μεγάλο πρόβλημα είναι πως το χιούμορ ήταν ανύπαρκτο, ενώ υποτίθεται ότι είναι χιουμοριστικό κόμικ. Κατανοώ ότι πολλά λογοπαίγνια χάνονται στη μετάφραση, αλλά ούτε τις καταστάσεις βρήκα αστείες(μάλλον κουραστικές και γελοίες), ούτε όμως και τους διαλόγους. Αν μού ζητήσετε να περιγράψω την κύρια υπόθεση, θα δυσκολευτώ πολύ, γιατί απλά, δεν υπήρχε! Θυμήθηκα τα πρώτα Τεντεν, στα οποία ο ήρωας απλά περιφερόταν και του τύχαιναν διάφορα περιστατικά. Γενικά το σενάριο είχε πάρα πολλά προβλήματα. Τα μόνα καλά σημεία, ήταν κάτι ωραία λογοπαίγνια και η συμπεριφορά του Ιζνογκούντ. 4/10 Η ΕΚΔΟΣΗ Το χαρτί είναι καλής ποιότητας και μού φαίνεται πιο παχύ από το αντίστοιχο των πρόσφατων εκδόσεων της εταιρείας. Οι μικρότερες διαστάσεις(για όσους δεν γνωρίζουν, η τρίτη επανέκδοση του πρώτου άλμπουμ βγήκε σε μεγαλύτερες διαστάσεις από τα προηγούμενα, ενώ αυτό εκδόθηκε στις διαστάσεις των παλαιότερων)δεν μέ ενοχλούν ιδιαίτερα, αντίθετα με την αλλαγή του χρώματος της ράχης, που εκτός από ανομοιόμορφο, δείχνει και πολύ πιο αδιάφορα πλάι στα υπόλοιπα. Όσον αφορά τη μετάφραση, δεν μπορώ να έχω ολοκληρωμένη άποψη, καθώς δεν έχω δει το πρωτότυπο, μολαταύτα όμως, καταλαβαίνω ότι σε αρκετά σημεία έγινε κακή δουλειά(κυρίως κάποια σε σημεία στα οποία είμαι βέβαιος ότι στα γαλλικά είχε ένα λογοπαίγνιο, γιατί στα ελληνικά αυτό που διάβαζα ήταν μια ακατανόητη πρόταση. Τέλος, όσον αφορά τον πρόλογο, αρχικά χάρηκα που τόν είδα, γιατί πίστευα ότι θα περιέχει πληροφορίες που αφορούν τη δημιουργία του άλμπουμ, τελικά όμως ήταν ένα παράξενο κείμενο, συναισθηματικά φορτισμένο μεν, ανούσιο και κάπως ακαταλαβίστικο δε. Γενικά η ποιότητα της έκδοσης είναι σε καλό επίπεδο, αν και υπάρχουν ψεγάδια.Φερ'ειπείν η σελίδα παρουσίασης των ηρώων που χρησιμοποιήθηκε στην επανέκδοση του νούμερο #1 ήταν εξαιρετική! Πραγματικά απορώ γιατί την άλλαξαν. Αντίστοιχα το οπισθόφυλλο της έκδοσης(πιθανότατα αναπαραγωγής Μαμούθ) δεν δείχνει πολύ όμορφο, εν αντιθέσει με αυτό της επανέκδοσης του #1 και του #27 . ΑΠΟΤΙΜΗΣΗ Παρ' ότι το σχέδιο είναι χάρμα οφθαλμόν και η έκδοση σε καλό επίπεδο, πιστεύω ότι είναι μακράν το χειρότερο από τα τρία προηγούμενα άλμπουμ σεναριακά. Αξίζει να τό πάρετε, τόσο για να συμπληρώσετε την συλλογή σας, όσο και για να στηρίξουμε την εκδοτική να συνεχίσει τη σειρά(εξ' άλλου, σύμφωνα με τις βαθμολογίες που βλέπω στο bedetheque, τα επόμενα άλμπουμ μάλλον θα είναι ανώτερα), σίγουρα όμως όχι για να διαβάσετε ένα διαμάντι της Ένατης Τέχνης. Συνολικά, νομίζω πως το άλμπουμ αξίζει ένα 6/10.(8+4=12 12/2=6)
  11. Ο Αστερίξ και ο Γρύπας: ένα ταξίδι στα βάθη της βαρεμάρας Η 39η περιπέτεια του Αστερίξ του Γαλάτη (Αθήνα 2022, Μαμούθκομιξ) είναι μια παγερή ιστορία, πιο παγερή και από την ίδια την πλοκή που εκτυλίσσεται στα χιόνια Γιάννης Χ. Παπαδόπουλος «Ο Αστερίξ και ο Γρύπας» των Jean-Yves Ferri (σενάριο) και Didier Conrad (σχέδιο): Παρουσίαση και μερικές σκέψεις για το βιβλίο που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μαμούθκομιξ σε μετάφραση Σταματίνας Στρατηγού. Τυπωμένο σε πέντε εκατομμύρια αντίτυπα (τα δύο εκ των οποίων μόνο στη Γαλλία) το τελευταίο άλμπουμ του Αστερίξ του Γαλάτη είναι απογοητευτικό. Έχοντας φύγει για τις αχανείς στέπες στα βορειοανατολικά, οι ήρωες βυθίζονται στα χιόνια και η ιστορία στην πλήξη. Με ναπολεόντιους όρους (μιας και αντίστοιχη πορεία με τον Ναπολέοντα ακολουθούν οι γαλάτες ήρωες) αυτό που συμβαίνει με στην περιπέτεια «Ο Αστερίξ και ο Γρύπας» (μια δημιουργία των Jean-Yves Ferri - σενάριο και Didier Conrad - σχέδιο), οι οποίοι έχουν αναλάβει την συνέχεια του ήρωα από το 2013) είναι ένα «Μποροντίνο»*, μια ηχηρή πανωλεθρία. Πάμε όμως να δούμε την ιστορία. Στη Ρώμη, ο γεωγράφος Τεραϊνκόγκνιτους (στο πρωτότυπο ονομάζεται “Terinconus”, στα αγγλικά επελέγη το “Χαρτογράφους”) ενημερώνει τον Ιούλιο Καίσαρα για την επιβεβαιωμένη ύπαρξη του Γρύπα, ενός θηρίου μισού λιονταριού-μισού αετού με αυτιά αλόγου. Σύμφωνα με τον γεωγράφο, το πλάσμα αυτό βρίσκεται στα εδάφη των Σαρμάτων, στα απομονωμένα ανατολικά εδάφη της “Βαρβαρικής” (σημερινή νότια Ρωσία). Οι Ρωμαίοι έχουν αιχμαλωτίσει μια αμαζόνα Σαρμάτισα, Καλασνίκοβα την λένε, η οποία μάταια προειδοποιεί να μην επιχειρήσουν να αιχμαλωτίσουν τον Γρύπα. Ο καίσαρας, ξεγελασμένος από τον γεωγράφο, αποφασίζει να στείλει στρατό προκειμένου να αιχμαλωτίσει το θηρίο και να το δείξει στο τσίρκο της Ρώμης, σε μια προσπάθεια να τονώσει την δημοτικότητά του. Μια ανιαρή ιστορία Ο Καίσαρας διατάζει τον γεωγράφο του (ο οποίος αποτελεί μια καρικατούρα του Μισέλ Ουελμπέκ, λογικά επειδή έγραψε το βιβλίο “Ο χάρτης και η επικράτεια”; [εκδ. Εστία, Αθήνα 2011, μετάφραση Λίνα Σιπητάνου, 419 σελ.]) να ταξιδέψει στα σύνορα με τη Βαρβαρική για να φέρει τον Γρύπα. Συγχρόνως ο Αστερίξ κι ο Οβελίξ μαζί με τον Δρυίδη Πανοραμίξ ταξιδεύουν στις αχανείς στέπες της Βαρβαρικής για να βρουν τον σαμάνο Πουντοφαΐν, τον σοφό Σαρμάτη που τους φιλοξενεί στην γιούρτα του. Σε αυτή τη φυλή Σαρμάτων, οι γυναίκες είναι αμαζόνες πολεμίστριες ενώ οι άντρες μένουν στο χωριό. Η μητριαρχία θριαμβεύει σε μια αντιστροφή κατεστημένων, η οποία αντιστροφή όμως αντηχεί -μιας και αξιοποιείται- ευκαιριακά και άγαρμπα από τους δημιουργούς. Καθώς η Ρωμαϊκή λεγεώνα περιηγείται σε εδάφη που χρόνια μετά θα αποτελούσαν τη Ρωσία, οι Γαλάτες αποφασίζουν να παίξουν “Γαλατική διπλωματία”, προκειμένου να απελευθερώσουν την αιχμάλωτη αμαζόνα, καθώς λόγω των χαμηλών θερμοκρασιών, το μαγικό τους φίλτρο έχει παγώσει. Στην πορεία αυτής της περιπέτειας συναντάμε σ’ ένα σημείο έναν ήρωα με το όνομα Χλωροκίν, ο οποίος υποτίθεται πως είναι μια καρικατούρα του διαβόητου Γάλλου καθηγητή και γιατρού Ραούλτ, που στην διάρκεια της πανδημίας έγινε γνωστός για τις διφορούμενες και μάλλον επικίνδυνες προτάσεις του προς αντιμετώπιση της covid-19. Μεταξύ άλλων στις προτάσεις του έμπλεκε και την χλωροκίνη. Αργότερα συναντάμε έναν ήρωα, Ρωμαίο στρατιώτη, με το όνομα “Φεηκνιούς”, ο οποίος αμφισβητεί τα πάντα. Έχουμε πάντα και την παντελώς άσχετη συσχέτιση του Ουελμπέκ με τον γεωγράφο. Όλα αυτά σε συνδυασμό με την “θριαμβευτική” απεικόνιση της μητριαρχίας που αναφέραμε παραπάνω εκλαμβάνονται τουλάχιστον ως σεναριακοί οπορτουνισμοί, οι οποίοι φυσικά και δεν υπηρετούν ούτε την εξέλιξη της πλοκής, ούτε φυσικά και την -κατά τα λοιπά- ανύπαρκτη κωμωδία της 39ης περιπέτειας του Αστερίξ του Γαλάτη. Η ιστορία είναι ανιαρή ενώ κάθε απόπειρα για χιούμορ ή πολιτική σάτιρα είναι εντελώς σχηματική και στερείται διείσδυσης και περαιτέρω ανάπτυξης. Το σχέδιο του Conrad, από την άλλη μεριά είναι υποδειγματικά πιστό στην πρότερη συναρπαστική δουλειά του Albert Uderzo (πέθανε τον Μάρτιο του 2020) με κάποια εντυπωσιακά λεπτομερή πάνελ που θα ζήλευαν και οι πιο δεινοί σχεδιαστές. Σε ό,τι αφορά την ελληνική έκδοση διαβάζεις μπαλονάκια με τυπογραφικά και ορθογραφικά λάθη. Η Μαμούθκομιξ είναι οίκος με ιστορία και κύρος κι ως εκ τούτου είναι ανεπίτρεπτο να καταργείται η θέση του επιμελητή σε μια δουλειά όπου το κείμενο παίζει καθοριστικό ρόλο. Κάποτε από τα κόμικς μαθαίναμε και γράμματα, ειδικά ως παιδιά. * Το Μποροντίνο είναι χωριό της Ρωσίας, κοντά στη Μόσχα, όπου η στρατιά του Ναπολέοντα υπέστη βαριές απώλειες τον Σεπτέμβριο του 1812 (περίπου 36.000 άνδρες έπεσαν νεκροί) Πηγή
  12. Εκδόσεις : Μαμούθ Comix Μετάφραση : Bασίλης Πουλάκος Τιμή : 5.30 euro ISBN : 978-960-321-577-6 "Εγώ ξέρετε..ποτέ δεν ξεχώριζα χρώματα..." - Λούκυ Λουκ Αρχές Νοεμβρίου και μέσα στη πρώτη εβδομάδα της καραντίνας(για την Αθήνα)κυκλοφόρησε επιτέλους και η νέα περιπέτεια του Λούκυ Λούκ με τίτλο "Μπελάδες στις Φυτείες".Αν και ο πρωτότυπος τίτλος της στα γαλλικά μεταφράζεται σαν "Ένας Κάου-Μπόυ μέσα στο βαμβάκι" προφανώς όμως για να μη θυμίζει το τίτλο του προηγούμενου άλμπουμ(που σας παρουσίασα εδώ )ο μεταφραστής έδωσε έναν ωραίο τίτλο που ταιριάζει απόλυτα με την ιστορία και τα γεγονότα που εξελίσσονται μέσα σε αυτήν. Ακόμα μία συνεργασία των Acdhe και Jul μας δίνει μία ακόμα ωραία ιστορία για τον φτωχό και μόνο κάου-μπόυ. Σε αυτό το άλμπουμ όμως περισσότερο από ποτέ θίγεται το θέμα του ρατσισμού και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Των οποίων δικαιωμάτων κάποιοι συνεχίζουν να καταπατούν ακόμα και μετά το τέλος ενός εμφυλίου πολέμου που τους βρήκε χαμένους για τις απόψεις που πρέσβευαν και πολεμούσαν κιόλας , λίγο πριν την αυγή του εικοστού αιώνα...Και δυστυχώς θα συνεχίσουν να καταπατούν για πάρα πολλές δεκαετίες ακόμη μέχρι τις μέρες μας(εικοστό πρώτο αιώνα πλέον) και τη δολοφονία του George Floyd από το όπλο λευκού αστυνομικού.. Νύξεις για το ρατσισμό έχουν γίνει σχεδόν στα περισσότερα άλμπουμ του Λούκυ Λουκ ακόμα και από τον ίδιο τον Morris, τον Goscinny και όσους τους διαδέχτηκαν σεναριακά ,έστω και με χιουμοριστικό τρόπο(άλλωστε το κόμικ τις περισσότερες φορές διακωμωδεί πρόσωπα και καταστάσεις της Άγιας Δύσης) εδώ όμως είναι η πρώτη φορά που σεναριογράφος και σχεδιαστής παίρνουν τόσο ανοικτά θέση, εκφράζοντας με απόλυτη σοβαρότητα και ευαισθητοποιημένη ευθύνη τον αποτροπιασμό τους πάνω σε τέτοιου είδους καταστάσεις...Άλλωστε ακόμα και στο Λούκυ Κίντ (που επιμελείται μόνος του ο Achde σε σχέδιο και σενάριο) υπάρχει ο ρατσιστής χαρακτήρας ο οποίος πάντα στο τέλος την παθαίνει βγάζοντας γέλιο, στο κανονικό/κεντρικό τίτλο όμως το θέμα δεν χωράει γέλιο. Γιατί ο αναγνώστης συνειδητοποιεί με τρόμο ότι σχεδόν από τότε μέχρι σήμερα λίγα πράγματα έχουν αλλάξει...Άνθρωποι εξακολουθούν όπως και τότε να ζουν μέσα στο φόβο, να θέλουν να διεκδικήσουν τα δικαιώματα τους και να μην τους το επιτρέπουν.. Να θεωρούνται κατώτεροι μόνο από το χρώμα του δέρματός τους... Παράλληλα παρουσιάζεται και η γέννηση της ακροδεξιάς οργάνωσης Κου - Κλουξ -Κλαν που την εποχή εκείνη είχε αρχίσει να αναπτύσσεται πέρα από τη Λουιζιάνα και στις άλλες περιοχές του Τένεσι, από την οποία θα κινδυνέψουν τόσο η Άντζελα όσο και ο ίδιος ο Λούκυ Λούκ(''Οι απόκριες έχουν περάσει εδώ και τρείς μήνες.." θα τους πεί όταν τους δει με τις στολές τους..)... Ποτέ άλλοτε μία ιστορία του Λούκυ Λουκ δε παρουσιάστηκε τόσο αληθινή αλλά και τόσο επίκαιρη όσο το "Μπελάδες στις Φυτείες" που μας δείχνει ότι το δίδυμο Acdhe & Jul "έδεσε" απόλυτα όπως ακριβώς είχε γίνει και με τους Morris/Goscinny όταν ο δεύτερος ανέλαβε τα σενάρια ουσιαστικά εκτοξεύοντας το κόμικ στη χρυσή του περίοδο για περισσότερο από μία εικοσαετία. Μου άρεσε επίσης η αναφορά σε προηγούμενες ιστορίες του Λούκυ Λουκ(easter eggs)-πράγμα που συνέβει και στο προηγούμενο άλμπουμ-με τον Άβερελ να θυμάται τις ξένες γλώσσες του(Κουακουακομεκικι/Τηγανήτες για τους Ντάλτον ΛΛ# 16) ή τον Λούκυ να θυμάται ότι είχε κάνει μία κούρσα στο Μισισιπί πριν από καιρό(Η κούρσα του Μισισιπί ΛΛ #30) καθώς και ο εντυπωσιακά σχεδιασμένος τυφώνας στο τέλος, που αποδίδεται με μεγάλη αληθοφάνεια χωρίς στη στατικότητα που ακόμα και ο ίδιος ο Μorris πιθανών να σκίτσαρε αφού επέμενε να τον αποδώσει πιο κωμικά... Παράλληλα όπως και σε κάθε σχεδόν άλμπουμ του Λούκυ Λουκ δίνεται βαρύτητα για μία ακόμα φορά και στο ιστορικό στοιχείο της σειράς με τον Λούκυ να συναντά μεν σπουδαίες προσωπικότητες του (προ)περασμένου αιώνα, αλλά και σπουδαίους μυθιστορηματικούς χαρακτήρες της αμερικανικής λογοτεχνίας(Τομ Σόγιερ, Χακ Φυν)καθώς και προσωπικότητες που θα λάμψουν με το έργο τους τον.. επόμενο αιώνα(Άντζελα Ντέιβις, Μπάρακ Ομπάμα, Όπρα Γουίνφρει). Για μια ακόμα φορά η Μαμούθ Κόμιξ προσφέρει στους αναγνώστες της μία καλαίσθητη έκδοση, με πολύ καλό χαρτί και γυαλιστερό εξώφυλλο, σε οικονομική για τα δεδομένα της έκδοσης τιμή. Σε πολύ καλή μετάφραση από τον κύριο Πουλάκο. Άξιζε η αναμονή της κυκλοφορίας του άλμπουμ και ελπίζω να βγει κάποια στιγμή και η νέα περιπέτεια του Aστερίξ η οποία έχει καθυστερήσει πολύ. Σε δύσκολους καιρούς - ειδικά εκδοτικά - η Μαμούθ συνεχίζει να δηλώνει τη παρουσία της στα εκδοτικά δρόμενα αν και πλέον έχει περιοριστεί κυρίως στις εκδόσεις εκείνες που έχουν απήχηση στο κοινό και γνωρίζει ότι θα πουλήσουν περισσότερα αντίτυπα(τουτέστιν Λούκυ Λουκ, Αστερίξ και οι επανεκδώσεις του Τεν Τεν).Δυστυχώς οι δύσκολες οικονομικά εποχές, και το περιορισμένο ελληνικό κοινό δεν της επιτρέπουν να διευρύνει το εύρος των εκδόσεων της ή να συνεχίσει σπουδαίες σειρές που κατέχουν ξεχωριστή θέση στα γαλλοβελγικά BD κόμικ και που κάποτε απολαμβάναμε και είχαμε την τιμή να διαβάζουμε και εμείς..
  13. Στα μέσα Ιουνίου 1986 η Μαμούθ Κόμιξ έξέδωσε το δεύτερο κόμικ της Marvel από τη σειρά "Σούπερηρωες". Θυμάμαι, ότι είχα αγοράσει το τεύχος, αλλά δεν το είχα διαβάσει, γιατί έδινα εξετάσεις για το FCE και δεν ήθελα να μου αποσπασθεί η προσοχή Με αυτό το κόμικ, οι θρυλικοί Χ-ΜΕΝ επανεμφανίστηκαν στα ελληνικά περίπτερα, 4 χρόνια μετά την αναστολή έκδοσης του "Κάπταιν Αμέρικα", όπου είχαν κάνει την πρώτη τους εμφάνιση στην Ελλάδα. Εδώ όμως, είχαμε μια νέα γνωριμία, επειδή η Μαμούθ, πολύ σωστά ποιούσα, δεν δημοσίευσε ιστορίες από το σημείο που είχε σταματήσει ο Καμπανάς (το αμερικανικό #47), αλλά προτίμησε να ξεκινήσει από το αμερικανικό #94, από το τεύχος δηλαδή, που ακολούθησε το θρυλικό τεύχος Giant-Size X-MEN, όπου έκαναν την εμφάνισή τους ορισμένοι εντελώς νέοι ήρωες, οι οποίοι θα αντικαθιστούσαν την αρχική ομάδα. Σε αυτό το σημείο θυμίζω, ότι και στις ΗΠΑ ο τίτλος των Χ-ΜΕΝ είχε σταματήσει να εκδίδει νέες ιστορίες από το #66 με τα #67-#93 να είναι επανεκδόσεις παλιότερων τευχών. Συνεπώς, το Giant-Size X-MEN ήταν η πρώτη καινούρια ιστορία της ομάδας και το #94 το πρώτο της κανονικής αρίθμησης με πρωτότυπη ιστορία μετά το τεύχος 66. Σεναριογράφος ανέλαβε ο Chris Claremont, που έμελλε να γράψει μια τεράστια ιστορία στον τίτλο για πάρα, πάρα πολλά χρόνια και σχεδιαστής αρχικά ο εξαιρετικός Dave Cockrum και στη συνέχεια ο μεγάλος John Byrne, που κι αυτός αντικαταστάθηκε από άλλους σχεδιαστές στη συνέχεια. Γενικά, στα 83 τεύχη του περιοδικού, δημοσιεύτηκαν τα αμερικανικά τεύχη 93-182 εκτός από τα τεύχη 141-142, τα οποία αντιστοιχούν στη διάσημη ιστορία Days of Future Past, αλλά παραδόξως παραλήφθηκαν από τη Μαμούθ. Η νέα σύνθεση της ομάδας ήταν εξαιρετική, όπως εξάλλου και οι περισσότερες ιστορίες. Ο Claremont δημιούργησε μια νέα ομάδα με ανθρώπινα πάθη και αδυναμίες, με χαρακτήρες, που είχαν εντελώς διαφορετικό υπόβαθρο και τελείως διαφορετική ψυχοσύνθεση και κατάφερε να τα χειριστεί όλα αυτά με μεγάλη μαεστρία. Κατά τη γνώμη μου, σε αυτό το περιοδικό δημοσιεύτηκαν κάποιες από τις καλύτερες ιστορίες του τίτλου, με ορισμένα μικρά αριστουργήματα. Κατά τη διάρκεια της συγγραφικής του θητείας στον τίτλο, ο Claremont δημιούργησε και άλλους χαρακτήρες και τελικά ένα ολόκληρο σύμπαν μεταλλαγμένων μέσα στο ήδη υπάρχον σύμπαν της Marvel, επισκιάζοντας πολλούς άλλους τίτλους της εταιρείας και κάνοντας τους Χ-ΜΕΝ ένα από τα πιο διάσημα κόμικ της Marvel. Η ελληνική έκδοση ήταν επίσης πολύ καλή, όπως όλες οι Μαμούθ, με ωραία χρώματα και πολύ καλό χαρτί, ενώ από την αρχή υπήρχαν ενημερωτικές σελίδες και σελίδες αλληλογραφίας. Υπήρξαν όμως, κάποιες διαμαρτυρίες για τη μετάφραση, επειδή η Μαμούθ επέλεξε - απολύτως συνειδητά - να εξελληνίσει τα ονόματα όλων των ηρώων, με διαφορετικά επίπεδα επιτυχίας ("Νυχτοβάτης" αντί για "Nightcrawler", "Λυκομάτης" αντί για "Wolverine", "Βετεράνος" αντί για "Banshee"). Αυτές οι επιλογές προκάλεσαν διαμαρτυρίες από ορισμένους αναγνώστες, που έγραψαν αρκετά γράμματα σχετικά με αυτό το θέμα. Το περιοδικό ξεκίνησε ως διμηνιαίο με 2 ιστορίες Χ-ΜΕΝ. Από το #7 άρχισαν να δημοσιεύονται και ιστορίες από άλλα περιοδικά της Marvel, αρχής γενομένης με την "Πτήση Άλφα" (Alpha Flight) στο #7. Στο τεύχος 8 έκαναν την πρώτη τους εμφάνιση οι "Νέοι Μεταλλαγμένοι" (The New Mutants). Από το τεύχος 11 το περιοδικό έγινε μηνιαίο και άρχισε να φιλοξενεί και άλλους τίτλους, αυξάνοντας από ένα σημείο και μετά τις σελίδες του, αλλά και την τιμή του. Σιγά σιγά, καθώς έκλεισαν τα υπόλοιπα υπερηρωικά περιοδικά της Μαμούθ, το Χ-ΜΕΝ έμεινε το μόνο από τα αρχικά 4, φιλοξενώντας και κάποιους τίτλους, που είχαν ντεμπουτάρει σε άλλα περιοδικά της Μαμούθ και κρίθηκαν αρκετά εμπορικοί (Thor, Fantastic Four, Morituri, West Coast Avengers). Ο τελευταίος τίτλος που προστέθηκε, ήταν το X-Factor στο τεύχος 64. Παρόλα αυτά, ήταν σαφές, ότι το περιοδικό αντιμετώπιζε προβλήματα και η ποιότητα της έκδοσης είχε πέσει και τελικά το τελευταίο τεύχος ήταν το #83, που κυκλοφόρησε το Μάρτιο του 1994, σχεδόν ταυτόχρονα με το τελευταίο τεύχος (#24) του "Ανθρώπου-Αράχνη" τερματίζοντας ουσιαστικά την ενασχόληση της Μαμούθ με τα υπερωικά κόμικς. Εκτός από τους Χ-ΜΕΝ, για τους οποίους τα έγραψα πιο πάνω, στο περιοδικό φιλοξενήθηκαν και οι εξής τίτλοι: - Alpha Flight 1-26 - New Mutants 1-25, 27 - West Coast Avengers vol. 2 3-18 - Strikeforce Morituri 3-13 - The Mighty Thor 209-214 - Fantastic Four 122, 127, 128, 168-176 - X-Factor 1-7 Κατά τη γνώμη μου, υπήρξε ένα από τα ιστορικότερα υπερηρωικά περιοδικά που κυκλοφόρησαν εκείνα τα άγονα χρόνια στην Ελλάδα και ένα από τα καλύτερα, επειδή μας έφερε σε επαφή με πολύ ωραίες ιστορίες, ορισμένες από τις οποίες ήταν πιο σύγχρονες και πολλούς καλλιτέχνες, που δεν ξέραμε έως τότε, τουλάχιστον όσοι από εμάς δεν αγοράζαμε τα δυσεύρετα τότε αμερικανικά κόμικς. Ποιος, για παράδειγμα, μπορεί να ξεχάσει αυτό το εξώφυλλο του Biill Sienkewicz; Εάν υπολογίσουμε και την πολύ καλή ποιότητα έκδοσης, μιλάμε ίσως, ίσως για την καλύτερη σειρά με ήρωες της Marvel, που κυκλοφόρησε στην Ελλάδα και η οποία, επειδή κράτησε 8 χρόνια, γαλούχησε μια γενιά αναγνωστών στα υπερηρωικά κόμικς και έστρωσε το δρόμο για τη διάδοχη κατάσταση. Πριν από κάποια χρόνια έβρισκες τεύχη ξεχασμένα σε κάποια περίπτερα. Πλέον, έχουν γίνει κι αυτά σπάνια, αλλά τουλάχιστον δεν έχουν εκτοξευτεί ακόμα οι τιμές. Όλα τα σκαναρίσματα έγιναν από εμένα. Πηγές για περαιτέρω μελέτη: wikipedia (για τους Χ-ΜΕΝ, για τα υπόλοιπα ακολουθήστε τα λινκ της παρουσίασης)
  14. Στη Μαμουθκόμιξ, στο Αθηναϊκό Σπίτι του Αστερίξ και του Λούκυ Λουκ Επισκεφθήκαμε τα γραφεία των ανυπόκτακτων εκδοτών που ενηλικίωσαν τους Έλληνες στα κόμιξ, συστήνοντάς σε διαδοχικές γενιές τους πιο αγαπημένους και διαχρονικούς ήρωες. Του Παναγιώτη Μένεγου. Παναγιώτης Μένεγος Φωτογραφίες: Ανδρέας Σιμόπουλος / FOSPHOTOS Στην αρχή ήταν τα συνηθισμένα παιδικά βιβλία με εικόνες, η προνηπιακή μας επαφή με έναν κόσμο που μπορούσε να έχει περισσότερα και πιο ευφάνταστα χρώματα. Μετά τη συνειδητοποίηση της υπερδύναμης της ανάγνωσης παρέα με κάτι εικονογραφημένες αρχαίες ελληνικές μυθολογίες ερχόταν σιγά σιγά το μαγικό σύμπαν του Γουόλτ Ντίσνεϊ – Μίκυ, Γκούφη, Ντόναλντ – συλλογές-ανταλλαγές, αγωνία αν το επόμενο τεύχος από τα «Κλασικά» θα έχει ιστορία με τον Φάντομ Ντακ, κάπως αργότερα ξοδεμένο χαρτζιλίκι στο ιλουστρασιόν περιοδικό «Κόμιξ». Και στο μεταξύ Ποπάι, Μπλεκ (για τον αδάμαστο αντιαποικιοκράτη κυνηγό αλλά και τον «Τερματοφύλακα Γιατρό» Μπεν Λίπερ), Τιραμόλα, Τρουένο, Αγόρι. Όλα κωδικοποιημένα κάτω από την ομπρέλα «μικυμάου», παρήχηση που δήλωνε την εφήμερη αποστολή των παρααπάνω τίτλων. Και το προσγειωμένο κύρος τους. Πριν έρθει η μεταμοντέρνα επανεξέταση των πάντων, πείτε την και χιψτερική, καμία βιβλιοθήκη, κανένα τραπέζι σαλονιού δε γέμιζε με τεύχη που είχαν περιπέτειες του Σούπερ Γκούφη. Με τον Αστερίξ, τον Λούκι Λουκ, και ίσως με τον Τεν Τεν, το πράγμα άλλαζε. Εκεί συνέβαινε η κόμικ ενηλικίωση. Εκεί τα «μικυμάου» αποκτούσαν πρεστίζ. Άσχετα, αν οι Έλληνες εκδότες τους δεν τα έβλεπαν καθόλου, μα καθόλου, έτσι… Γιώργος Τσίτσοβιτς και Πάνος Κουτρουλάρης, Μαμουθκόμιξ Τα γραφεία της Μαμουθκόμιξ στην οδό Σόλωνος στο κέντρο της Αθήνας, πάνω από το βιβλιοπωλείο που κάποτε άνηκε στις εκδόσεις και τώρα λειτουργεί ανεξάρτητα, είναι λιτά. Δεν υπάρχει η κίνηση και ο πυρετός που μαρτυρούν ότι πρόκειται για έναν ενεργό οργανισμό με τόσο πλούσιο κατάλογο που έχει συστήσει μερικούς από τους σημαντικότερους ήρωες της ένατης τέχνης στο ελληνικό κοινό, ίσως φταίει και το προχωρημένο καλοκαίρι. Από την άλλη, τα εκατοντάδες βιβλία ή άλμπουμ στα ράφια, αλλού με εμφανή αρχειοθέτηση κι αλλού χωρίς, τα vintage εξώφυλλα και τα φιλμ εκτυπώσεων – κειμήλια μιας μακρινής αναλογικής εποχής – μιλάνε για το έργο 3.5 δεκαετιών. Στα μάτια μου μοιάζουν πολύτιμα, θα μπορούσα να τερματίσω το ίνσταγκραμ εδώ μέσα, για τον Γιώργο Τσίτσοβιτς δεν έχουν καμία προστιθέμενη αξία. Ο Γιώργος Τσίτσοβιτς και κάτι αρχαία φιλμ Στριπάκια κι αποτσίγαρα Τα πάντα πάνω του φωνάζουν old school. Το ντύσιμό του – λευκό πουκάμισο, σακάκι στο χρώμα του καπνισμένου πάγου αν υπήρχε τέτοιο, τζιν παντελόνι -, ο τρόπος που καπνίζει το ένα τσιγάρο μετά το άλλο και, κυρίως, ο τρόπος που μιλάει. Με επιφύλαξη, αλλά κυρίως με μια απόσταση που γειώνει κι αποδομεί τα πράγματα, φέρνοντάς τα στην πραγματική τους διάσταση. «Δεν θεωρούσαμε το κόμικ κάτι που θα απευθυνόταν στους διανοούμενους της εποχής, κάτι που θα έπρεπε να είναι οπωσδήποτε γραμμένο σε μια γλώσσα “της αριστεράς” ελευθεριάζουσα. Σε μια εποχή που τα κόμιξ ταυτίζονταν με τα Μίκυ Μάους, δώσαμε βήμα στους άγουρους τότε Έλληνες κομίστες. Αλλά κυρίως εντάσσοντας στην ύλη κάποια ιστορικά στοιχεία προσπαθήσαμε να εκπαιδεύσουμε σχετικά με το είδος, γιατί ο κόσμος τα θεωρούσε “καραγκιοζάκια”», περιγράφει με αυτόν τον τρόπο το περιοδικό «Μαμούθ» – προπομπό των εκδόσεων – που ίδρυσε το 1980 μαζί με τον συνέταιρό του όλα αυτά τα χρόνια, σκιτσογράφο και γελοιογράφο Πάνο Κουτρουλάρη. Εκείνος είχε τον έρωτα με το είδος, ο Τσίτσοβιτς αρχικά ήταν το τεχνικό μάτι της υπόθεσης, αυτός που ασχολήθηκε με το γραφιστικό κι εκτυπωτικό μέρος, αξιοποιώντας και την εμπειρία του στο παρθενικό ατελιέ του Αθηνοράματος. Το περιοδικό δεν μακροημέρευσε – η σχεδόν συνομήλικη «Βαβέλ» ή πιο μετά το «Παραπέντε», τα κατάφεραν καλύτερα. Κι έτσι, έχοντας μόλις απολυθεί από τον στρατό, με πολύ χρόνο, περίσσια όρεξη να τις συνδυάσουν και με άλλες δουλειές για τα προς το ζειν, παρέα φυσικά με τα νεανικά όνειρα, στράφηκαν στις εκδόσεις. «Πήγαμε σε πιο βατά πράγματα, ας πούμε κυκλοφορήσαμε την Ιστορία της Δύσης του Μπονέλλι, την Μπλανς Επιφανί κτλ. Πήγαμε προφανώς σε εκδόσεις μακριά από τη λογική του περιπτέρου μέχρι το 1984 που έφτασαν στα χέρια μας τα δικαιώματα του Λούκυ Λουκ. Μας πρότειναν από ένα πρακτορείο της εποχής στους Γάλλους, στη λογική “αυτοί είναι οι νέοι και δε μας χρωστάνε δεκάρα”. Δίσταζαν γιατί ήμασταν μια ψείρα, αλλά πείστηκαν». Βγάζαμε 6 Αστερίξ και 12 Λούκυ Λουκ τον χρόνο που μπορεί και να ξεπερνούσαν τα 400.000 αντίτυπα ετησίως. Συνολικά έχουν φύγει γύρω στα 7 εκατομμύρια Αστερίξ και πάνω από 6 εκατομμύρια Λούκυ Λουκ. Η χρυσή περίοδος θα έλεγα ήταν 1985-2002. Μετά τον μοναχικό καουμπόη, ήρθαν οι περιπέτειες του Τεν Τεν και το 1989 η Μαμούθκομιξ ολοκλήρωσε τη χρυσή της τριάδα αποκτώντας τα δικαιώματα για τις περιπέτειες του Αστερίξ. Έβγαιναν και παλιότερα από διάφορους εκδότες χωρίς όμως να αποκτήσουν ιδιαίτερη αναγνώριση. Η πρώτη κίνηση με τον Αστερίξ ήταν να μειώσουν την τιμή (από 550 σε 350 δρχ.) και να επεκτείνουν το δίκτυό τους στα περίπτερα και τα πρακτορεία διανομής τύπου σε όλη την Ελλάδα. Στα βιβλιοπωλεία μπήκαν μετά το 2000, όπως και στα πλοία επιβεβεβαιωνοντας τον χαρακτήρα των άλμπουμ ως «καλοκαιρινό ανάγνωσμα». Στο μεταξύ, όμως, Αστερίξ και Λούκυ Λουκ είχαν γνωρίσει τεράστια επιτυχία για τα δεδομένα μιας μικρής αγοράς όπως η ελληνική. «Κάποια περίοδο, αναλογικά και με τον πληθυσμό, ήμασταν τέταρτοι στην Ευρώπη σε πωλήσεις μετά από Γερμανία, Γαλλία, Ολλανδία, πολύ πάνω π.χ. από Αγγλία-Ιταλία. Βγάζαμε 6 Αστερίξ και 12 Λούκυ Λουκ τον χρόνο που μπορεί και να ξεπερνούσαν τα 400.000 αντίτυπα ετησίως. Συνολικά έχουν φύγει γύρω στα 7 εκατομμύρια Αστερίξ και πάνω από 6 εκατομμύρια Λούκυ Λουκ. Η χρυσή περίοδος θα έλεγα ήταν 1985-2002 – μετά η πτώση έχει να κάνει με τα οικονομικά των Ελλήνων, την καθολική διείσδυση της τηλεόρασης, κι αργότερα του ίντερνετ, με το γεγονός πώς πια έχουν πολλαπλασιαστεί οι διαθέσιμες επιλογές διασκέδασης». Μαμουθκόμιξ δεν είναι μόνο Αστερίξ Ως bestsellers αναδείχθηκαν το Ρόδο και Ξίφος και το Ο Ληστής με το ένα χέρι, αντίστοιχα. Γιατί όμως γκέλαραν (και) στο ελληνικό κοινό τόσο πολύ αυτοί οι δύο ήρωες; «Δεν κάναμε ποτέ καμία έρευνα για να το διασαφηνίσουμε. Νομίζω, ο Αστερίξ συγκινεί ως ο αδύναμος που κατατροπώνει τους ισχυρούς. Ο Λούκυ Λουκ γι’ αυτό που λέει το σλόγκαν “μοναχικός καουμπόι”. Ήταν πάρα πολύ αυστηρές οι προδιαγραφές απ’ έξω. Τσέκαραν τα πάντα και είχαν επισημάνσεις-διορθώσεις ακόμα και για εκδόσεις του Αστερίξ στα ποντιακά ή τα κρητικά που βγάλαμε αργότερα». Φυσικά, αυτά τα 35 χρόνια δεν μπορούσε παρά να γνωρίσει και τους μυθικούς δημιουργούς. Τον σχεδιαστή του Αστερίξ, Αλμπέρ Ουντερζό («πρέπει να είναι 90 τώρα, 2-3 φορές τον έχω δει σε φεστιβάλ και σε εκδηλώσεις του Αστερίξ – κύριος, αστός, λίγο στριφνός, πάντα με την καλή του κυρία, την κόρη του») που έγραφε και τα σενάρια μετά το θάνατο του έτερου εμπνευστή των ανυπόκτακτων Γαλατών, Ρενέ Γκοσινί, το 1977. Αλλά, και τον πατέρα του Λούκυ Λουκ, Μορρίς που έφυγε το 2001 («πιο ευπροσήγορος, ένας πραγματικός τζέντλεμαν που ήταν φιλικός και προσιτός με όλους»). Όπως και τον Ασντέ που ανέλαβε να συνεχίσει την βαριά κληρονομιά του τύπου που «πυροβολεί πιο γρήγορα από την σκιά του» (για τον οποίο έγραφε φυσικά και ο Γκοσινί σενάρια). Πώς άλλαξαν όμως οι ήρωες με το πέρασμα των χρόνων; «Σχεδιαστικά, σαφώς και υπάρχει αλλαγή. Δεν περιγράφεται εύκολα με λέξεις. Αν δει κανείς τον Αστερίξ στο Παλάτι, το νο. 1, και το συγκρίνει με το νούμερο 20, θα βρει τεράστιες διαφορές. Ο χαρακτήρας έγινε πιο στρογγυλός. Πιο κοντά στον Ντίσνεϋ, πιο καρτουνίστικη γραμμή. Χρωματικά, επίσης, κάθε 3-4 χρόνια κάνουν κάτι νέο. Για γίνει πιο μοντέρνο και για να πουλάνε το υλικό. Στους συλλέκτες και σε μας τους εκδότες για τις επανεκδόσεις. Είναι μια μπίζνα, έτσι; Μην το ξεχνάμε», λέει ο Γιώργος Τσίτσοβιτς επισημαίνοντας ότι τα δικαιώματα του Αστερίξ πωλήθηκαν στην εκδοτική-γίγαντα Hachette το 2009, και συνεχίζει: «Έχουν αλλάξει και οι τρόποι εκτύπωσης πια. Τα χρώματα μπορούν να έχουν πιο μεγάλο βάθος, να απλώνονται περισσότερο, να σβήνουν πιο σωστά. Η ψηφιακή επεξεργασία κάνει το κόμικ ζωγραφική. Όμως. το κόμικ είναι μια ολόκληρη ιστορία. Θέλει σενάριο, λόγια». »Ως χαρακτήρας ο Αστερίξ τελευταία, κατά την γνώμη μου, κατέβηκε 2-3 χρόνια σε ηλικία. Τα άλμπουμ είναι πιο βατά, πιο εύκολα. Όχι ότι δεν έχει και πάλι κρυφά ή επίκαιρα καλαμπούρια. Πάντα ήταν πολιτικός στο δεύτερο επίπεδό του. Πάντως, δε νομίζω ότι ήταν ποτέ στο μυαλό του Γκοσινί ή του Ουντερζό να μιλήσουν αλληγορικά για την Ευρώπη. Το καινούριο Αστερίξ που θα βγει ίσως έχει ανάλογο σχόλιο, αλλά άλλου τύπου. Το θέμα του είναι οι πολλές περιοχές της Ιταλίας. Αυτό είναι πολιτικό θέμα, αν θα δεθεί βαρύτητα στην διάσπαση των χωρών και στις περιφέρειες. Δεν βγαίνουν, έτσι κι αλλιώς, πια άλμπουμ σε ετήσια βάση Βγαίνει ένας Αστερίξ κάθε δυο με τρία χρόνια». Έχει πάρει φόρα, τον ρωτάω ποιο είναι το αγαπημένο του… «Υπάρχουν πολλές σχολές κι άνθρωποι που κάνουν καλά την δουλειά τους, εγώ πάντα αγαπούσα λίγο περισσότερο τα αμερικάνικα. Μ’ αρέσουν και πράγματα που δεν ήταν της πρώτης γραμμής. Ας πούμε, το αμερικάνικο παραμύθι της Marvel – τα βγάλαμε κι αυτά για 7-8 χρόνια (’87-’95). Δεν είχαν όμως ανάλογη επιτυχία με τα ευρωπαϊκά, ίσως γιατί ήταν πιο φθηνές εκδόσεις. Είχαμε ακολουθήσει την αμερικάνικη αντίληψη που θέλει τα κόμιξ αναλώσιμα, κάτι που παίρνεις, διαβάζεις και πετάς. Εγώ έτσι το αντιλμβάνομαι, εδώ έχουμε πιο συλλεκτική νοοτροπία. Να μην ξεχνάμε τον Τεν Τεν, ο οποίος μπορεί σε σχέση με τον Αστερίξ να έχει το ένα δέκατο των πωλήσεων, αλλά παρόλα αυτά είναι ακόμα κάτι που εγώ θεωρώ επιτυχημένο. Ή έστω όχι ζημιογόνο.. Ο Ιζνογκούντ και αυτός είχε μια κίνηση. Ίσως ήμασταν και η μόνη χώρα, εκτός από την Γαλλία, που μέχρι το 2000 είχαμε βγάλει όσα είχε κάνει,. Όλη τη σειρά. Τώρα την έχουμε σταματήσει. Πέθανε κι ο Ταμπαρί». Πάντως, δε νομίζω ότι βοήθησαν οι ταινίες τα κόμιξ, το αντίθετο έγινε. Από την άλλη, μεγάλη επιτυχία για μας ήταν το 300 και το Sin City που ήταν κι εκτός γραμμής μας, ας πούμε. Είχαμε βγάλει πέντε χρόνια το 300 και δεν είχε πουλήσει τίποτα, βγήκε η ταινία κι έγινε χαμός. Έφευγαν σαν φρέσκα ψωμάκια βιβλία που έκαναν 20 ευρώ. Ο κοινός παρονομαστής στην κουβέντα είναι ότι το κοινό, όχι μόνο στην Ελλάδα, έχει συρρικνωθεί. Σε αντίθεση με τη Γαλλία που, όπως σημειώνει ο κύριος Τσίτσοβιτς, το κοινό αυξάνεται εδώ και μια πενταετία μετά από μια πτώση που ακολούθησε τη μόδα των manga. «Έχουν ανέβει οι ηλικίες των αναγνωστών, τώρα διαβάζουν κυρίως από 40ρηδες και πάνω. Τα παιδιά προτιμούν, ας πούμε, να περάσουν την ώρα τους με το κινητό στο youTube». Κάπου εκεί κάνει την εμφάνισή του συμφωνώντας ο Πάνος Κουτρουλάρης, μια sui generis προσωπικότητα την οποία αντιλαμβάνεσαι ως τέτοια από τα 5 πρώτα λεπτά της γνωριμίας. Για λίγο, τους ακούω να βάλλουν κατά της τεχνολογίας ως γκρινιάρηδες Στάτλερ & Γουόλντορφ σε ένα κόμικ Μάπετ Σόου. Με ένα γλυκό όμως, και ρομαντικό, τρόπο. Του παλιού τεχνίτη, του παραμυθά που αγωνιά αν θα έχει κι αύριο νόημα αυτό στο οποίο αφιέρωσε όλη του τη ζωή. Τα κόμιξ από λαϊκή διασκέδαση, σύμφωνα με την αμερικάνικη προσέγγιση, γίνονται συλλεκτικό αντικείμενο. Ο κύριος Πάνος φεύγει και ο Γιώργος Τσίτσοβιτς ανοίγει το κεφάλαιο της περίεργης φυλής των συλλεκτών. «Είναι ιδιαίτεροι αυτοί που ασχολούνται με τα κόμιξ στην Ελλάδα. Είναι λοξοί. Πια, οι νέοι μαζεύουν αποκλειστικά για τη βιβλιοθήκη. Περίπου με τον ίδιο τρόπο που αγοράζουν βινύλια και τα ψηφιοποιούν για να μη χαλάσει ο δίσκος. Το κοινό περιορίστηκε και οι τιμές μοιραία ανέβηκαν». Και μετά μπαίνει στη συζήτηση και το σινεμά που μετά το μιλένιουμ και την 11η Σεπτεμβρίου άρμεξε την αγορά των κόμικ, από τους υπερήρωες μέχρι τους ανεξάρτητους (κάτι που πια συμβαίνει και με την τηλεόραση). «Το σινεμά άλλαξε τα κόμιξ. Τα νεότερα παιδιά, φαντάζομαι θα, θεωρούν ότι ο Spider Man ή οι X-Men είναι κινηματογραφικοί ήρωες, αγνοώντας από πού ξεκίνησαν. Βέβαια, και η δική μου η γενιά αγνοούσε π.χ. ότι ο Ταρζάν ήταν πρώτα μυθιστόρημα και μετά κόμικ, και τον ταύτιζε με τις ταινίες με τον Τζόνι Βαϊσμίλερ. Πάντως, δε νομίζω ότι βοήθησαν οι ταινίες τα κόμιξ, το αντίθετο έγινε. Από την άλλη, μεγάλη επιτυχία για μας ήταν το 300 και το Sin City που ήταν κι εκτός γραμμής μας, ας πούμε. Είχαμε βγάλει πέντε χρόνια το 300 και δεν είχε πουλήσει τίποτα, βγήκε η ταινία κι έγινε χαμός. Έφευγαν σαν φρέσκα ψωμάκια βιβλία που έκαναν 20 ευρώ». Η Μαμούθκομιξ πλήρωσε κι αυτη την οικονομική κρίση. Άλλαξε το εκδοτικό τοπίο διανομής, έγινε σχεδόν μονοπώλιο το εμπόριο χάρτου κι έπαψε να ενδιαφέρεται ο περιπτεράς – κάποτε το μυστικό της επιτυχίας. Παράλληλα, κόπηκαν τα μπάτζετ από πηγές όπως π.χ. η γαλλική πρεσβεία, και παράλληλα με ευρηματικές προσπάθειες συνεργατών όπως ο Κωστής Κατσακιώρης που δούλεψε στην επικοινωνία κι έτρεξε το πρότζεκτ «Ο Αστερίξ στα Μουσεία», οι εφημερίδες ήταν μονόδρομος. Κοινή παραγωγή με την Καθημερινή, προσφορά με το Έθνος («τους κράτησε σε ένα επίπεδο, αλλά μη φανταστείς ότι του έδωσε όσο ο Αρκάς – εμείς αυτό που κερδίσαμε ήταν η εβδομαδιαία προβολή και η διαφήμιση στην τηλεόραση»). Τα κόμιξ πέρασαν κάποια στιγμή στην εποχή των πολυτελών graphic novels, με άλμπουμ που μπήκαν λίγο στο πεδίο των coffee table books. Δημιουργήθηκε λοιπόν κόμικ κουλτούρα στην Ελλάδα; Μην ξεχνάμε και την έκδοση επί χρόνια του 9 (μέχρι να προκύψει πρόσφατα ο Μπλε Κομήτης). «Ξαφνικά υπήρξε μια πληθώρα πηγαίνοντας και σε μια πιο καλλιτεχνική λογική. Πιο εκκεντρική λογική. Όταν μιλάμε π.χ. για το αμερικανικό ανεξάρτητο κόμικ, θα πρέπει να βάζουμε την έκφραση εντός εισαγωγικών. Γιατί δεν είναι κυριολεκτικά “ανεξάρτητο”. Δεν ξέρω αν έκανε πιο εκλεπτυσμένο το κοινό. Δηλαδή, θέλω να πω, έβγαινε το περιοδικό της Ελευθεροτυπίας που, νομίζω, έκανε το κοινό πιο μπρουτάλ, πιο εκκεντρικό θα ξαναπώ. Σε καμία περίπτωση, όμως, εγώ δε θα υποστηρίξω ότι ο Ουντερζό ή το στούντιο Ντίσνεϊ υπολείπονται σε καλλιτεχνική αξία π.χ. του Άλαν Μουρ. Ας με συγχωρήσουν όσοι διαφωνούν, η άποψη μου είναι αυτή. Δεν έχουν και την ίδια εμβέλεια. Ο Μίκυ Μάους θα υπάρχει πάντα. Δεν νομίζω ότι θα καεί. Ο Αστερίξ θα υπάρχει. Το Sin City;». Με τους Έλληνες πώς και δεν ασχοληθήκαν περισσότερο… «Ασχοληθήκαμε. Βγάλαμε τον Φανούρη Άτλα με τον Δερβενιώτη, τρία τεύχη. Είναι μικρό το κοινό, τι να κάνουμε; Μετά είχαμε βγάλει ένα αθλητικό, το λέγανε Καφέ Μπαρ. Έβγαλε δυο τεύχη και το σταμάτησε. Μετά βγάλαμε ένα άλλο με έλληνες φαντάρους, δυο τεύχη και το σταμάτησε. Βγάλαμε ένα άλλον με τον Αντώνη Φοράδη, δυο τεύχη. Αυτός λέει το συνεχίζει. Θα κάνει κάτι άλλο. Τώρα θα βγάλουμε ένα, πάλι με έναν καινούριο σχεδιαστή τον Νοέμβριο. Εδώ βιαζόμαστε πάρα πολύ. Βλέπω πολλούς νέους που ξεκινάνε και κάνουν 50, 60, 80 σελίδες. Είναι σαν θέλεις να γράψεις μυθιστόρημα Ντοστογιέφσκι εξ αρχής. Ε δεν γίνεται… Επίσης είμαστε λίγο επιπόλαιοι. Λείπει η εμβάθυνση. Είσαι καλός σχεδιαστής; Βάθυνε λίγο στο σχέδιό σου. Γράφεις καλά; Μάθε λίγο καλύτερη ορθογραφία και συντακτικό. Κι, επίσης, θέλουν χρήματα από την αρχή, δεν μπορούν να καταλάβουν ότι ένας τίτλος για να γίνει γνωστός χρειάζονται 5-10 χρόνια. Δεν μπορεί τον δεύτερο χρόνο να κερδίσει κανείς λεφτά. Η καλύτερη γενιά του ελληνικού κόμικ ήταν εκείνη του μακαρίτη του Γιάννη Καλαϊτζή. Πρέπει να πω και τον Αρκά, δεν μπορώ να μην τον αναφέρω…» Τελειώνοντας την κουβέντα μας ξεναγεί στα ενδότερα, η αφήγηση έχει αρχίσει και γίνεται τεχνική, είναι σαν γίνεται μια διαδικασία μύησης σε τελετές παραγωγής που παρότι δεν απέχουν και τόσο πολύ μοιάζουν πια αρχαίες. Με όλη τη διεξοδική ανάλυση κοινού, σηνηθειών κι αγοράς αναρωτιέμαι στο φινάλε ποιο είναι το μέλλον… «Το πλάνο μας πια είναι οι ανατυπώσεις, βάσει της ζήτησης. Εξαντλείται κάτι και μετά από 6-8 μήνες το ξανατυπώνουμε. Τις πιο πολλές ανατυπώσεις έχουμε κάνει στα Ο Αστερίξ στους Ολυμπιακούς Αγώνες, Ρόδο και Ξίφος, Η Κατοικία των Θεών που έχει βγει και σε δυο μορφές. Πουλάνε 40.000 τον χρόνο. Δεν είναι τίποτα, σε σχέση με τις 300-400-500.000 του παρελθόντος. Με Λούκι Λουκ βγάλαμε φέτος τρία νέα τεύχη. Και είναι άλλα δυο που περιμένουν… Ίσως μπορεί να ξαναχτιστεί ένας τέτοιος ήρωας στις μέρες μας αλλά θέλει πάρα πολύ δύναμη πυρός που δεν ξέρω ποιός την διαθέτει πια. Δεν ξέρω αν υπάρχει κάποιος που θα ρίξει τόσα λεφτά για κάτι καινούριο». Μετά τους ανυπότακτους Γαλάτες, λοιπόν, αναζητούνται και οι ανυπότακτοι εκδότες…. Όλος ο κατάλογος της Μαμουθκόμιξ εδώ Πηγή
  15. Έχοντας διαβάσει αρκετά είδη κόμικ, θα μπορούσα να πω πως ένα από τα αγαπημένα μου, είναι τα βιογραφικά γκράφικ νόβελ. Εξερευνώντας το ρεαλισμό στη ζωή του ανθρώπου μέσα από ένα μέσο που χρειάζεται φαντασία είναι κάτι που θεωρώ ελκυστικό και ίσως ρομαντικό. Κάποια στιγμή λοιπόν, έμαθα για αυτό εδώ το έργο του Li Kunwu και μου πήρε μερικά χρόνια, αλλά κατάφερα εν τέλη να το διαβάσω. (πηγή www.politeianet.gr) "Τα Μπανταρισμένα Πόδια" είναι ένα Κινέζικο βιογραφικό γκράφικ νόβελ του Li Kunwu, από τα λίγα που έχουν εκδοθεί εκτός Κίνας. Η αρχική έκδοση, δημοσιεύτηκε το 2013 από τις εκδόσεις Kana, με την Ελληνική μεταγλώττιση να κυκλοφορεί το 2014 από τη Μαμουθκόμιξ. Το έργο, περιγράφει τη ζωή της παραμάνας του, της Τσουνξιού, με βάση τις ιστορίες που έλεγε η ίδια στον συγγραφέα και στην αδερφή του όταν ήταν παιδιά. Η Τσουνξιού, όπως πολλά μικρά κορίτσια της ηλικίας της στη Κίνα, υποβλήθηκε σε μια πρακτική της εποχής, το μπαντάρισμα των ποδιών, όπου δένανε τα πόδια των κοριτσιών από μικρή ηλικία έτσι ώστε να τους δώσουν ένα κομψό σχήμα, αλλά και καταστρέφοντας το ίδιο το πόδι στη πορεία. (πηγή https://www.efsyn.gr/nisides/kare-kare/9955_ta-mpantarismena-podia-tis-kinezikis-epanastasis) Σα βιογραφικό βιβλίο, η ιστορία παρουσιάζει τα γεγονότα που θέλει με τη βοήθεια του προσώπου στο οποίο αναφέρεται. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, η αφήγηση γίνεται από τη Τσουνξιού, τη παραμάνα του συγγραφέα. Η ιστορία κυλάει ομαλά στο μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου, αν και αρκετές φορές η ροή της ιστορίας σταματάει και δίνεται έμφαση στη παρουσίαση της Κίνας της εποχής, πράγμα που ενώ δεν είναι κακό, ίσως αποπροσανατολήσει τον αναγνώστη από το κύριο μέρος της αφήγησης. Η εικονογράφηση είναι τέτοια, ώστε να κυμαίνεται μεταξύ ρεαλιστικού σχεδίου και στυλιζαρισμένου. Οι παραμορφωμένες εκφράσεις των ανθρώπων δίνουν μια αληθοφανή παρουσίαση και πιθανόν και μία μικρή δόση της φρίκης της πρακτικής του δέσιμου των ποδιών. Όλα αυτά με λιτή, ασπρόμαυρη εικονογράφηση. Έτσι αποδίδεται καλύτερα και η ένταση και η κοινωνική ζωή της πόλης και γενικά όλης της ιστορίας. Σε γενικές γραμμές ένα πολύ ενδιαφέρον βιβλίο, το οποίο δίνει μια εικόνα της παλαιάς Κίνας και της κοινωνικής ζωής της και προσφέρει μια πρώτη ματιά στον ασιατικό κόσμο με τα ήθη και έθιμά του.
  16. Το μαγικό φίλτρο έκοψε Γιάννης Παπαδόπουλος Μαμούθ Η Αδρεναλίνη (στο κέντρο), όπως την εικονογραφεί ο Ζαν-Λυκ Φερρί. Jean-Yves Ferri (σενάριο), Didier Conrad (σχέδιο), Αστερίξ (τχ. 38), Η κόρη του Βερσινζετορίξ, μετάφραση από τα γαλλικά: Σταματίνα Στρατηγού, Μαμούθ, Αθήνα 2020, 48 σελίδες Το βασικό πρόβλημα με την τριακοστή όγδοη περιπέτεια του Αστερίξ είναι ότι έχει πέσει στην παγίδα του διδακτισμού, συχνά δανεικού από παλιότερες ιστορίες με τη σφραγίδα του Γκοσινύ, στο όνομα της πιο εξαπλουστευτικής αντίληψης για τη χειραφέτηση και την οικολογία. Κι αυτό τον κάνει προσδοκώμενο και ανιαρό. [ΤΒJ] Κυκλοφόρησε και στα ελληνικά –με καθυστέρηση ενός έτους– η τελευταία περιπέτεια του Αστερίξ του Γαλάτη, με τίτλο Η κόρη του Βερσινζετορίξ. Εκδοτικό γεγονός στη γηραιά ήπειρο, καθώς η έκδοσή του, πέρυσι στη Γαλλία, συνέπεσε με τους εορτασμούς για τα 60 χρόνια ζωής του ήρωα. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι κυκλοφόρησε σε τιράζ 5.000.000 αντιτύπων (τα 2 εκ των οποίων μόνο στη Γαλλία). Δεν γινόταν να μην ασχοληθούμε με αυτήν την κυκλοφορία καθώς ο Αστερίξ έχει ξεπεράσει προ πολλού τα στενά όρια της ένατης τέχνης, διαβάζεται ευρέως με λίγα λόγια και συνεπώς επηρεάζει κατά κόρον τον τρόπο με τον οποίο το ευρύ κοινό αντιμετωπίζει τα κόμικς ως τέχνη. Το συγγραφικό δίδυμο Φερρί - Κονράντ (σενάριο - σχέδιο), που πήρε τη σκυτάλη συνέχισης του κόμικς το 2013 από τον Αλμπέρ Ουντερζό, έδειχνε να βελτιώνεται και να εξελίσσεται διαρκώς, έχοντας ήδη παραδώσει τρία άλμπουμ – με το τελευταίο, Ο Αστερίξ και ο Υπεριταλικός, να είναι καλό. Η κόρη του Βερσινζετορίξ, όμως, είναι μια παταγώδης αποτυχία, από την οποία δεν ξέρουμε τι να πρωτοξεχάσουμε. Ας δούμε όμως την ιστορία. Ο Γαλάτης αρχηγός Βερσινζετορίξ, αφού ηττήθηκε μαχόμενος ενάντια στους Ρωμαίους και αιχμαλωτίστηκε από τον Καίσαρα, άφησε την κόρη του, Αδρεναλίνη τη λένε, σε δύο Αρβέρνιους αρχηγούς για να τη μεγαλώσουν. Η Αδρεναλίνη όμως είναι ο στόχος ενός προδότη, ο οποίος έχει υποσχεθεί στους Ρωμαίους πως θα τη βρει και τους φέρει το “τορκ” της (γαλατικό κόσμημα και σύμβολο δύναμης, που ανήκε στον πατέρα της). Φυσικά το –πάντα φιλόξενο– χωριό του Αστερίξ στην Αρμορική της Βρετάνης είναι ο τόπος που θα σπεύσουν οι Αρβέρνοι θετοί «μπαμπάδες» της Αδρεναλίνης για να διαφυλάξουν την ασφάλειά της. Το έργο της φύλαξης της έφηβης αναλαμβάνουν φυσικά ο Αστερίξ και ο Οβελίξ, αλλά η Αδρεναλίνη κάνει του κεφαλιού της. Το άλμπουμ όμως, έχει πολλά προβλήματα. Αρχικά, απουσιάζουν χαρακτήρες από την πλοκή (ο Κακοφωνίξ λέει μόνο μια πρόταση σε ένα σημείο). Τα λογοπαίγνια είναι σπάνια ή χιλιοειπωμένα και χιλιοδιαβασμένα, το σχέδιο στερείται έμπνευσης με τα πρόσωπα των εφήβων (όπου υπάρχουν) να θυμίζουν χαρακτήρες που έχουμε ξανασυναντήσει στη σειρά και η εξέλιξη του σεναρίου προβληματική έως βαρετή, θυμίζοντας τα χειρότερα καρέ της Γαλέρας του Οβελίξ (1996) ή του Και ο ουρανός έπεσε στο κεφάλι τους (2005). Η Αδρεναλίνη αντιδρά σε όλα, είναι «έτοιμη για μάχη» και έχει μόνιμο θυμό, σαν έφηβη με κοτσίδα (πού το έχετε ξαναδεί;). Στον γαλλικό Τύπο παρομοιάστηκε με την Γκρέτα Τούνμπεργκ και το άλμπουμ χαιρετίστηκε για την ανάδειξη μιας ανεξάρτητης και μαχητικής γυναικείας προσωπικότητας αλλά και για την οικολογική του συνείδηση(;). Φυσικά, οι συγγραφείς, σε συνέντευξη που παραχώρησαν σε βρετανική εφημερίδα, έσπευσαν να χαρακτηρίσουν το γεγονός ευτυχή «σύμπτωση», προσθέτοντας πως ήθελαν να πρωτοτυπήσουν σε αυτό το άλμπουμ προσθέτοντας μια πρωταγωνίστρια γένους θηλυκού που να μη δίνεται έμφαση στον «υποτακτικό» της ρόλο προς τους άντρες του χωριού. Όλα αυτά μπορεί να φαίνονται πολύ προοδευτικά για τους περισσότερους αναγνώστες. Απλώς, η αφήγηση προσδένεται στο ρεύμα του παγκόσμιου προοδευτισμού. Αλλά κινείται στην επιφάνεια. Δεν υπάρχει, δυστυχώς, τίποτα πρωτότυπο σε αυτό το άλμπουμ. Και τίποτα βαθύτερο απ’ ό,τι επιφανειακά αναπαρίσταται. Χιλιοειπωμένα αστεία Μπορεί οι γυναίκες στο Αστερίξ να παρουσιάζονται στερεοτυπικά (π.χ. εκνευριστική και με εξουσία όπως η Κλεοπάτρα, «μπίμπο» όπως η γυναίκα του Μαθουσαλίξ ή το αρχέτυπο της «καλής» και πιστής μεν, που-κάνει-κουμάντο δε, συζύγου όπως η Μπονεμίνα), όμως στερεοτυπικά παρουσιάζονται και οι άνδρες και όλοι οι λαοί που συναντάμε στο κόμικς, και αυτό αποτελεί –μαζί με τα λογοπαίγνια– συστατικό της επιτυχίας του. Σίγουρα πάντως η εικόνα της Αδρεναλίνης όταν αρνείται να φορέσει φόρεμα μπροστά στην Μπονεμίνα φαίνεται τουλάχιστον αμήχανη και αστείο. Εν τούτοις, το Ρόδο και Ξίφος (1991), όπου οι γυναίκες διοικούν μόνες τους το χωριό, έχει πολύ περισσότερα να πει για τη χειραφέτηση απ’ ό,τι Η κόρη του Βερσινζετορίξ. Οι έφηβοι, εξάλλου, που παρουσιάζονται στο τεύχος, αν και αποτελούν πολύ ενδιαφέρουσες προσθήκες, μιας και σπανίζουν τα τεύχη που δεν περιστρέφονται γύρω από ενήλικες, δεν είναι κάτι πρωτότυπο. Ίσως ο πιο ωραίος χαρακτήρας της σειράς να είναι ο Περικλής Κρεμιδόνεζ Υ Παέγια ή Πέπε από το Αστερίξ στην Ισπανία (1969) που όλως τυχαίως και αυτός ψάχνει να βρει καταφύγιο από τον Καίσαρα και επίσης του φταίνε τα πάντα και αντιδρά συνεχώς, ενώ ο χαρακτήρας εφήβου που «δεν κάνει αυτό που κάνουν οι μεγάλοι γιατί το κάνουν οι μεγάλοι και μόνο» μας είχε συντροφεύσει ως Γιεγιεδίξ ή Χαβαλεδίξ στο Αστερίξ και οι Νορμανδοί (1967). Τέλος, το ζήτημα της οικολογίας που ήθελαν να προβάλουν οι συγγραφείς περιορίστηκε σε χιλιοειπωμένα αστεία για την υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ και δεν άγγιξε καν το θέμα της κλιματικής αλλαγής. Σε παλιότερες ιστορίες όμως, όπως η Κατοικία των Θεών (1971), γινόταν σημαντική νύξη και σεναριακά και σχεδιαστικά στο ζήτημα της αποψίλωσης των δασών με την παράλληλη απεικόνιση των πόλων ως άσχημων και χαοτικών τόπων, ενώ στο Αστερίξ και Χαλαλιμά (1987) θίγεται το πρόβλημα της ξηρασίας και της ανομβρίας. Δεν είπε κανείς ποτέ πως είναι εύκολη τέχνη τα κόμικς. Καμία τέχνη δεν είναι άλλωστε. Απαιτητική η ένατη τέχνη, πόσο μάλλον όταν καλείσαι ως δημιουργός να συνεχίσεις την πορεία της πιο επιτυχημένης, έξυπνης και εμπορικής ευρωπαϊκής σειράς. Οι συνεχιστές του Λούκυ Λουκ, παραδείγματος χάρη, έχουν βρει τα πατήματά τους παρουσιάζοντας εξαιρετικά δείγματα δουλειάς (όπως θίξαμε και στο τεύχος 114 του Books’ Journal). Οι επιλογές είναι δύο: είτε επιλέγεις τον εύκολο δρόμο της ανάμειξης σκηνών, περιστατικών, αστείων και αναφορών από παλιές ιστορίες με το αποτέλεσμα που αναφέραμε, είτε ακολουθείς το μοτίβο των ιστοριών κάνοντας έρευνα και φέρνοντας πραγματική πρωτοτυπία στο σενάριο. Πηγή
  17. Από τη Σορβόνη στην Κολομβία Γιάννης Κουκουλάς Ένας σκηνοθέτης παράξενων καλτ ταινιών και συγγραφέας πολυεπίπεδων σεναρίων με μεταφυσικά και θρησκευτικά στοιχεία και ένας από τους σπουδαιότερους Ευρωπαίους δημιουργούς κόμικς συνεργάζονται σε μια ιστορία που ξεκινά με τις διαλέξεις ενός καθηγητή στα αμφιθέατρα της Σορβόνης και καταλήγει στην Κολομβία με τη «γέννηση» του Αγίου Ιωάννη Οι ταινίες του Χιλιανού σκηνοθέτη Alejandro Jodorowsky (γενν. 1929) όπως το «Santa Sangre», το «El Topo» και το «Ιερό Βουνό» θεωρούνται σήμερα καλτ και προβάλλονται ξανά και ξανά σε εναλλακτικά και underground φεστιβάλ σε όλο τον κόσμο. Βουτηγμένες στον σουρεαλισμό και τον μυστικισμό και συχνά ποτισμένες από ωμή βία, έχουν γίνει αντικείμενα λατρείας από μια μερίδα οπαδών του εναλλακτικού κινηματογράφου. Το Ινκαλ αποτέλεσε την πιο μακρόχρονη συνεργασία του Jodorowsky με τον Moebius και γνώρισε πολλά σίκουελ, πρίκουελ και spin-offs με άλλους σχεδιαστές Παράλληλα με την καριέρα του στον κινηματογράφο, ο Jodorowsky έχει γράψει τα σενάρια πολλών κόμικς με πιο γνωστό από αυτά το «Ινκαλ», μια εξαιρετικά πολύπλοκη και πολύτομη σειρά η οποία μετά την τεράστια επιτυχία της γνώρισε ένα σίκουελ («After the Incal»), ένα πρίκουελ («Before the Incal» σε σχέδια του Zoran Janjetov), έναν επίλογο («Final Incal» σε σχέδια του Jose Ladronn) και διάφορα spin-offs μεταξύ των οποίων και το «Επος των Μεταβαρόνων» σε σχέδια του Juan Gimenez. Στο πρώτο Incal (1980-1988) καθώς και στο After the Incal (2000), ο Jodorowsky συνεργάστηκε με τον μεγάλο Moebius (1938-2012), γνωστό και ως Jean Giraud, έναν από τους σημαντικότερους δημιουργούς κόμικς της γαλλοβελγικής σχολής, με τεράστια θητεία στην Ευρώπη αλλά και στις ΗΠΑ πάνω σε μια μεγάλη ποικιλία ειδών, με πιο συχνά από αυτά στο έργο του το γουέστερν («Blueberry») και την επιστημονική αλλά και υπερηρωική φαντασία («Arzach, «The Airtight Garage», «Silver Surfer» κ.ά.). Εκτός από το Ινκαλ όμως, που αποτελεί και την πιο γνωστή συνεργασία μεταξύ Alejandro Jodorowsky και Moebius, οι δυο φίλοι συνδημιούργησαν στα τέλη της δεκαετίας του 1990 ακόμη ένα βιβλίο με θεματολογία που δεν έχει καμιά σχέση με την επιστημονική φαντασία. «Η Τρελή της Σακρέ-Κερ» (εκδόσεις Μαμούθ, 190 σελίδες) είναι μια συλλογή τριών διαφορετικών άλμπουμ («Η Τρελή της Σακρέ-Κερ», «Η Παγίδα του Παραλόγου», «Ο Τρελός της Σορβόννης») που όλα μαζί συνθέτουν μια ιστορία σε αρκετά διαφορετικό ύφος από πρότερες δουλειές του Jodorowsky αλλά διατηρώντας τα στοιχεία του παράλογου, του μυστικιστικού, του θρησκευτικού, του χιουμοριστικού. Δεν υπάρχουν αλλόκοτα πλάσματα από μακρινούς πλανήτες, δεν υπάρχουν εξωγήινοι και πανίσχυρα υπερόπλα, δεν υπάρχουν πόλεμοι και καταστροφές. Η ιστορία ξεκινά από τα αμφιθέατρα του ιστορικού Πανεπιστημίου της Σορβόνης και ένα μεγάλο μέρος της εξελίσσεται στο σύγχρονο Παρίσι με πρωταγωνιστή τον Αλέν Μανζέλ, έναν καθηγητή φιλοσοφίας με πολλά, σύμφωνα με όσα έχουν γραφτεί και έχει αποδεχθεί ο Jodorowsky, αυτοβιογραφικά χαρακτηριστικά του συγγραφέα. Ο Μανζέλ είναι ένας πολύ επιτυχημένος πανεπιστημιακός δάσκαλος που κατορθώνει να συγκεντρώνει στα μαθήματά του εκατοντάδες φοιτητές αλλά και πολλούς ακροατές που γεμίζουν ασφυκτικά τις αίθουσες για να τον ακούσουν. Η προσωπολατρία προς τον Μανζέλ είναι τόσο μεγάλη που οι «πιστοί» του έχουν δημιουργήσει μια οιονεί αίρεση: ντύνονται με συγκεκριμένο τρόπο, διαβάζουν ό,τι προτείνει ο καθηγητής, είναι έτοιμοι και πρόθυμοι να ακολουθήσουν τις ηθικές «εντολές» του και τις «προσταγές» του χωρίς αμφισβητήσεις. Κι αυτός διογκώνει τη φιλαυτία του προσθέτοντας όλο και περισσότερες διδαχές που αναμιγνύουν στοιχεία φιλοσοφίας και θρησκείας και προτείνοντας την πνευματική προσήλωση και αφοσίωση στα θεία καθώς και την αποστασιοποίηση από την υλική ζωή: «Ο ολοκληρωμένος άνθρωπος δεν έχει λόγο ν’ ασχολείται με την πολιτική! Πρέπει να νοιάζεται για την ηθική!» αγορεύει σε κατάμεστες αίθουσες. «Πριν με κρίνετε, θα σας πω ένα ρητό, του οποίου την πηγή δεν είστε άξιοι να μάθετε: “Δεν υπάρχει ούτε καλό, ούτε κακό. Υπάρχει μόνο θεία παρουσία που απλώς αλλάζει μορφή”». Με τέτοιες ασυναρτησίες, ο Μανζέλ θεωρείται από τους οπαδούς του κάτι σαν μοντέρνος προφήτης μέχρι που μια οικογενειακή κρίση φουντώνει τις αντιδράσεις εναντίον του, οδηγεί σε αμφισβητήσεις των θεωριών του και το αμφιθέατρο παίρνει κυριολεκτικά φωτιά: «Αρκετά, συνάδελφοι! Σε ανώτατη σχολή είμαστε, όχι σε συναγωγή» φωνάζει ένας από τους φοιτητές του και πρώην γκρούπι του καθηγητή-σταρ. Και συνεχίζει: «Βαρέθηκα τα μυστικιστικά σας αλαμπουρνέζικα, κύριε Μανζέλ! Η εμπειρία μου να σας ακούω να παπαγαλίζετε τα λόγια του Εβραίου “φιλοσόφου” Λεβινάς, μαθητή του ναζί Χάιντεγκερ, με οδήγησε στην αγανάκτηση. Μα την πίστη μου, ούτε σε σχολή του Μεσαίωνα να ήμασταν! Παρατήστε τη φιλοσοφία, κύριε Μανζέλ! Πηγαίνετε καλύτερα να παριστάνετε τον προφήτη στα σκαλιά! Αλλά όχι εδώ! Δεν αγγίζετε την πολιτική, που είναι η μόνη και απόλυτη πραγματικότητα! Καλύτερα να δουλέψετε για να ταΐσετε τον κόσμο!» Κάτι προσπαθεί να ψελλίσει ο καθηγητής για να περισώσει την αξιοπρέπεια και τη φήμη του αλλά το κύμα της απόρριψης θα τον καταπιεί: «Αυτό το παραλήρημα δεν έχει καμιά σχέση με διάλεξη από πανεπιστημιακή έδρα! Οι “θεϊκές θεωρίες” αυτού του παλιάτσου για την αγάπη του πλησίον δεν τον έσωσαν από το μίσος της ίδιας του της γυναίκας! Εγώ φεύγω! Όσοι συμφωνούν μαζί μου ας μ’ ακολουθήσουν!» φωνάζει ο εξεγερμένος φοιτητής. Όλοι τον ακολουθούν. Με μοναδική εξαίρεση την Ελιζαμπέτ, μια όμορφη, πιστή και απολύτως παρανοϊκή φοιτήτρια που είναι ερωτευμένη με τον καθηγητή και πιστεύει ότι είναι προορισμένη να γεννήσει τον προφήτη Ιωάννη! «Στο τελευταίο σου μάθημα είδα κάτι σαν όραμα… Εσένα κι εμένα, ως τον Ζαχαρία και την Ελισάβετ της Βίβλου, να γεννάμε ένα παιδί, έναν προφήτη, και να το ονομάζουμε Ιωάννη. Αυτόν που θα δείξει στον κόσμο τον δρόμο που οδηγεί στον νέο Χριστό… Μας περιμένει μια θαυμαστή αποστολή, Αλαίν! Ένα μέλλον γεμάτο δόξα!». Κι εδώ αρχίζει η κατάδυση του Αλέν στην παραφροσύνη, στις αμφιβολίες, σε έναν κόσμο που ποτέ δεν φανταζόταν ότι υπάρχει. Θα αναμετρηθεί επώδυνα με τον νεότερο εαυτό του, θα κάνει σεξ με την Ελιζαμπέτ μέσα στον ναό της Σακρέ-Κερ, τον δεύτερο μεγαλύτερο ναό του Παρισιού μετά την Παναγία των Παρισίων, θα χρεοκοπήσει, θα πάρει μέρος σε ομαδικά όργια με ουσίες, προσευχές και παράδοξα θρησκευτικά αντικείμενα και σύμβολα, θα γίνει συνεργός σε δολοφονίες, θα ξεχυθεί γυμνός στη φύση σε ασκήσεις αυτογνωσίας, θα καταβυθιστεί στα σκοτεινότερα (ή φωτεινότερα;) μονοπάτια της ύπαρξής του, θα ταξιδέψει άθελά του στην Κολομβία για να αναγεννηθεί απαλλαγμένος από το παρελθόν του και να γίνει πατέρας ενός παιδιού που, ενάντια σε κάθε λογική, μπορεί τελικά να είναι και ο πολυαναμενόμενος Προφήτης. Στο πνεύμα του συνόλου του έργου του Jodorowsky, το απρόσμενο, το αναπάντεχο, το λυτρωτικό και το παράλογο γίνονται πραγματικά και μια μεταμόρφωση, κυριολεκτική ή μεταφορική, οδηγεί στη λύση. Ο αποσβολωμένος αναγνώστης προσπαθεί να καταλάβει τι από όλα αυτά που διαβάζει μπορεί να έχει συμβεί στην πραγματικότητα και τι στη φαντασία και στον διαταραγμένο ψυχικό κόσμο του πρωταγωνιστή. Αλλά στην Τρελή της Σακρέ-Κερ, χαρακτηριστικό δείγμα ενός μαγικού νεο-ρεαλισμού που ακριβώς γι’ αυτό και για να τον τιμήσει ολοκληρώνεται στη Νότια Αμερική, δεν υπάρχουν απαντήσεις. Υπάρχουν μόνο εξουσίες υπό διαρκή αμφισβήτηση, υπάρχουν θέσφατα, δόγματα και αξίες που γκρεμίζονται με πάταγο και με χιούμορ, χωρίς όμως να δίνουν τη θέση τους σε κάποια υποτιθέμενη αντικειμενική και κοινώς παραδεκτή λογική, αλλά σε άλλες αξίες εξίσου αμφισβητούμενες που, όπως σωστά μπορεί να υποθέσει ο αναγνώστης, με τη σειρά τους θα εκπέσουν κι αυτές κ.ο.κ. Υπό την καθοδήγηση ενός θηλυκού Ιησού που αυτοαποκαλείται «Ιησούσα» και παραδόξως έχει πολλούς πιστούς, ο καθηγητής θα αμφισβητήσει πρώτα και πάνω απ’ όλα τον εαυτό του: «Τώρα βλέπω από πού έρχονται η κούραση κι ο φόβος μου… Έχω δηλητηριαστεί! Και μάλιστα από τι; Από το ίδιο μου το εγώ!». Κι έτσι, μια ιστορία που ξεκίνησε από τη Σορβόννη και συνεχίστηκε στα πιο απίθανα μέρη του κόσμου και του μυαλού, τελειώνει και πάλι σχεδόν εκεί απ’ όπου ξεκίνησε χωρίς τίποτα να είναι ίδιο με πριν. Εκτός ίσως από την, εμμονική για τον Jodorowsky, παρουσία τού θείου που ενώ απουσιάζει όταν όλοι το προσμένουν, εμφανίζεται όταν όλοι το έχουν πια απορρίψει. Πηγή
  18. Όταν σε λένε Φρανκ Μίλερ, και έχεις καταφέρει να ανανεώσεις τον χαρακτήρα του Μπάτμαν, καθώς και να συνδέσεις για πάντα το όνομα σου με τον χαρακτήρα του Daredevil, σαν να τον είχες δημιουργήσει εσύ, έχεις κάνει και ένα πέρασμα ως σεναριογράφος στο Χόλιγουντ, έχεις γενικά φτάσει σε επίπεδα σούπερ σταρ στον χώρο των κόμικς και δεν έχεις να αποδείξεις τίποτα, αλλά παρόλα αυτά έχεις θέματα και να βγάλεις από μέσα σου και επιρροές από τις ταινίες νουάρ και δημιουργούς όπως ο Will Eisner και ο Bernard Krigstein να επιμένουν στο να βρουν έδαφος για να εκδηλωθούν, το αποτέλεσμα δεν μπορεί παρά να είναι το Sin City, μια πόλη που κανείς δεν είναι αθώος ή άσπιλος, αλλά οι καλοί ξεχωρίζουν από τους εντελούς σάπιους από το υποτυπώδη κανόνα ηθικής και αλληλοσυμπαράστασης που φροντίζουν να ακολουθούν. Επίσης δεν μπορεί παρά να είναι δική σου ιδιοκτησία, για να δείξεις τα πράγματα όπως ακριβώς θες εσύ. Και ακριβώς αυτό είναι το Sin City, μια σπουδή στο νουάρ και τον αρνητικό χώρο της σελίδας, στις εμμονές του Μίλερ και στην σκληρή αγάπη του για τους χαρακτήρες, ένα μέσο για να γίνει όσο τραχύς ή τρυφερός θέλει να γίνει, χωρίς φόβο αλλά πάρα πολύ πάθος, το οποίο καθορίζει τις πράξεις και τις αντιδράσεις των πρωταγωνιστών του κάθε τόμου, έρμαια της μοίρας τους. Άλλο ένα χαρακτηριστικό της είναι τα χρονικά μπρος-πίσω, πράγμα που επιτρέπει σε προγενέστερους χαρακτήρες να ξανακάνουν την εμφάνιση τους, χτίζοντας έτσι μια μεγάλη μετά-αφήγηση, η οποία εμπλουτίζει την αφανή πρωταγωνίστρια της σειράς, την αμαρτωλή πόλη, η οποία λειτουργεί σαν φαρμάκι στην ψυχή των κατοίκων της. Και φυσικά υπάρχουν τα σποραδικά χρώματα της τότε συζύγου του Μίλερ της Λυν Βάρλεϊ, η οποία κάνει την δική της συμβολή σε καρέ και σελίδες που χρειάζεται να δώσει ο αναγνώστης προσοχή. Η σειρά πρωτοεμφανίστηκε στις σελίδες του Dark Horse Presents τον Απρίλιο του 1991, και ολοκληρώθηκε μετά από 13 τεύχη, τον Ιούνιο του 1992. Έκτοτε, βγήκαν άλλες έξι περιπέτειες, από τις οποίες, με εξαίρεση το Αξίες Οικογένειας (Family Values) που βγήκε κατευθείαν ως Graphic Novel, όλες οι υπόλοιπες είχαν βγει αρχική ως τευχάκια και μέρη ανθολογίων, πριν βγουν σε τόμους. Η σειρά ευτύχησε να γίνει η πιο πιστή μεταφορά κόμικ στην οθόνη, ήδη θρυλική πριν την ανακαλύψει το Χόλιγουντ. Υπό άλλες συνθήκες, αυτή θα ήταν και αφορμή για κάποιον εκδότη για να την μεταφράσει στην γλώσσα μας, αλλά σε αυτή την περίπτωση είχε μεριμνήσει ήδη η Μαμούθ Κόμιξ, η οποία ξεκίνησε την σειρά από το 1998, βγάζοντας τους 2 πρώτους τόμους, το Αμαρτωλή Πόλη και το Η Κυρία Θέλει Φόνο. Το 1999 έβγαλε τον τρίτο φόνο, το Το Μεγάλο Ξεπάστρεμα και κάπου εκεί ξεκίνησα να αγοράζω τους τόμους και εγώ, με την πληροφορία που είχα πάρει τότε να λέει πως ο πρώτος τόμος είχε ήδη βγει σε δεύτερη έκδοση. Κανονικά κάπου εκεί θα είχε σταματήσει η κυκλοφορία, καθώς δεν πρέπει να πήγαν τόσο καλά όσο θα ήθελαν οι πωλήσεις των επόμενων τόμων, αλλά η έλευση της ταινίας το 2005, έκαναν το όνομα του Μίλερ εμπορεύσιμο και σε ένα πιο κάζουαλ κοινό, οπότε, 2-3 μήνες μετά την κυκλοφορία της, η Μαμούθ συνέχισε και με το τέταρτο τόμο, το Αυτός ο Σάπιος Μπάσταρδος. Μέσα στο 2007 επανακυκλοφόρησαν μάλιστα οι 4 πρώτοι τόμοι, με τον σχεδιασμό που επιμελήθηκε ο Chip Kidd και οι συνεργάτες του για την Αμερικάνικη αγορά το 2005, ένας σχεδιασμός που στόχευε στην ομοιογένεια στο ράφι/βιβλιοθήκη του συλλέκτη και που περιλάμβανε και ένα συνεκτικό σχέδιο στην ράχη των 7 τόμων, κάτι που φυσικά μπορούσε να γίνει μόνο με την γνώση πως η σειρά μάλλον έχει ολοκληρωθεί και δεν σχεδιάζει συνέχειες ο δημιουργός. Κατά την επανέκδοση, ο υπότιτλος του πρώτου τόμου άλλαξε στο Το Δύσκολο Αντίο (Αμαρτωλή Πόλη). Τον Νοέμβριο του 2007, λίγους μήνες μετά την επανέκδοση της σειράς, βγήκε και ο πέμπτος τόμος, το Αξίες Οικογένειας και ο έκτος, με τον τίτλο Πιστόλια, Πουτάνες και Ποτά τον Ιούνιο του 2008... και κάπου εκεί σκάλωσε η σειρά πάλι, φαινομενικά για πάντα, παρόλο που η Μαμούθ είχε καταχωρήσει ήδη από την κυκλοφορία του πέμπτου τόμου το ISBN και του τελευταίου. Το 2012 ήρθε η ώρα της Anubis να πάρει τα δικαιώματα στα έργα του Φρανκ Μίλερ, ξεκινώντας την εκ νέου έκδοση της σειράς με τον σχεδιασμό του 2010, βγάζοντας τον πρώτο τόμο τον Ιανουάριο και τον δεύτερο τον Ιούνιο του ίδιου έτους. Το μέγεθος των τόμων μίκρυνε σημαντικά, σε μεγέθη απλού βιβλίου. H Anubis άλλαξε και την μετάφραση των τόμων, καθώς και τους τίτλους της. Δεν ξέρω πως τα πήγε αυτή η έκδοση, ξέρω όμως πως είχαν καταχωρήσει και το ISBN του τρίτου τόμου από τις αρχές του 2013, αλλά δεν έχει δημοσιευτεί μέχρι σήμερα. Όλα έδειχναν πως άλλη μια προσπάθεια έκδοσης της σειράς θα παρέμενε ημιτελής... ...μέχρι που αποφάσισε να βγάλει η Μαμούθ και τον τελευταίο τόμο, το Για Κόλαση Αλέρετούρ, τον Ιούνιο του 2016, 8 χρόνια μετά την τελευταία κυκλοφορία τους! Κίνηση που όπως ακούγεται έγινε με την βοήθεια του Public, για να έχει την δυνατότητα να παρέχει σε προσφορά όλη την σειρά. Η ενασχόληση του Μίλερ με το Sin City τον ενθάρρυνε ώστε να γίνει πιο τολμηρός και προβοκάτορας και στα υπόλοιπα έργα του, ιδιόκτητα και μη, αντλώντας δομικά στοιχεία από αυτό εφεξής. Είναι ξεκάθαρο σημείο καμπής στην πορεία του ως δημιουργού. Ανάλογα που στέκεται ο καθένας, αυτό είτε είναι καλό και τον βοήθησε να εξελιχθεί, ή είναι το σημείο που άρχισε να... παραξενεύει. Είναι αυτό που είναι όμως και κανείς δεν μπορεί να μειώσει την επιρροή που είχε αυτή η μετάβαση του, σχεδιαστική και σεναριακή, σε άλλους καλλιτέχνες. Το σίγουρο είναι πως προτείνεται η ανάγνωση ενός από τους πρώτους τόμους τουλάχιστον σε όλους τους αναγνώστες κόμικς, για να δουν άλλη μια από τις μορφές που μπορεί να πάρει η τέχνη. Αν η ανάγνωση είναι στα Ελληνικά, θα πρότεινα να το κάνετε στην έκδοση της Μαμούθ. Δεν έχω διαβάσει τις μεταφράσεις του Μανούσου για την Anubis, αλλά άλλα δείγματα του μου έχουν δείξει πως κινείται σε ασφαλή μονοπάτια, ενώ της Μαμούθ ξέρω πως είναι στο ύφος γραφής του συγγραφέα.
  19. Το κλασικό κόμικ Λούκι Λουκ: Ένας φτωχός, μόνος και πολιτικά ορθός καουμπόι Στην τελευταία του ιστορία ο Λούκι Λουκ επιχειρεί να αποκαταστήσει τη θέση των μαύρων χαρακτήρων στην ιστορία των γαλλοβελγικών κόμικς Ο Λούκι Λουκ με τον Μπας Ριβς, τον πρώτο μαύρο χαρακτήρα που απεικονίζεται {CR}ως βασικός ήρωας σε κόμικς του φτωχού και μοναχικού καουμπόι Πριν από μερικά χρόνια, ο Ζιλιέν Μπερζό, αφού είχε κλείσει έναν σύντομο επαγγελματικό κύκλο ως καθηγητής κινεζικής ιστορίας στο Παρίσι και είχε ξεκινήσει να δημοσιεύει ως σκιτσογράφος τις ιστορίες του στον γαλλικό Τύπο, έλαβε μία από τις πιο τιμητικές προτάσεις: να αναβιώσει το κλασικό κόμικ του Λούκι Λουκ. Το τρίτο του άλμπουμ, το οποίο υπογράφει ως Jul, κυκλοφόρησε τον Οκτώβριο του 2019 στη Γαλλία με τίτλο «Un Cow-Boy dans le coton». Πρόσφατα μεταφράστηκε στα αγγλικά και στα ελληνικά κυκλοφόρησε το 2020 με τίτλο «Μπελάδες στις φυτείες» από τις εκδόσεις Μαμούθ Κόμιξ. Ο μοναχικός καουμπόι, χάρη στον νέο δημιουργό του, αποδίδει δικαιοσύνη στην κοινότητα των μαύρων αποκαθιστώντας τη θέση τους στην ιστορία των γαλλοβελγικών κόμικς. Ο Jul υπογράφει το «Μπελάδες στις φυτείες» παρουσιάζοντας στο εξώφυλλο - για πρώτη φορά ανάμεσα στα συνολικά 80 άλμπουμ Λούκι Λουκ - τον μαύρο συμπρωταγωνιστή του. Στη δική του ιστορία ο Λούκι Λουκ βρίσκεται απροσδόκητα ιδιοκτήτης μιας φυτείας βαμβακιού στη Λουιζιάνα. Οι προοδευτικές του απόψεις όμως τον φέρνουν αντιμέτωπο με τις συνήθειες των ντόπιων γαιοκτημόνων και της Κου Κλουξ Κλαν. Για να καταφέρει να ξεφύγει, βρίσκει βοήθεια από τον μαύρο ομοσπονδιακό αστυνομικό, τον οποίο ο Jul τοποθετεί στην ιστορία ισότιμα με τον Λούκι Λουκ. Είναι υπαρκτό πρόσωπο, ο Μπας Ριβς, ο πρώτος μαύρος βοηθός σερίφη που υπηρέτησε τον νόμο στα δυτικά του ποταμού Μισισιπή. Σε όλες τις προηγούμενες ιστορίες του καουμπόι οι χαρακτήρες των μαύρων είχαν εμφανιστεί μόνο στο άλμπουμ «En Remontant le Mississippi» (στα ελληνικά «Η κούρσα του Μισισιπή»), το 1961. Οι δημιουργοί του Λούκι Λουκ, Μορίς και Γκοσινί, τους είχαν απεικονίσει ακολουθώντας ρατσιστικά στερεότυπα. Αντιδράσεις Το νέο άλμπουμ κυκλοφόρησε την εποχή που στη Γαλλία γινόταν έντονη συζήτηση για τη φυλή, την αστυνομική βία και την αποικιοκρατία, καθώς τμήματα του γαλλικού κατεστημένου επέκριναν το φυλετικό ζήτημα θεωρώντας ότι αποτελεί αμερικανική επίδραση. Και η προσπάθεια του Jul για μια αποαποικιοποίηση της ιστορίας του Λούκι Λουκ προκάλεσε οργισμένες αντιδράσεις. Μπας Ριβς Το δεξιάς ιδεολογίας περιοδικό «L'Incorrect» κατηγόρησε το νέο άλμπουμ ότι «εκπορνεύει τον μοναχικό καουμπόι με τις εμμονές του παρόντος» και μετατρέπει μία από τις σημαντικότερες φιγούρες των γαλλοβελγικών κόμικς και της παιδικής φαντασίας σε μια φιγούρα «τόσο φουσκωμένη με προοδευτικό δόγμα όσο μια σειρά του Netflix». Το έντυπο «Valeurs Actuelles», προσκείμενο στην πολιτική του προέδρου Εμανουέλ Μακρόν, παραπονέθηκε ότι οι λευκοί χαρακτήρες του βιβλίου ήταν «τραγελαφικά άσχημοι» και απεικονίζονταν να υποφέρουν από «χυδαία ηλιθιότητα και κακία». Ωστόσο, το «Un Cow-Boy dans le coton» συγκέντρωσε ευνοϊκές κριτικές και ήταν το κόμικ με τις μεγαλύτερες πωλήσεις του περασμένου έτους - πουλώντας σχεδόν μισό εκατομμύριο αντίτυπα, επισημαίνουν οι «New York Times». Ενώ ορισμένοι εξέχοντες μαύροι Γάλλοι το επαίνεσαν ως σημαντική πολιτιστική στιγμή. Αμαρτίες του παρελθόντος Αξίζει να επισημάνουμε το εξής: στα κόμικς της γαλλοβελγικής σχολής δεν είναι τυχαίο ότι όλοι οι μαύροι έχουν την ίδια σωματική διάπλαση (εύσωμοι και με σαρκώδη χείλια) και τις περισσότερες φορές είναι σκλάβοι και δεν ξέρουν ανάγνωση. Για παράδειγμα, στο άλμπουμ του Αστερίξ «Ο Πάπυρος του Καίσαρα», που κυκλοφόρησε το 2015, δεν άλλαξε κάτι. Οι λίγοι μαύροι χαρακτήρες είναι πανομοιότυποι με αυτούς που δημιουργήθηκαν πριν από 54 χρόνια από τους Ουντερζό και Γκοσινί. Μια παράδοση για κάποιους, ένα αδίκημα για τους άλλους, θα σκεφτεί ο σύγχρονος αναγνώστης κόμικς. Αυτοί οι βουβοί μαύροι χαρακτήρες σχεδιάζονται κατά την κλασική αποικιακή παράδοση, με τον τρόπο του Ερζέ στο άλμπουμ «Ο Τεντέν στο Κονγκό» του 1931. Το συγκεκριμένο άλμπουμ θεωρείται ότι εκπροσωπεί την πιο χαρακτηριστική ρατσιστική αναπαράσταση των μαύρων χαρακτήρων στα κλασικά κόμικς. Άποψη που ο Πιερ Κρα, Γάλλος ειδικός της ιστορίας των κόμικς, εξηγεί στο «L' Express»: «Η παραδοσιακή απεικόνιση των μαύρων ως "άγρια" και "νωθρή" είχε ως στόχο να δικαιολογήσει την "πολιτισμένη αποστολή" του αποικισμού στην Αφρική». Για τον Κρα, αυτή η αναπαράσταση, η οποία διαρκεί περισσότερο από 60 χρόνια μετά την ανεξαρτησία των πρώην γαλλικών αποικιών, αντικατοπτρίζει την ψυχή ενός έθνους που πρέπει ακόμα να αντιμετωπίσει πλήρως το αποικιακό του παρελθόν. Πηγή
  20. Ο Flash Gordon είναι ο πατέρας όλων των διαστημικών κόμικς, αν και δεν ήταν ούτε το πρώτο κόμικ με θεματολογία του στιλ "γήινος μεταφέρεται σε άλλο πλανήτη / άλλη διάσταση / άλλη εποχή και αντιμετωπίζει κακούς δικτάτορες και τυράννους". Πρώτο ίσως κόμικς με αυτή τη θεματολογία ήταν ο Buck Rogers, αλλά και αυτός βασιζόταν σε προϋπάρχον βιβλίο, αλλά ούτε αυτό ήταν το πρώτο με παρόμοια θεματολογία, αφού την πρωτιά διεκδικεί ο Τζον Κάρτερ του Έντγκαρ Ράις Μπέροουζ. Κι όμως, ήταν ο Φλας Γκόρντον αυτός που μάλλον ξεπέρασε σε δημοφιλία και αναγνωρισιμότητα όλους τους προκατόχους του και ο λόγος για αυτήν την επιτυχία έχει ονοματεπώνυμο: Alex Raymond. Η ιστορία είναι σχετικά απλή: ο Φλας Γκόρντον, η φίλη του Ντέιλ Άρντεν και ο Δόκτωρ Χανς Ζάρκοβ ταξιδεύουν στον πλανήτη Μόνγκο, όπου αντιμετωπίζουν τον τύραννο Μινγκ τον Ανελέητο και οργανώνουν ένα είδος αντίστασης απέναντί του. Ο Ρέιμοντ υπήρξε ένας από τους πρωτοπόρους σχεδιαστές των κόμικς και η γραμμή του εντυπωσιάζει ακόμη και σήμερα με την απλότητα, αλλά και τη λεπτομέρειά της. Αν και τα καρέ του υπήρξαν αρκετά στατικά, λόγω των περιορισμών της αφήγησης εκείνης της εποχής και αν και οι εκφράσεις των προσώπων φαίνονται ορισμένες φορές λίγο στημένες και επηρεασμένες από πόζες του βωβού κυρίως κινηματογράφου, τα σχέδιά του έχουν μια δύναμη, που εντυπωσιάζει ακόμη και σήμερα, κυρίως επειδή ο Ρέιμοντ κατόρθωνε να συλλαμβάνει την ουσία της υπόθεσης και να προσφέρει σχέδια, που αποτυπώνουν τις πιο σημαντικές στιγμές δράσης ή συναισθημάτων. Φυσικά, υπήρξαν πολλοί άλλοι σχεδιαστές και σεναριογράφοι, που πέρασαν από το κόμικ και κάποια από αυτά τα είδαμε και στην Ελλάδα και πριν από τη συγκεκριμένη έκδοση, όπως για παράδειγμα στο περιοδικό "Βέλος", στο οποίο όμως δεν δημοσιεύτηκαν ιστορίες του Ρέιμοντ. Νομίζω, ότι είχαν δημοσιευτεί ιστορίες και στο "Μπλεκ" αλλά δεν θυμάμαι πότε, ούτε αν ήταν του Ρέιμοντ. Ο Ρέιμοντ έγραφε ο ίδιος τα σενάρια σε συνεργασία με τον συγγραφέα Don Moore, ο ρόλος του οποίου μπορεί να είναι πολύ μεγαλύτερος, από όσο ξέρουμε. Η αφήγηση είναι εντελώς ξεπερασμένη σήμερα και αυτό είναι και το μεγαλύτερο ελάττωμα του κόμικ στα σημερινά μάτια: αρκετή αφήγηση και λιγότερος διάλογος και αποσπασματική δράση, που οφείλεται και στο γεγονός ότι το κόμικ δημοσιευόταν σε εφημερίδες και έπρεπε να προχωρήσει η αφήγηση κρατώντας το ενδιαφέρον του αναγνώστη. Όπως και να το δει κανείς όμως, ανήκει σε μια άλλη εποχή. Θα ήθελα όμως να σημειώσω, για να μην περάσει απαρατήρητο, ότι λόγω της έντονης αντιδικτατορικής συμπεριφοράς των ηρώων, το κόμικ είχε απαγορευτεί σχεδόν σε όλες τις φασιστικές χώρες κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1930. Το 1981 και προφανώς υπό την επίδραση της μάλλον αποτυχημένης ταινίας του 1980, η οποία παραπαίει επικίνδυνα μεταξύ κιτς και καλτ, η Μαμούθ Κόμιξ κυκλοφορεί έναν ωραίο τόμο με μαλακό εξώφυλλο, ο οποίος περιείχε την ιστορία "Ο Τύρανος (sic) του Μόνγκο". 90 ασπρόμαυρες σελίδες μεγάλου σχήματος και σε ωραίο χαρτί, που αναδεικνύουν το σχέδιο του Ρέιμοντ, ωραία μετάφραση, εισαγωγή από τη δημοσιογράφο και μεταφράστρια Ροζίτα Σώκου, βιογραφία του Ρέιμοντ από τον All Williamson, πρόλογο για τα κόμικς στριπ από το Maurice Horn, αλλά και περίληψη των μέχρι εκείνη τη στιγμή γεγονότων του κόμικ. Όλα αυτά δείχνουν τη σοβαρότητα με την οποία προσέγγισε την έκδοση η Μαμούθ. Μόνο μειονέκτημα είναι, το ότι πρακτικά η ιστορία μένει στη μέση, αφού υπήρχε και συνέχεια, την οποία η Μαμούθ δεν δημοσίευσε ποτέ. Η εκδοτική ενέταξε το κόμικ σε μια νέα σειρά, που ονόμασε "Υάκινθο" και στην οποία δημοσιεύτηκαν μόνο δύο, νομίζω, ακόμη κόμικς, αλλά πολύ σημαντικά και τα δύο, ο "Σιμιόττο" του Μανάρα και ο "Φριτς ο Γάτος" του Ρόμπερτ Κραμπ. Αν ενδιαφέρεστε να διαβάσετε τον ορισμό του κλασικού κόμικ, σίγουρα θα πρέπει να διαβάσετε και Φλας Γκόρντον. Αν όμως, βαριέστε την πολύ κλασική αφήγηση, αυτό το κόμικ δεν είναι για εσάς. Η έκδοση της Μαμούθ είναι δύσκολο να βρεθεί και δυστυχώς οι τιμές ανεβαίνουν. Όλα τα σκαναρίσματα έγιναν από εμένα. Πηγές για περαιτέρω μελέτη: Alex Raymond Flash Gordon
  21. Η ιστορία της Μπλανς Επιφανί, νεαράς, χυμώδους και ανέγγιχτης καλλονής, ήντινα εποφθαλμιά και τυραννεί ο διαβολικός τραπεζίτης Αντολφύς (όνομα κάθε άλλο παρά τυχαίο, καθότι ενθυμίζει δικτάτορα τινά) και την υποβάλλει σε μύρια όσα βασανιστήρια, προκειμένου να της αποσπάσει την αγνότητά της, και την οποία προστατεύει ο ηρωικός Ντεφεντάρ (όνομα και πράγμα!) η ιστορία αυτή λοιπόν, συνελήφθη και έγινε πραγματικότητα υπό των κκ Ζακ Λομπ (σενάριο) και Ζορζ Πισάρ (σχέδιο), εξεδόθη (η ιστορία, όχι η αγνή Μπλανς) εν έτει 1967 και ολοκληρώθηκε (;) εις 5 τόμους, ο ύστατος εκ των οποίων κυκλοφόρησε το 1987, ακολουθημένων υπό ενός ακόμη τόμου, ο οποίος κατά πάσα πιθανότητα ήτο λεύκωμα σχεδίων (βαρβαριστί: σκετσμπουκ), καθότι ετέθη σε κυκλοφορία το πολύ κοντινό 2019, ενώ οι δύο δημιουργοί είχαν ήδη εγκαταλείψει τον μάταιο ετούτο κόσμο. Το έργο αφηγείται τις περιπέτειες και τα βάσανα της νεαρής κορασίδος στα πέρατα της οικουμένης, έχον χιουμοριστικό κυρίως περιεχόμενο, το οποίο διακωμωδεί τις επιφυλλίδες, αίτινες ήτο εξαιρετικά δημοφιλείς τα παλαιά χρόνια εν Γαλλία και ουχί μόνο. Ταυτοχρόνως, περιέχει και σαφώς ερωτικό περιεχόμενο, καθότι η νεαρά Μπλανς αναγκάζεται διαρκώς να απεκδυθεί τα ιμάτιά της και να περιφέρεται διαρκώς γυμνή ή ημίγυμνη. Αμφότεροι οι δημιουργοί υπήρξαν παραγωγικότατοι στο χώρο των εικονογραφημάτων. Εντελώς ενδεικτικώς, ο μεν Λομπ συνηργάσθη μετά του κκ Φίλιππου Δρυιγέ (Philippe Druillet) σε περιπέτειες του ήρωος Lone Sloane, υπήρξε δε και συνδημιουργός του εικονογραφήματος "Le Transperceneige" (γνωστού και ως Snowpiercer εις ετέρα βαρβαρική γλώσσα), μεταφερθέντος και στον κινηματογράφο, υπό του μετέπειτα Οσκαρούχου εκ Νοτίου Κορέας ορμώμενου κκ Bong Joon-ho. Ο δε Πισάρ εικονογράφησε πλείστα εικονογραφήματα ερωτικού περιεχομένου κυρίως, γνωστότερο εκ των οποίων είναι, πιθανότατα, η "Πωλέτ" σε σενάριο του θανόντα υπό των τρομοκρατών του Ισλαμικού Κράτους κκ Ζορζ Βολενσκί. Δύσκολο να εκτιμηθεί το έργο τη σήμερον ημέρα, αφού ανήκει σε μια ετέρα περίοδο της ιστορίας των κόμικς. Οι υπερβολές και οι εύκολες συμπτώσεις σαφώς παρωδούν τις σειρές μυθιστορημάτων και ταυτόχρονα σατιρίζουν ανηλεώς τη γαλλική κοινωνία και διαφόρους πτυχάς της πολιτικής της, όπως επί παραδέιγματι η αποικιοκρατία, αλλά η υπερβολική δόση γυμνού πιθανώς προσφέρει άφθονο οφθαλμόλουτρο στο αρσενικό κοινό, το οποίον την εποχή εκείνη δεν είχε πολλές διεξόδους, δια να δει γυμνό. Με τα σημερινά κριτήρια, είναι πιθανόν τα εν λόγω λευκώματα να θεωρηθούν, όχι αδίκως, ως σεξιστικά, τότε όμως έκαναν μεγάλη εντύπωση και γνώρισαν μεγάλη επιτυχία. Το έργο δημοσιεύτηκε εν Ελλάδι το 1983 εκδοθέν υπό μιας γνωστής εταιρείας, που ασχολείται ακόμη με εικονογραφήματα και φέρει το όνομα εκλιπόντος μαστόδοντου. Κυκλοφόρησαν συνολικά δύο λευκώματα, τον Φεβρουάριο και τον Μάρτιο του 1983, αντιστοίχως, τα οποία αντιστοιχούν εις τα δύο πρώτα λευκώματα της Εσπερίας, εκδοθέντα αντιστοίχως εις 1976 και 1977. Τα λευκώματα της Μαμούθ ενετάχθησαν στην άρτι συσταθείσα σειρά "Συλλογή ΖΟΟ" φέροντα τους αριθμούς 1 και 2. Εντούτοις, το εικονογράφημα ήταν ήδη γνωστό στη χώρα μας και προσωπικώς είμαι σίγουρος, ότι το είχα διαβάσει στο γνωστό περιοδικό "Ταχυδρόμος". Η ηρωίς του έργου έγινε και τραγούδι του σπουδαίου Έλληνα συνθέτη, κκ Μάνου Χατζιδάκι, ευρισκόμενο στο δίσκο "Πορνογραφία" του 1982. Η Ελλάδα σου μοιάζει Μπλανς Επιφανί - YouTube Η μετάφρασις εις την ελληνικήν γλώσσαν έγινε υπό της Έλενας Ακρίτα, ήτις εδημιούργησε μια τεχνητή γλώσσα βασισμένη στην καθαρεύουσα, προκειμένου να αποδώσει στη γλώσσα μας την υπερβολικήν γλώσσαν του Λεμπ και την οποία προσπαθεί εις μάτην να μιμηθεί το κείμενο, που διαβάζετε εδώ και κάποια λεπτά της ώρας. Προσωπικώς, θεωρώ τη συγκεκριμένη μετάφραση μια από τις κορυφαίες στο χώρο των μεταφρασμένων στη χώρα μας εικονογραφημένων και δια αυτό και μόνον αξίζουν να αναζητηθούν τα λευκώματα. Τα λευκώματα είναι, φυσικώς, προ πολλού εξαντλημένα, αλλά εμφανίζονται τακτικώς. Εξ όσων γνωρίζω, δεν υπάρχει μετάφραση των περιπετειών της Μπλανς εις την αγγλικήν γλώσσαν. Άπασαι αι σαρώσεις εγένοντο υπ'εμού. Πηγαί δια περαιτέρω μελέτη: βεδετέκ
  22. Μπορεί φέτος να μην έχει κάλαντα αλλά έχει Giveaway! Για το χριστουγεννιάτικο 3o πακέτο το comicstreet.gr και το comicstrip.gr προσφέρουν το τελευταίο Λουκυ Λουκ - Μπελάδες στις φυτείες των εκδόσεων Μαμούθ και το Berlin - Πρώτος Θάνατος των Αθανασιάδη και Κούρτη των εκδόσεων Jemma Press. Πείτε μας ποια κόμικ σκοπεύετε να αγοράσετε ή να διαβάσετε από το νέο έτος στο θέμα αυτό και αυτομάτως έχετε μια συμμετοχή. Η κλήρωση θα πραγματοποιηθεί με το commentpicker.com την Κυριακή 27/12/2020 και ο τυχερός θα λάβει τα κόμικ του ταχυδρομικά. Έγκυρες συμμετοχές λαμβάνονται από τα ποστ που θα γίνουν έως και το Σάββατο 26/12/2020 στις 23:59. Θα ακολουθήσουν και άλλα πακέτα! Όσα μέλη ανήκουν στην κατηγορία Founders, δεν συμμετέχουν στο GiveAway Το GiveAway πραγματοποιείται με τη συνέργεια του Starcomics και του Comicstrip
  23. Πιο αντιρατσιστής και από τη σκιά του Γιάννης Ιατρού Στο τελευταίο Λούκυ Λουκ, που κυκλοφόρησε τον Νοέμβριο του 2020 στα ελληνικά από τις εκδόσεις Μαμούθ Κόμιξ με τίτλο «Μπελάδες στις φυτείες», ο Λούκυ Λουκ, ο καουμπόι που «πυροβολεί πιο γρήγορα κι απ’ τη σκιά του», έρχεται αντιμέτωπος με έναν από τους πιο δύσκολους εχθρούς που έχει συναντήσει μέχρι σήμερα: τον φυλετικό ρατσισμό Θέτοντας στο επίκεντρο ένα δυστυχώς διαχρονικά επίκαιρο κοινωνικοπολιτικό ζήτημα, το δημιουργικό δίδυμο των Achde’ (σχέδιο) και Jul (σενάριο) γράφει μία από τις καλύτερες μέχρι σήμερα ιστορίες με τον φτωχό και μόνο καουμπόι, με φόντο την ιδιαίτερη νότια πολιτεία της Λουιζιάνα, με τους βάλτους με πεινασμένους κροκόδειλους, τα μεγαλόπρεπα κυπαρίσσια με τους φαλακρούς αετούς και τα κοκκινόφτερα κοτσύφια, το άρωμα μανόλιας και το κατάλευκο βαμβάκι, το «άσπρο χρυσάφι». Κάνοντας ένα διάλειμμα από την κουραστική ζωή του καουμπόι, ο Λούκυ Λουκ βρίσκεται σε διακοπές στην ήσυχη Νιτσεβονάτντα, «το πιο ήσυχο μέρος σε όλο το Κάνσας». Από την αρχή της ιστορίας, ο έγχρωμος πληθυσμός της Αμερικής του 19ου αιώνα τοποθετείται στο προσκήνιο και ενσαρκώνεται σε μία από τις πιο λαμπρές εκφάνσεις του: οι δημιουργοί επιλέγουν τον Μπας Ριβς, τον πρώτο μαύρο βοηθό μάρσαλ που διορίστηκε δυτικά του Μισισιπή και δεινό σκοπευτή, του οποίου τα κατορθώματα αποτελούν διαχρονική πηγή έμπνευσης για τη μυθιστοριογραφία του Φαρ Ουέστ –πάνω του στηρίχτηκε άλλωστε εν πολλοίς και ο κινηματογραφικός Τζάνγκο του Ταραντίνο–, ως το υπαρκτό πρόσωπο που θα συμμετέχει εν είδει συμπρωταγωνιστή στην ιστορία τους. Η θρυλική μορφή του Μπας Ριβς χαίρει της εκτίμησης του εξίσου θρυλικού, πλην όμως φανταστικού πρωταγωνιστή μας, αφού εκμυστηρεύεται πως έχει μάθει πολλά χάρη σε εκείνον. Από την αρχή της ιστορίας, ο σερίφης Μπας έχει συλλάβει τους Ντάλτον, στη θέση του Λούκυ Λουκ, αναδεικνύοντας με αυτόν τον τρόπο τη θέση των δύο ανδρών ως ίσων. Κάπου εκεί, ο Λούκυ Λουκ πληροφορείται πως έχει κληρονομήσει την πλούσια κυρία Πινκγουότερ, την ιδιοκτήτρια της μεγαλύτερης φυτείας βαμβακιού στη Λουιζιάνα. Η πραγματικότητα έρχεται να αναιρέσει τη μόνιμη επωδό του «φτωχού και μόνου καουμπόι» με την οποία συνηθίζεται να κλείνει κάθε τεύχος της σειράς, όντας πλέον «ο πιο πλούσιος άνθρωπος της Λουιζιάνα»! Μεταφερόμαστε έτσι στον αμερικανικό Νότο, σε μια εποχή λίγο μετά τον εμφύλιο και τη νομοθετική κατάργηση της δουλείας, ένα πρώτο βήμα προς την εξισορρόπηση των δικαιωμάτων μεταξύ μαύρων και λευκών. Ομως, δυστυχώς, δεν έχουν αλλάξει και πολλά. Οι μαύροι, οι οποίοι τα προηγούμενα χρόνια μεταφέρονταν από την Αφρική ως σκλάβοι για να εργάζονται στα καπνά, το ζαχαροκάλαμο και το βαμβάκι, συνεχίζουν να αντιμετωπίζονται από την αριστοκρατική ελίτ των λευκών γαιοκτημόνων ως «κατώτερη φυλή». Ενα τέτοιο καθεστώς δεν αλλάζει έτσι εύκολα. Σε όλες τις σκηνές χλιδής των μεγάλων σαλονιών υπάρχει ένας έγχρωμος υπάλληλος – εργάτης, σερβιτόρος, υπηρέτης, σομελιέ. Στην καθημερινότητα, οι μαύροι αλληλεπιδρούν φοβικά με τους λευκούς πολίτες, ακόμα και μετά την ψήφιση της 13ης Τροπολογίας. Έτσι, όταν ο Λούκυ Λουκ έρχεται σε επαφή με τους μαύρους εργάτες της νεοαποκτηθείσας βαμβακοφυτείας του, ταράζει τα νερά της λουιζιάνικης «κανονικότητας». Όταν ο καουμπόι προσφέρει μια απλόχερη χειραψία στον μαύρο επιστάτη που τον υποδέχεται, γινόμαστε μάρτυρες ενός πολιτισμικού σοκ, που συνοψίζεται στη φράση του: «Πρώτη φορά μου σφίγγει το χέρι λευκός». Όταν μια μαύρη εργάτρια εξανίσταται εξ ονόματος όλων για την εξαθλίωση, όλοι περιμένουν ως λογική εξέλιξη ότι θα ξυλοφορτωθεί ή θα εκτελεστεί, έχοντας συμφιλιωθεί με την τραγική μοίρα που τους επιφυλάσσει ο «πολιτισμός» των λευκών. Ο σκοπός του Λούκυ Λουκ είναι να παραλάβει την κληρονομιά και να μοιράσει τη γη στους εργάτες της, κάτι που αντιμετωπίζεται με εύλογη επιφύλαξη από τους έγχρωμους εργάτες και αναστάτωση για το status quo από την «άρχουσα τάξη» της περιοχής. Χαρακτηριστικότερη αποτύπωσή της είναι ο φανατισμένος ρατσιστής Κούκου, ο οποίος συνηθίζει να χαράζει τα αρχικά του στο πετσί όλων των σκλάβων με πυρωμένο σίδερο. Όταν πλησιάζει, όλοι τρέχουν πανικόβλητοι. Αποτελεί την πρώτη επαφή με την αφρόκρεμα της λουιζιάνικης ελίτ, των ξιπασμένων λευκών αστών οι οποίοι περιφρονούν τους μαύρους, θεωρώντας τους υπανθρώπους, ενώ αναφέρονται σε ξυλοδαρμούς, λιντσαρίσματα και απαγχονισμούς σαν να είναι φυσιολογικά! Ο ήρωάς μας γίνεται μάρτυρας των βαθιά ρατσιστικών αντιλήψεων που φωλιάζουν στα προβληματικά, μισάνθρωπα μυαλά όσων επιλέγουν να υποβιβάζουν την ανθρώπινη αξία και υπόσταση μιας μερίδας του πληθυσμού με γνώμονα... το χρώμα του δέρματός τους! Δεν σιωπά, αλλά επιλέγει να αντιδράσει: «Εγώ, ξέρετε, ποτέ δεν ξεχώριζα χρώματα...». Μια φράση που για τους παρευρισκόμενους και τη ρατσιστική κανονικότητά τους δεν μπορεί παρά να σημαίνει ότι... υποφέρει από δυσχρωματοψία! Η άρνησή του να δεχτεί αυτόν τον παραλογισμό και η πρόθεσή του να αναδιανείμει την περιουσία του στους μαύρους εργάτες της φυτείας, δεν αργούν να τον θέσουν στο στόχαστρο της νεοσύστατης τότε Κου Κλουξ Κλαν. Δεν είναι η πρώτη φορά που ο Λούκυ Λουκ τάσσεται υπέρ των αδύναμων. Από την εποχή του Μορίς και του Γκοσινί, στην «Κληρονομιά του Ραντανπλάν» παίρνει το μέρος των Κινέζων της Βιρτζίνια Σίτι, ενώ στην ιστορία «Σύρματα στα Λιβάδια» συνδράμει τους φτωχούς αγρότες έναντι των πλούσιων κτηνοτρόφων. Είναι, ωστόσο, η πρώτη φορά που οι δημιουργοί του επιλέγουν να θέσουν με τέτοια ένταση ένα κοινωνικοπολιτικό ζήτημα, όπως αυτό του ρατσισμού, στον πυρήνα της ιστορίας και να πάρουν τόσο ξεκάθαρη θέση. Η επιλογή τους αυτή όχι μόνο δεν λειτουργεί εις βάρος της ιστορίας, αλλά εξηγείται απόλυτα αν λάβει κανείς υπόψη του πως, αιώνες μετά, δεν φαίνεται να έχουν αλλάξει τόσα πολλά. Οι μαύροι εξακολουθούν να βιώνουν διακρίσεις και η ρατσιστική ρητορική συνεχίζει να βρίσκει όλο και περισσότερα ευήκοα ώτα, διοχετευόμενη από την κλιμακούμενη άνοδο της Ακροδεξιάς ή της εκμοντερνισμένης εκδοχής της alt-right. Ακόμα, σε πολλές περιπτώσεις, όπως συνέβη πρόσφατα στην Αμερική, να αντικατοπτρίζεται στην αντιμετώπιση των έγχρωμων πολιτών, όπως ο Τζορτζ Φλόιντ, από τις αστυνομικές αρχές. Στον απόηχο του κινήματος «Black Lives Matter» και της έντονης ανησυχίας του δημοκρατικού κόσμου για την επιμονή αντίστοιχων φαινομένων, το νέο άλμπουμ του Λούκυ Λουκ, που βρίθει ιστορικών και λογοτεχνικών αναφορών, όπως ο Τομ Σόγιερ και ο Χάκλμπερι Φιν, και αναχρονισμών, όπως για παράδειγμα η αναφορά στον Μπαράκ Ομπάμα και την Οπρα, τοποθετείται με σαφήνεια στη σωστή μεριά της Ιστορίας και αποδεικνύει τον διδακτικό ρόλο που συνεχίζει -και οφείλει- να παίζει η 9η Τέχνη στις σύγχρονες κοινωνίες. Πηγή
  24. Ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος μαίνεται στην Αφρική, που παραμένει τεμαχισμένη σε ευρωπαϊκές αποικίες και προτεκτοράτα. Τον Οκτώβριο του 1940, οι ιταλικές δυνάμεις στα κατεχόμενα εδάφη της Λιβύης, της Αιθιοπίας, της Ερυθραίας και της Σομαλίας νοιώθουν τον βρετανικό κλοιό να σφίγγει επικίνδυνα γύρω τους. Αιχμή του δόρατος είναι το Long Range Desert Group, μια μονάδα ανορθόδοξου πολέμου, που αναλαμβάνει αποστολές αναγνώρισης, κατασκοπίας και σαμποτάζ. Οι Σκορπιοί της Ερήμου ανήκουν στην πιο παραγωγική περίοδο του Hugo Pratt και προσωπικά το συγκαταλέγω στα καλύτερα έργα του. Πρωτοεμφανίστηκαν στο τεύχος 28 του περιοδικού Sgt. Kirk, το 1969, δύο χρόνια δηλαδή μετά την Μπαλάντα της Αλμυρής Θάλασσας. Πρόκειται για μια περιπέτεια στην έρημο, γεμάτη κατασκόπους, κυνήγια θησαυρών και αναφορές στην κουλτούρα της εποχής (από την Josephine Baker ως τους Λογχοφόρους της Βεγγάλης). Παρότι μιλάμε για ένα πολεμικό κόμικ, οι ηρωικές στιγμές είναι περιορισμένες και επικρατεί (με ειρωνεία και διακριτικότητα) η κριτική του δημιουργού στον πόλεμο και την αποικιοκρατία. Οι σελίδες είναι από κάποια γαλλική έκδοση Τα γεγονότα που διαβάζουμε, είναι εμπνευσμένα από ιστορικά γεγονότα και αληθινές καταστάσεις. Λογικό, καθώς ο Pratt έζησε ως παιδί και έφηβος στην ιταλοκρατούμενη Αιθιοπία. Σύμφωνα δε με την εισαγωγή του Didier Platteau (εκδότης και φίλος του Pratt) ο Υπίλαρχος Κοΐνσκυ, πρωταγωνιστής του κόμικ, ήταν υπαρκτό πρόσωπο και μέλος του LRDG. Άλλες ιστορικές προσωπικότητες που εμφανίζονται είναι ο Αυτοκράτορας Haile Selassie και ο Ταγματάρχης Orde Wingate. Ωστόσο, ο σημαντικότερος και πιο αινιγματικός χαρακτήρας είναι ο Κους, ένας Μπενί-Αμέρ επαναστάτης, ο οποίος έχει μείνει στην κομιξική ιστορία ως αυτός που γνωστοποιεί στον αναγνώστη το τέλος (;) του φίλου του, Κόρτο Μαλτέζε, στον Ισπανικό Εμφύλιο. Το σχέδιο είναι το τυπικό πρατικό σχέδιο, λεπτομερές σε κτίρια και οχήματα και αδρό στα πρόσωπα. Είναι σημαντικά αρτιότερο από την Μπαλάντα της Αλμυρής Θάλασσας, αν και ίσως δεν έχει φτάσει στη μέγιστη ωριμότητα. Η ιστορική ακρίβεια των στολών και του εξοπλισμού είναι δεδομένη, καθώς ως γνωστόν ο Pratt είχε πάθος με την τεκμηρίωση. Στην Ιταλία, ακολούθησαν κι άλλα άλμπουμ από τον Hugo Pratt κι αργότερα από άλλους δημιουργούς. Η έκδοση της Μαμούθ, που κυκλοφόρησε το 1999 σε μετάφραση της Μαρίας Ανδρεαδάκη, αντιστοιχεί στο πρώτο άλμπουμ. Μην σας φοβίζει αυτό, όμως, καθώς διαβάζεται τελείως αυτόνομα. Μπορεί να βρεθεί ακόμη, αλλά δεν θα μου έκανε εντύπωση αν εξαντληθεί σε λίγο καιρό.
  25. (Μαμούθ Comix) (Μικρός Ήρως) Εντάξει. Θα μπορούσε να λέγεται "Τα νεανικά χρόνια του Ρασπούτιν" ή "Ένα επεισόδιο από τον βίο του Τζακ Λόντον". Είναι ολοφάνερο ότι η ιστορία αυτή είναι ελλιπής. Είναι επίσης ολοφάνερο ότι είναι αναπόσπαστο μέρος μιάς μεγαλύτερης ιστορίας που δεν ολοκληρώθηκε ποτέ, είτε γιατί ο θάνατος του Pratt την πρόλαβε, είτε γιατί όπως διάβασα στα πληροφοριακά στοιχεία, ο Pratt ήρθε σε διαφωνία με τον εκδότη του. Έχω την εντύπωση ότι ο Pratt ήθελε μάλλον να σκιαγραφίσει την προσωπικότητα του Ρασπούτιν ή να αποτίσει ένα φόρο τιμής στον Τζακ Λόντον. Ο Κόρτο εμφανίζεται ελάχιστα και μόνο στο τέλος του τόμου, όχι της ιστορίας. Η ίδια η ιστορία έχει πολλά κενά. Δεν μαθαίνουμε το γιατί βρέθηκε ό Κόρτο στο επίκεντρο του Ρωσοϊαπωνικού πολέμου, ενώ από τα πληροφοριακά στοιχεία διαβάζουμε ότι με το ξέσπασμά του, πήγε εκεί κατευθείαν. Δεν μαθαίνουμε γιατί ένας ναυτικός όπως ο Κόρτο βρέθηκε βαθιά, μέσα σε μιά ηπειρωτική πόλη, από την οποία όπως ο ίδιος λέει "θα προσπαθήσει" να φύγει για το λιμάνι. Και πολλά άλλα ακόμα. Κρίμα πάντως που δεν ολοκληρώθηκε, θα είχε ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Διαισθάνομαι επίσης ότι μέσω του Κόρτο, ο Pratt θα καταπιανόταν με το κλασικό θέμα των ορυχείων του Σολομώντα και του χαμένου βασιλείου του Σαββά. Η ιστορία κυκλοφόρησε για πρώτη φορά στην Ελλάδα το 2012 από την Μαμούθ και επανακυκλοφόρησε πρόφατα από τις εκδόσεις Μικρός Ήρως. Έτσι έρχεται και η αναπόφευκτη σύγκριση των δύο εκδόσεων. Καλύτερης ποιότητας σε χαρτί της Μαμούθ έχει και ένα ακόμα πλεονέκτημα. Λίγο μεγαλύτερη σε μέγεθος, επιτρέπει στα καρέ να απλώνονται ανετότερα. Το μέγεθος της γραμματοσειράς που χρησιμοποιεί η Μαμούθ είναι μεγαλύτερο από αυτό της Μικρός Ήρως. Έτσι καλύπτεται μεγαλύτερη επιφάνεια στα μπαλονάκια, ενώ στα αντίστοιχα της Μικρός Ήρως μένουν μεγάλα και αδικαιολόγητα άσπρα κενά. Δεν μπορώ να κρίνω εύκολα αν μου άρεσε καλύτερα η Α/Μ έκδοση της Μαμούθ από έγχρωμη της Μικρός Ήρως. Γενικά τον Pratt τον προτιμώ σε Α/Μ απόδοση, όμως κάποια έγχρωμα καρέ ήταν πιό όμορφα. Η Α/Μ απόδοση βοηθά το αφαιρετικό σχέδιο του Pratt να αναδειχθεί καλύτερα. Η έγχρωμη θα έλεγα ότι ταιριάζει καλύτερα σε πιό λεπτομερές σχέδιο. Η μετάφραση του Τομπαλίδη της Μικρός Ήρως ήταν πολύ πιό στρωτή και κατανοητή από την αντίστοιχη του Τσιόφφι της Μαμούθ που ήταν περισσότερο ξύλινη. Και τέλος τα πληροφοριακά στοιχεία. Διαφορετικά στις δύο εκδόσεις, θα έπρεπε να συμπεριλαμβάνονται όλα και ακόμα πολλά άλλα που είχαν οι ξένες εκδόσεις και παραλήφθηκαν, τόσο από την Μαμούθ όσο και από την Μικρός Ήρως. Βοηθάνε πολύ στην καλύτερη κατανόση της ιστορίας, αλλά και του περιβάλλοντος στην οποία διαδραματίζεται. Φυσικά όσα πιό πολλά διαβάζεις από την άλλη, τόσα πιό πολλά κενά στην ιστορία εντοπίζεις. Ακόμα δεν μου άρεσε που στην έκδοση της Μαμούθ έμειναν αμετάφραστα τα κείμενα από τα στριπς που ανακαλύφθηκαν μετά τον θάνατο του Pratt της συνέχειας της ιστορίας. Η μετάφραση παρατίθεται σε ξεχωριστή σελίδα, ενώ στην έκδοση της Μικρός Ήρως μεταφράζονται κατευθείαν τα μπαλονάκια. Γενικά μάλλον η ιστορία αφορά τους φανς του Pratt και διαβάζεται καθαρά για ιστορικούς λόγους.
×
×
  • Create New...