Search the Community
Showing results for tags 'Βασίλης Λώλος'.
-
Τις τελευταίες μέρες ο Βασίλης Λώλος δημοσίευσε μια νέα σειρά webcomics στο webtoon και είναι πολύ αξιόλογη. Προς τo παρόν έχει δημοσιεύσει 3 μικρές ιστορίες και φαντάζομαι ότι θα έχει και συνέχεια Πρόκειται για μια σειρά από παράξενες ιστορίες, που έχουν επιρροές από Twilight zone, ταινίες του David Cronemberg και το πρόσφατο black mirror, καθώς έχουν σχέση και με τεχνολογία. Το 1-Bit Horror έχει να κάνει με μυστήριες δισκέτες και βιντεοκασέτες (και ότι άλλο μυστήριο γεννηθεί στο μυαλό του δημιουργού), τεχνολογία μιας άλλης, όχι και τόσο μακρινής εποχής και τη σχέση του με την ανθρώπινη επιθυμία. Τα κόμικς αυτά είναι πολύ καλοφτιαγμένα και στυλιζαρισμένα, με εμφανείς manga επιρροές, σχεδιασμένα με old-school τεχνοτροπία 1-bit pixel, ώστε να θυμίζουν ρετρό video games. Η ατμόσφαιρα είναι spooky και το αποτέλεσμα δείχνει πολύ φρέσκο. Μπορείτε να το βρείτε εδώ. Οι ιστορίες είναι στα αγγλικά, αλλά δεν θα δυσκολευτούν κι όσοι δεν είναι αρκετά εξοικειωμένοι με τη γλώσσα. Τα short stories που έχουν κυκλοφορήσει μέχρι στιγμής είναι: Electromancy: The Mothmen in the disks The VHS Rewind Agency Part 1 The VHS Rewind Agency Part 2 Αξίζει να το τσεκάρετε
- 4 replies
-
- 17
-
-
-
- Βασίλης Λώλος
- webtoon
-
(and 1 more)
Tagged with:
-
Πρώτη Κυκλοφορία: 30-11-2019 Μου αρέσει όταν οι αποτυχίες όσων προηγήθηκαν δεν λειτουργούν ανασταλτικά για όσους αποφασίσουν να βαδίσουν σε παραπλήσια μονοπάτια, αλλά σαν παράδειγμα για το τι διαφορετικό θα μπορούσε να γίνει. Ακόμα και αν δεν καταφέρουν να πετύχουν, η εναλλακτική είναι το μαράζωμα, το οποίο απεύχομαι. Με αυτό το σκεπτικό, καλωσόρισα τα νέα της κυκλοφορίας ενός νέου περιοδικού-ανθολογίας κόμικς με τον τίτλο Epifany Comics της Phase Productions. Επηρεασμένο ξεκάθαρα από την τωρινή μορφή του 2000ad, το περιοδικό περιέχει 7 ιστορίες κόμικς, 1 διήγημα και 3 μόνιμες (απ' όσο καταλαβαίνω) στήλες αρθρογραφίας. Το δε περιεχόμενο των κόμικς έχει κάτι για σχεδόν όλα τα γούστα. Την περιπέτεια με στοιχεία κοινωνικής κριτικής του Στρατιώτη Κέιν, του Κώστα Παντούλα. Τις ντελιριακές καφρίλες του He-Punk and the Bastards of the Universe του Βασίλη Λώλου. Τις μυστηριακές-τρόμου στιγμές του Growwwl του Captain Jimmy & Βασίλη Χειλά. Το μελλοντολογικό-anime σκηνικό του Talos σε μια Αθήνα του μέλλοντος του Γιώργου Κωνσταντόπουλου και του Κώστα Παντούλα. Το επηρεασμένο από moebius και sci-fi σκηνή Blood Cracker του Βασίλη Γέρκου και Βασίλη Χειλά. Το manga Old Man Time του Γιάννη Δαλκίδη. Και την σπλατεριά Οι Ψίθυροι του Άδη, επηρεασμένη από τον Κλάιβ Μπάρκερ, και άλλους άρχοντες του τρόμου, του Βασίλη Ζήκου. Όλες οι ιστορίες συνεχίζονται και στο επόμενο τεύχος, με πιθανή εξαίρεση τους Ψιθύρους του Άδη. Φυσικά σε μια ανθολογία είναι αδύνατο να αρέσουν σε όλους τα πάντα. Έτσι και σε αυτή την περίπτωση, κάποιες ιστορίες μου άρεσαν και κάποιες με άφησαν παγερά αδιάφορο. Δεν βρήκα καμιά που να με ξετρελάνει, αν και 2-3 από αυτές πιστεύω πως μας άφησαν πάνω στο καλύτερο και μας περιμένουν καλύτερα πράγματα στα επόμενα τεύχη, αλλά ως συνολική εκτίμηση, το περιοδικό μου άφησε θετική εντύπωση και θα το συνεχίσω για να δω πως θα πάει. Και εκεί έρχεται η μεγάλη ένσταση μου: Το περιοδικό είναι τριμηνιαίο, όμως το στήσιμο του περιοδικού βασίζεται σε εβδομαδιαίες και μηνιαίες φόρμες. Καταλαβαίνω πως η συχνότερη κυκλοφορία είναι ένα πολύ μεγάλο οικονομικό άνοιγμα για τον οποιοδήποτε, αλλά κάτι πρέπει να γίνει για να το εξισορροπήσει αυτό, μιας και ο μέσος σύγχρονος αναγνώστης δεν θα κάτσει να επενδύσει τόσο χρόνο σε κάτι που δεν του δίνεται στην ολότητα του. Ίσως το μοντέλο που θα έπρεπε να ακολουθηθεί, είναι 3-4 πλήρεις ιστορίες, παύση από αυτούς του δημιουργούς στο ένα τεύχος για να δώσει στην άλλη παρτίδα δημιουργών να παρουσιάσουν την δική τους ιστορία και τράμπα ξανά στο επόμενο. Έτσι πιστεύω πως θα δημιουργήσει και ένα σταθερό κοινό που ίσως δώσει την δυνατότητα στην αύξηση κυκλοφορίας του περιοδικού. Θα πρέπει να δοθεί επίσης μεγαλύτερη έμφαση στον χρωματισμό. Οι εικόνες που έβαλα είναι από τα αρχεία που μοιράζουν τα ίδια τα παιδιά του περιοδικού, αλλά στην μαζική παραγωγή εντύπων με απλά χαρτιά, τα χρώματα είναι πάντα πιο σκούρα, με αποτέλεσμα οι εξαρχής σκοτεινές παλέτες να δείχνουν άσχημα στο τελικό αποτέλεσμα. Ενδιαφέρουσες βρήκα και τις τρεις στήλες του περιοδικού, οι οποίες συνδράμουν στην πιο φιλική εικόνα του. Το The True Masters είχε αφιέρωμα στον Osamu Tezuka από τον Σπύρο Ανδριανό. Είχε αρκετές ενδιαφέροντες πληροφορίες για τον δημιουργό που εκτίμησα, αν και βασίστηκε περισσότερο στην εγκυκλοπαιδική γνώση παρά στην ανάλυση του γιατί θεωρείται σημαντικός. Αλλά αυτό είναι κάτι στο οποίο και εγώ έχω υποπέσει μερικές φορές στα κείμενα μου, οπότε πιστεύω πως θα βελτιωθεί στην πορεία, όταν πάρει το κολάι ο Σπύρος και βρει πως να αξιοποιεί τον διαθέσιμο χώρο που έχει για την στήλη. Η στήλη του The Comics' Chest! ήταν αυτή που εκτίμησα περισσότερο, παρουσιάζοντας το Ισπανικό κόμικ επιστημονικής φαντασίας Πέντε για το Άπειρο, στο οποίο στην χώρα μας έχει βγει ως 5 Στο Διάστημα σε συνέχειες στις σελίδες του Μικρού Καουμπόυ. Και τέλος έχουμε την στήλη Πόσο Μεγάλη την Έχεις; το οποίο είναι παραλλαγή του Shelf Porn ύφους της παρουσίασης της συλλογής των αναγνωστών και γνωστών συλλεκτών της Ελλάδας.
- 93 replies
-
- 21
-
-
- Κώστας Παντούλας
- Βασίλης Χειλάς
- (and 8 more)
-
Ο Τζιμ Μόρισον στο ξενοδοχείο «του» Γιάννης Κουκουλάς Η Leah Moore γράφει την ιστορία των τραγουδιών του «Morrison Hotel» και 10 σχεδιαστές τα «ντύνουν» με όμορφες εικόνες και ψυχεδελικά χρώματα. Ο πέμπτος δίσκος των Doors αποτελεί εμβληματικό έργο στην ιστορία της ροκ. Τα κομμάτια του τραγουδιούνται και χορεύονται ακόμα φέρνοντας πάντα στον νου τον χαρισματικό δημιουργό τους. Η Leah Moore γράφει την ιστορία αυτών των τραγουδιών και 10 σχεδιαστές τα «ντύνουν» με όμορφες εικόνες και ψυχεδελικά χρώματα. Γράφαμε στο προηγούμενο τεύχος για το «The King» του Rich Koslowski, μια ιστορία πικρού χιούμορ και μυστηρίου με τον «βασιλιά» Έλβις και τη μουσική του στο επίκεντρο έστω κι αν αυτός έχει φύγει πριν από πολλές δεκαετίες χωρίς όμως το έργο του να ξεχαστεί. Ένα ακόμα αξέχαστο έργο είναι αναμφίβολα κι αυτό του Τζιμ Μόρισον και του θρυλικού του συγκροτήματος, The Doors. Μπορεί ο Μόρισον να πέθανε νεότατος, μόλις 27 ετών το 1971 και πάνω στο απόγειο της καριέρας του, αλλά οι παρακαταθήκες που άφησε στη ροκ μουσική συνέβαλαν καθοριστικά στην εξέλιξή της. Ήταν, άλλωστε, μια εκρηκτική προσωπικότητα: ποιητής, στιχουργός, συνθέτης, σκηνοθέτης που δεν μάσαγε τα λόγια του ενώ οι ζωντανές εμφανίσεις του ξεσήκωναν τα πλήθη και συχνά ξέφευγαν από κάθε έλεγχο όπως όταν συνελήφθη, κατηγορήθηκε, δικάστηκε και καταδικάστηκε για «άσεμνες» κινήσεις του επί σκηνής σε μια συναυλία στο Μαϊάμι. Από τη δισκογραφία των Doors, ίσως ο σημαντικότερος και πιο δημοφιλής δίσκος είναι το «Morrison Hotel» που ηχογραφήθηκε τον Νοέμβριο του 1969 και κυκλοφόρησε λίγους μήνες αργότερα. Ένας δίσκος του οποίου το όνομα παραπέμπει στο επίθετο του ηγέτη του συγκροτήματος αν και προέκυψε τυχαία μετά από μια βόλτα των μελών του στη Σάντα Μόνικα. Τότε, οι τέσσερις φίλοι έκπληκτοι είδαν ένα ξενοδοχείο με όνομα «Morrison Hotel» και μπήκαν στα κρυφά για να φωτογραφηθούν παρά την άρνηση του ρεσεψιονίστ να τους επιτρέψει την είσοδο. Αυτή είναι και η τελευταία ιστορία του βιβλίου «Morrison Hotel» (εκδόσεις Οξύ, μετάφραση: Σάββας Αργυρού) σε σχέδια του Tony Parker και σενάριο της Leah Moore, συγγραφέως, ιδρύτριας του project «Electricomics» και κόρης του γκουρού των σύγχρονων κόμικς, Alan Moore. H Moore υπογράφει και όλες τις υπόλοιπες ιστορίες του βιβλίου που καθεμιά φέρει τον τίτλο και ενός από τα τραγούδια του ομώνυμου δίσκου σε σχέδια μιας πλειάδας δημιουργών (John Pearson, Mike Oeming, Marguerite Sauvage, Sebastian Piriz, Guillermo Sanna, Coleen Doran, Ryan Kelly, Armitano, Jill Thompson, John Snyder και ο Βασίλης Λώλος που δίνει εικόνα στο «Queen of the Highway», μια ιστορία στην οποία εκτός από τα μέλη του γκρουπ εμφανίζονται και οι Τζον Λένον, Λιτλ Ρίτσαρντ, Τσακ Μπέρι και άλλα μυθικά ονόματα της ροκ). Το πιο ενδιαφέρον σε όλο το βιβλίο είναι πως η Moore σε συνεργασία με τους σχεδιαστές προσπάθησαν και κατάφεραν να αποφύγουν μια απλή εικονοποίηση των μουσικών κομματιών. Ακόμα κι αυτό βέβαια θα είχε την αξία του, καθώς η σεναριογράφος και οι δημιουργοί θα μπορούσαν να προτείνουν τις δικές τους αναγνώσεις πάνω σε πασίγνωστα τραγούδια που όμως οι στίχοι τους είναι πολυεπίπεδοι και κάποιες φορές αινιγματικοί. Δεν ήταν όμως αυτός ο στόχος του «Morrison Hotel». H Moore επιδίωκε να φιλοτεχνήσει όχι μόνο τη δική της ερμηνεία πάνω στους στίχους του Morrison, αλλά να παρουσιάσει κατά κάποιον τρόπο και την ιστορία των τραγουδιών, τις συνθήκες εντός των οποίων γράφτηκαν, τραγουδήθηκαν και ηχογραφήθηκαν, τις σχέσεις των μελών κατά τη διάρκεια της παραγωγής του δίσκου, την ψυχοσύνθεση και τη διάθεση του Morrison εκείνες τις μέρες, τη συμπεριφορά του κοινού, την αντιμετώπιση από τους κριτικούς και τα ΜΜΕ κ.λπ. Και ως προς αυτό τα κατάφερε περίφημα καθώς το δικό της «Morrison Hotel» είναι ένα βιβλίο για τα πάντα γύρω από το πρώτο «Morrison Hotel». Ο κιθαρίστας του γκρουπ Robby Krieger, προλογίζοντας το βιβλίο, θυμάται τις δυσκολίες που είχε το συγκρότημα στον προηγούμενο δίσκο του, «Soft Parade» και την εντελώς διαφορετική ψυχολογία των μελών του στο «Morrison Hotel»: «Αποφασίσαμε να περάσουμε καλά και να κάνουμε κάτι απλό και γεμάτο μπλουζ... Και εγένετο – “Roadhouse Blues”, “Peace Frog”, “Maggie M’Gill” και “The Spy”… μερικά από τα αγαπημένα μου. Επίσης περάσαμε πολύ καλά στη φωτογράφιση για το εξώφυλλο του άλμπουμ. Ο Ρέι οδηγούσε στο κέντρο του Λος Αντζελες και ανακάλυψε το Ξενοδοχείο Morrison. Δωμάτια με 2,50 δολάρια τη βραδιά! Έτσι, πήραμε τον φίλο μας Χέντρι Ντιλτζ να έρθει και να μας φωτογραφίσει στο ξενοδοχείο. Έγινε ένα από τα πιο εμβληματικά εξώφυλλα άλμπουμ όλων των εποχών. Ελπίζω το νέο μας graphic novel να αιχμαλωτίσει όλα αυτά τα πράγματα και οι αναγνώστες να είναι εκεί μαζί μας εν τω πνεύματι». Δεν ξέρω αν το βιβλίο της Moore και των συνεργατών της αιχμαλωτίζει «όλα» αυτά τα πράγματα στα οποία αναφέρεται ο Krieger, όλα όσα έζησαν και έκαναν οι Doors στη σύντομη διάρκεια της ζωής του συγκροτήματος. Ήταν όμως μια ξέφρενη ζωή και μια ξέφρενη πορεία προς την κορυφή. Αυτό το κλίμα το αποδίδει ιδανικά η Moore με το έργο της αποφεύγοντας, ευτυχώς, τις νεκρολογίες και τους επικήδειους και επιλέγοντας να εστιάσει στα χρώματα, στα όνειρα, στις παραισθήσεις μιας συγκλονιστικής εποχής για το ροκ και την ανυπότακτη νεολαία. Πηγή
-
- 5
-
-
- Leah Moore
- Tony Parker
- (and 12 more)
-
Τι άλλαξε μέσα στα δεκαπέντε χρόνια του Comicdom Con Athens; Την δέκατη πέμπτη διοργάνωση σκοράρει φέτος το Comicdom Con Athens, κατακτώντας τον τίτλο του μακροβιότερου φεστιβάλ κόμικς στην χώρα, εφόσον εκείνο της Βαβέλ είχε φτάσει ως τις δεκατέσσερις μέχρι να αφήσει πίσω μόνο το θρύλο του. Χέρι-χέρι με την ελληνική σκηνή πορεύτηκε το φεστιβάλ, μεγάλωσε –ή μάλλον γιγαντώθηκε–, σε σημείο που πάνω από 15.000 επισκέπτες κατέκλυζαν την Ελληνοαμερικάνικη Ένωση κάθε Σεπτέμβριο για να γνωρίσουν τους αγαπημένους τους κομίστες, να ξεφυλλίσουν φρέσκες αυτοεκδόσεις και να βγάλουν δυο φωτογραφίες από τους παίκτες cosplay και τα φαντασμαγορικά κοστούμια τους. Για πρώτη φορά, η διοργάνωση επεκτείνεται στην Πλατεία Κλαυθμώνος, αφενός για την αποφυγή του συγχρωτισμού κι αφετέρου επειδή το μέγεθος των επισκεπτών ήταν κατακλυσμιαίο τις ώρες αιχμής. Έτσι, από 10 έως 12 Σεπτεμβρίου, τα καταστήματα κι οι εκδοτικές μαζί με τους κομίστες στήνουν περίπτερο στην κεντρική πλατεία, ενώ το κτίριο της Ελληνοαμερικάνικης Ένωσης (Μασσαλίας 22, Κολωνάκι) δεν χάνει κάτι απ’ όσα μας έχει συνηθίσει το φεστιβάλ τα δεκαπέντε πλέον χρόνια. Τρεις μεγάλες εκθέσεις ανοίγονται στο κοινό –μία για τα «100 χρόνια τσεχικά κόμικς», μία με δώδεκα εικονογράφους παιδικών βιβλίων και μία αφιερωμένη στο μπλε κόσμο των στρουμφ–, ενώ πάνελ, προβολές, εργαστήρια, καλεσμένοι και sketch events τις πλαισιώνουν, πάντοτε με ελεύθερη είσοδο. Κανονικά θα γίνει και ο cosplay διαγωνισμός, ωστόσο γα την επίσκεψη της Ελληνοαμερικάνικης απαιτείται πιστοποιητικό εμβολιασμού ή νόσησης για τους ενήλικους και δήλωση self-test από γονέα ή κηδεμόνα για τους ανήλικους. Λίγο πριν την επετειακή διοργάνωση, αδράξαμε την ευκαιρία για ανασκόπηση και περάσαμε το μικρόφωνο σε πέντε κομίστες, παλιούς και νέους, οι οποίοι συνδέονται –άλλοι λιγότερο και άλλοι περισσότερο– με το ίδιο το φεστιβάλ. Τι άλλαξε μέσα στα δεκαπέντε χρόνια ιστορίας; Το κοινό, η σκηνή, οι ευκαιρίες; Βασίλης Λώλος (τιμώμενος καλλιτέχνης 2021) Ο Βασίλης Λώλος ήταν ο πρώτος της σκηνής που έσπασε το φράγμα και, σε ηλικία μόλις 24 ετών, υπέγραψε συμβόλαιο στην Αμερική, ανοίγοντας το δρόμο σε όσους ακολούθησαν τη δεκαετία που μας πέρασε. Οι συνεργασίες που έχει υπογράψει με την DC, την Marvel, την Image Comics αλλά και τη Universal Pictures, τα βραβεία Eisner και Harvey (το «όσκαρ των κόμικς») που παρέλαβε κι η αδέκαστη αμεσότητα, που διακατέχει τόσο τον ίδιο όσο και τα τρομερά του σχέδια, κάνουν τον Βασίλη μια άκρως μοναδική περίπτωση στον κόσμο της ένατης τέχνης. «Θα ήταν μεγάλο ψέμα αν έλεγα ότι η ελληνική αγορά μπορεί να σου εξασφαλίσει το νοίκι και τα προς το ζην», ξεκαθαρίζει ο ίδιος. «Ωστόσο, ευκαιρίες φυσικά και υπάρχουν. Αυτό που πέτυχα εγώ δεν είναι κάποιο ψεύτικο ή απατηλό όνειρο. Όμως, πρέπει να προχωράς με πλάνο και επιμονή. Διάφορες διαβεβαιώσεις και υποσχέσεις αποκατάστασης που μοιράζονται ανεύθυνα είναι οριακά καταστροφικές και 99% ψευδείς». » Αν έχω κάτι να πω σε κάποιον/α που ξεκινά ή το κάνει χρόνια χωρίς να έχει το αποτέλεσμα που ζητάει, είναι το εξής απλό: Το ακόνισμα της τέχνης σου πρέπει να γίνει ο απόλυτος σκοπός σου. Μάθε να μανατζάρεις το χρόνο σου ώστε να έχεις maximum αποτέλεσμα με minimum πόρους και προπονήσου. Ξανά και ξανά. Με το ίντερνετ πλέον έχουν αλλάξει οι ισορροπίες στα κόμικς, τα memes πήραν κατά κάποιο τρόπο τη θέση τους, αλλά την ίδια στιγμή άνοιξαν πόρτες – εγώ, για παράδειγμα, μέσω μιας διαδικτυακής πλατφόρμας έκανα την επαφή με έναν συγγραφέα και οδηγήθηκα στην πρώτη μου έκδοση στο εξωτερικό». Από τότε γυρνάει στο εγχώριο τοπίο σπάνια, μόνο για κάποια προσωπική δουλειά, όπως ήταν το άλμπουμ «Αθήνα» (εκδ. Jemma Press), το οποίο απέσπασε πολύ καλές κριτικές. Ηλίας Κατιρζιγιανόγλου (συνδιοργανωτής) Η ιστορία του Comicdom ξεκίνησε να γράφεται μέσα απ’ τις σελίδες ενός φανζίν. «Το 1996, συμφοιτητές τότε με τον Δημήτρη Σακαρίδη, φτιάξαμε ένα ενημερωτικό έντυπο για τον κόσμο των αμερικάνικων κόμικς», λέει ο Ηλίας Κατιρζιγιανόγλου. Εκείνη τη δεκαετία εμφανίστηκαν τα πρώτα φανζίν γύρω από τα κόμικς, με άρθρα, παρουσιάσεις και συνεντεύξεις – ένα είδος δημοσιογραφίας που πλέον έχει μεταναστεύσει ολοκληρωτικά στο ίντερνετ. Μία δεκαετία αργότερα, στα μέσα ’00s, όσο ακόμη έτρεχε το φεστιβάλ της Βαβέλ κι υπήρχε η αίσθηση μιας νέας σκηνής που ήταν εν τη γενέσει της, οι δυο τους, μαζί με τον Γιάννη Κουρουμπακάλη και τη Λήδα Τσενέ (ομάδα που παραμένει σταθερή έως σήμερα), εγκαινίασαν μια διοργάνωση «με αφετηρία και τελικό προορισμό τα κόμικς», στα πρότυπα αντίστοιχων con του εξωτερικού. «Ίσως ακουστεί πεζό αλλά, κατά τη γνώμη μου, ο τρόπος που συνέβαλε περισσότερο το Comicdom στην ανάπτυξη της σκηνής ήταν το εμπορικό κομμάτι», λέει ο Ηλίας, «διότι ήταν το πρώτο σημείο όπου συγκεντρώθηκαν μαζί καταστήματα, εκδοτικοί και καλλιτέχνες για να συναντήσουν το κοινό. Αυτή η μαζικότητα έκανε αίσθηση και ενέπνευσε περισσότερο κόσμο να ασχοληθεί με αυτό». Έτσι, χέρι-χέρι με την ελληνική σκηνή, προχώρησε και αναπτύχθηκε το Comicdom, μετρώντας πλέον πάνω από 15.000 επισκέπτες κάθε χρόνο. «Ενδεικτικό είναι ότι την πρώτη χρονιά υπήρχαν μόλις τρία φανζίν στο φεστιβάλ, ενώ πλέον δεχόμαστε πάνω από εκατό αιτήσεις για το self-publishers alley». Πολλά άλλαξαν μέσα σε αυτά τα δεκαπέντε χρόνια, μεταξύ άλλων και το κοινό. «Οι σημερινοί πιτσιρικάδες –εάν εξαιρέσεις όσους είναι κολλημένοι με τα manga– δεν διαβάζουν κόμικς. γεννιούνται εξοικειωμένοι με τις οθόνες, οπότε θέλουν ταχύτητα, εναλλαγές». » Έχει διαφοροποιηθεί ηλικιακά ως χόμπι: έχει μετεφηβικό και ενήλικο χαρακτήρα πλέον, αλλά το σίγουρο είναι ότι ο αναγνώστης, μπαίνοντας σε αυτή την ηλικία, το κάνει επειδή πραγματικά το γουστάρει, όχι επειδή είναι λαϊκή τέχνη. Οπότε θα ψαχτεί κατευθείαν. Και δη όσον αφορά τους Έλληνες δημιουργούς. Θα λέγαμε πλέον ότι όχι μόνο έχει αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη προς το ελληνικό προϊόν, τους καλλιτέχνες και τους εκδοτικούς που πλήθυναν τα τελευταία χρόνια, αλλά πολλές φορές είναι τα πρώτα που θα βάλει ο επισκέπτης στο καλάθι». Δανάη Κηλαηδόνη (DaNi) Εάν η πορεία της Δανάης Κηλαηδόνη, κατά κομιξόκοσμον DaNi, έμπαινε σε παλμογράφο, η οθόνη θα έδειχνε μια απότομη εκτόξευση απ’ το 2016 κι έπειτα, χωρίς καμία μετάπτωση μέχρι σήμερα. Παρέα με τον Ανδρέα Πεφάνη (διοργανωτή πλέον του AthensCon) βρέθηκαν τότε σε ένα αγγλικό convention, όπου δύο –διόλου τυχαία– μάτια έπεσαν πάνω στο έντονο κοντράστ και τα αμαρτωλά σύμπαντα της Δανάης, και έσκασε πρόταση απ’ το βρετανικό περιοδικό «2000AD». Ύστερα ήρθε μια ευκαιρία στην Αμερική κι έπειτα η επόμενη, με το ταλέντο της να αποδεικνύεται τελικά αντάξιο της ομάδας της DC. Τέσσερις αυτοεκδόσεις είχε ολοκληρώσει προτού φύγει για την αγορά του εξωτερικού, χωρίς να έχει επιστρέψει έκτοτε στο εγχώριο εκδοτικό τοπίο. «Νομίζω ότι, αν έβρισκα χρόνο να το κάνω, πάλι προς την αυτοέκδοση θα κινιόμουν», λέει η ίδια, «αλλά μάλλον είναι προσωπικό χούι: μου αρέσει η διαδικασία, το δέσιμο – το βιβλίο ως έργο τέχνης, ας πούμε. Πλέον, οι εκδότες που βγάζουν κόμικς είναι πολύ πιο ανοιχτοί σε τέτοιου είδους καλλιτεχνικούς πειραματισμούς και σίγουρα δίνουν παραπάνω χώρο σε νέες φωνές». Πλήθυναν οι εκδοτικοί του χώρου τα τελευταία χρόνια, όμως και πάλι καλύπτουν μόνο ένα μέρος της υπό εξέλιξη εγχώριας σκηνής. «Αυτό κατ’ εμέ είναι ένας λόγος που η ελληνική σκηνή έχει τόσο φοβερές δουλειές στις αυτοεκδόσεις», παρατηρεί η Δανάη. «Υπάρχουν πολύ καλά χέρια και τόσο προσεγμένα άλμπουμ που τα μπερδεύεις με τα επαγγελματικά. Μπορώ να πω ότι, σε σχέση με αντίστοιχα zin communities άλλων χωρών που έχω δει, δεν έχουμε τίποτα να ζηλέψουμε». Δήμητρα Νικολαΐδη Η Δήμητρα ανήκει στο νέο αίμα της σκηνής, είναι γεννημένη το ’96, κι έχει ήδη στο ιστορικό της ένα βραβείο απ’ τη διοργάνωση, καθώς και τρία ολοκληρωμένα άλμπουμ, των οποίων τα αντίτυπα εξαντλήθηκαν άμα τη εμφανίσει. Από το γλυκούλικο light fantasy «Guess» πήγε στην εσωτερική αγωνία μιας εξαντλημένης χορεύτριας στα «Βαθιά ρέματα» και στο σκοτεινό, μετα-αποκαλυπτικό σενάριο της «Παλικαρούς», ετοιμάζοντας κάτι εξίσου απρόσμενο στη νέα της δουλειά, με δαίμονες, μυστικά και μια αλλόκοτη κοινωνία. «Από παιδί μου άρεσε να φτιάχνω ιστορίες όλων των ειδών», λέει η ίδια. «Μάλλον το μυαλό μου θα ευθύνεται γι’ αυτό που πηδάει από τη μια ιδέα στην άλλη χωρίς έλεγχο», συμπληρώνει με αθώα ειλικρίνεια. Πέρασε στο Φυσικό Αθηνών αλλά, όντας αποφασισμένη να μη συμβιβαστεί με κάτι που δεν τη γέμιζε, τα παράτησε και τελείωσε μια ιδιωτική σχολή εικονογράφησης –πλέον είναι τρεις οι εναλλακτικές, εάν κρίνεις ότι χρειάζεσαι ένα χαρτί ή λίγη ώθηση και δύο συμβουλές–, ενώ παράλληλα έσκασε μύτη στα Comicdom. «Ειδικά την πρώτη χρονιά ήταν τρομακτικά τεράστιο το να βλέπουν ξαφνικά τόσοι άνθρωποι τη δουλειά μου και να παίρνω καλά σχόλια, ήταν μια ανάσα για τη στροφή που έκανα στην καριέρα μου». Γιατί, όμως, εφόσον υπάρχουν εγχώριοι εκδοτικοί αφιερωμένοι στα κόμικς, μια δημιουργός με καλό potential παραμένει στην αυτοέκδοση, κάνοντας ουσιαστικά διπλή δουλειά; «Δεν πιστεύω ότι είναι κλειστοί και “δύσκολοι” οι εκδοτικοί οίκοι στα νέα ονόματα, απλώς όταν εγώ ένιωσα έτοιμη να χτυπήσω την πόρτα, οι πόρτες έκλεισαν λόγω της πανδημίας – κακό timing αλλά, αν το δεις από τη θετική πλευρά, αυτό σημαίνει ότι είναι θέμα χρόνου». Νίκος Γιαμαλάκης (Malk) Αγαπήθηκε περισσότερο μέσα από τον ανεπρόκοπο, κάφρο και πάντοτε πιωμένο «Φαβορίτη», όπου καυτηρίαζε με χιούμορ τα στραβά του νεοέλληνα, αλλά τα τελευταία χρόνια η υπογραφή «Malk» μπαίνει δίπλα σε σκηνές φρικιαστικών φόνων, σκοτεινούς δράκουλες και μάτια που στάζουν τρόμο, κόβοντας την ανάσα με old school ατμόσφαιρα. Όπως οι περισσότεροι, το μικρόβιο το κόλλησε από νωρίς. Όλο το χαρτζιλίκι απ’ τον παππού και τους γονείς πήγαινε στο περίπτερο, στις εκδόσεις του Ανεμοδουρά («Μπλεκ», «Όμπραξ», «Κάπτεν Μαρκ») και του Καμπανά («Μάστερ οφ Κουνγκ Φου», «Γκραν Γκίνιολ», «Σπαϊντερμαν», «Κάπτεν Αμέρικα», κ.ά.), στα «Γκαούρ-Ταρζάν», έως ότου –έφηβος πια, στα 90s– πέρασε πρώτη φορά την πόρτα του «Solaris» κι έπαθε σοκ. Ήταν η σπίθα για να γίνει κομίστας. Το ’98 (παρακαλώ!), κυκλοφόρησε το πρώτο του graphic novel, η «Μήδεια» (εκδ. Ιάμβλιχος). «Τότε είχα άλλα δύο τελειωμένα άλμπουμ στο συρτάρι, βασισμένα στον Χ.Φ. Λάβκραφτ, αλλά δεν προχώρησαν εκδοτικά», αναφέρει ο Νίκος. «Υπήρχε επιφυλακτικότητα στο να επενδύσει κάποιος σε Έλληνες δημιουργούς, πόσο μάλλον αν ήταν άγνωστοι». Για λίγα χρόνια έκανε ένα διάλειμμα απ’ το πενάκι, μεταπηδώντας σε άλλες μορφές έκφρασης, και, όταν επέστρεψε το 2005, το τοπίο ήταν σαφώς πιο εύφορο. Ο νόμος της εξέλιξης δείχνει μόνο μπροστά, οπότε το άλμα προς το vintage horror που κάποτε έπεσε στο κενό, εντέλει πέτυχε. «Πιστεύω πως οι σημερινοί δημιουργοί δεν φοβούνται τον πειραματισμό: Αν μια δουλειά είναι καλή, θα βρει το κοινό της». Αυτό συνέβη με τις ρετρό ανατριχίλες του Νίκου, αλλά και γενικότερα με το horror genre, για το οποίο κυκλοφορεί πλέον και ξεχωριστό περιοδικό: τα «Ρίγη». Πηγή
- 1 reply
-
- 9
-
-
-
- Comicdom Con
- Βασίλης Λώλος
-
(and 4 more)
Tagged with:
-
Εντάξει, εδώ είμαστε! Μιλάμε για τον απόλυτο φόρο τιμής στα υπερηρωϊκά κόμικς και μάλιστα από Έλληνες κυρίως δημιουργούς. 'Nuff said! Το 2007, λοιπόν, η Giganto συγκέντρωσε ορισμένους ταλαντούχους δημιουργούς από την Ελλάδα, την Τουρκία και κάποιες άλλες χώρες, για να εκδώσει έναν τόμο σχεδόν 200 ασπρόμαυρων σελίδων, ο οποίος αποτελείται από διάφορες σύντομες σχετικά ιστορίες. Το εύρημα της υπόθεσης είναι, ότι ο τόμος υποτίθεται ότι περιέχει κάποιες από τις καλύτερες ιστορίες μιας φανταστικής εκδοτικής εταιρείας, της Blast Comics, εκδότης της οποίας είναι ο Steve Papas, προφανώς φανταστικό πρόσωπο. Ο τόμος, λοιπόν, περιλαμβάνει κάποια τεύχη από τις υπερηρωϊκές σειρές κόμικς της εταιρείας, τα οποία περιλαμβάνουν πολλούς υπερήρωες και στο τέλος συγκλίνουν σε έναν επικό επίλογο. Παράλληλα, υπάρχουν και στοιχεία για ορισμένους ήρωες, ενώ δεν λείπει και η απαραίτητη σελίδα αλληλογραφίας στο τέλος του τόμου. Ο Ηλίας Κυριαζής, ο Βασίλης Λώλος και ο Μιχάλης Διαλυνάς είναι οι πιο γνωστοί καλλιτέχνες, που συνέβαλαν σε αυτό το έργο, αλλά σχεδόν όλοι οι καλλιτέχνες δίνουν τον καλύτερό τους εαυτό και προσφέρουν στιγμές απίστευτης διασκέδασης. Το συγγραφικό ύφος μιμείται εκείνο της Marvel Comics των δεκαετιών 1960-1980 με τον αφηγητή να απευθύνεται στους αναγνώστες κλείνοντάς τους το μάτι σχετικά με τα δρώμενα. Δυστυχώς, για να υπάρξει η μέγιστη απόλαυση, θα πρέπει να είναι κανείς εξοικειωμένος με τα εν λόγω κόμικς και ίσως πιο συγκεκριμένα και με τις αντίστοιχες ελληνικές εκδόσεις του Καμπανά, ακόμη κι έτσι όμως, πιστεύω, ότι θα προσφέρει στιγμές μεγάλης διασκέδασης σε όσους και όσες το διαβάσουν. Κατά τη γνώμη μου, πρόκειται για μια από τις καλύτερες παρωδίες υπερηρωικών κόμικς, που έχω διαβάσει και θεωρώ άδικο, το ότι δεν βρέθηκε κανείς να την κυκλοφορήσει και στα αγγλικά. Εννοείται, ότι συνίσταται ανεπιφύλακτα. Η αρχική του τιμή, όταν 18 ευρώ, αλλά σε κάποια Comcdomη η Giganto το σκότωνε στο 1 ευρώ. Στο σάιτ της εμφανίζεται εξαντλημένο, αλλά σε κάποια βιβλιοπωλεία το βλέπω διαθέσιμο, όχι βέβαια στο 1 ευρώ. Όπως και να έχει, αξίζει να το αναζητήσετε. Όλα τα σκαανρίσματα έγιναν από εμένα.
- 4 replies
-
- 12
-
-
-
- Becky Clooman
- Μιχάλης Διαλυνάς
- (and 15 more)
-
Η Αθήνα είναι το κόμικ του Βασίλη Λώλου που κυκλοφόρησε αν θυμάμαι καλά στο Comicdom 2019, μετά από αρκετά χρόνια απουσίας από τα ελληνικά εκδοτικά δρώμενα, από την Jemma Press. Είναι ένα κόμικ περισσότερο για τον Βασίλη Λώλο, παρά για την Αθήνα, αφού η Αθήνα είναι το σκηνικό στο οποίο παρουσιάζει αυτοβιογραφικά στοιχεία στη μορφή μικρών ιστοριών. Οι περισσότερες ιστορίες είναι μονοσέλιδες ενώ η μεγαλύτερη είναι 8 σελίδες. Η θεματολογία ξεκινάει από τα εφηβικά χρόνια του, κάπου προς την παραλιακή πλευρά της Αθήνας των 90s, παρουσιάζοντας τις σχέσειλς του με τους ανθρώπους, τα κόμικ, την μουσική, τον έρωτα και το σέξ, αλλά και την αστυνομία και τις διάφορες καταχρήσεις και καταλήγει στο σήμερα και σε όλα αυτά που κατά βάση τον απασχολούν. Μια από τις ικανότητες του Λώλου (όπως φαίνεται σε εμένα) είναι να μπορεί σε ένα καρέ να περιλάβει όλες τις σχολές κόμικ, Manga, ανεξάρτητη αμερικάνικη ακόμα και BD σε μια δική του μίξη, και συνήθως με τον ίδιο κάπου στο καρέ. Μια άλλη ικανότητα του Λώλου είναι να μπορεί να αυτοσαρκάζεται με την κατάστασή του, πράγμα που εάν ένας αναγνώστης δεν ξέρει ποιος είναι ο Λώλος, μπορεί να παρεξηγηθεί. Το εξώφυλλο του κόμικ είναι από τα καλύτερα που έχω δει τα τελευταία χρόνια στις ελληνικές εκδόσεις, μια ελληνική εκδοχή από την Anime μεταφορά του Akira. Προσωπικά μου έκανε εντύπωση όταν το είδα για πρώτη φόρα, Δεν απογοητεύτηκα αλλά δεν ενθουσιάστηκα κιόλας. Θα ήθελα το κάτι παραπάνω. Οι ιστορίες που ξεχώρισα ήταν το: Ραντεβού στα τυφλά, Ουφο, Κρετίνοι, Μπατσοκρατεία και Υπερπαραγωγή. Στην τελευταία μάλιστα ορίζει με έναν μοναδικό δικό του τρόπο, τι είναι γι' αυτόν η τέχνη.